Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, με επικεφαλής την Δρ Νικολά Λίντσον-Χόουλι, συνέκριναν περίπου 700 άτομα που είχαν εκδηλώσει την επιθυμία να σταματήσουν να καπνίζουν.
Οι εθελοντές χωρίστηκαν σε δύο ομάδες: τα μέλη της πρώτης σταμάτησαν τοκάπνισμα απότομα σε μια προκαθορισμένη ημερομηνία, ενώ της δεύτερης μείωναν σταδιακά τον αριθμό των τσιγάρων επί δύο εβδομάδες έως την ίδια προκαθορισμένη ημερομηνία διακοπής του καπνίσματος.
Και οι δύο ομάδες υποβάλλονταν σε συμβουλευτική υποστήριξη, και παράλληλα μπορούσαν να χρησιμοποιούν επιθέματα και τσίχλες νικοτίνης.
Μετά την παρέλευση της ημερομηνίας διακοπής του καπνίσματος, οι εθελοντές ετέθησαν υπό ιατρική παρακολούθηση για μήνες, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο όντως είχαν πάψει να καπνίζουν ή είχαν υποτροπιάσει.
Ένα μήνα μετά, το 49% (οι μισοί) από όσους το είχαν κόψει απότομα, παρέμεναν άκαπνοι, έναντι 39% μεταξύ όσων το είχαν κόψει βαθμιαία.
«Συνεπώς, όσοι το σταματούν απότομα, έχουν 25% μεγαλύτερη πιθανότητα να απαλλαγούν από το κάπνισμα» υπογραμμίζεται στα συμπεράσματα της μελέτης.
Οι περισσότεροι ειδικοί συνιστούσαν ανέκαθεν η απότομη διακοπή του καπνίσματος, αλλά οι περισσότεροι καπνιστές τείνουν να υιοθετούν την πιο ήπια λύση.
«Πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν καν να διανοηθούν ότι το κόβουν μιά κι έξω ή ότι το κόβουν τελείως και δεν καπνίζουν έστω λίγα τσιγάρα μέσα στη μέρα. Γι’ αυτούς είναι προτιμότερο, από το να μην κάνουν τίποτε, να το περιορίσουν έστω σε ένα βαθμό. Αν όμως κανείς το έχει πάρει απόφαση να το κόψει τελείως, τότε θα είναι καλύτερα να πάρει τη γενναία απόφαση να το κόψει απότομα και όχι βαθμιαία» υπογραμμίζει η Δρ Λίντσον-Χόουλι.
ΠΗΓΗ: health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ…