Γράφει ο Άδωνις Φλωρίδης
Επιάσαν οι Εγγλεζοι τον Ματσάκην που επήεν με την παραλλαγήν να κόψει τα ττέλια στο Λέϊντυς Μάϊλ. Εβούρησεν ο κυπριακός λαός να του συμπαρασταθεί τζαι να κάμει τζαι λλίον αντι-ιμπεριαλιστικόν αγώνα τζαι παρεπιπτόντως γενικώς πασιαμάς να γίνεται.
Εκάμαν επίθεσην στον αστυνομικόν σταθμό των Εγγλέζων στην Επισκοπήν. Εφέραν που το Τραχώνιν έναν διπλοκάμπινο γεμάτον κραμπιά τζαι σύρε τζαι να σύρεις εκάμαν το κτίριον καλοτζιαρινόν. Μοναδική περίπτωση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ούτε ακόμα τζαι στην Γαλλική επανάσταση εν το εσκεφτήκαν να κάμουν κατάληψη της Βαστίλλης με τα κραμπιά. Ύστερα είπαν να κρούσουν τζαι λλία αυτοκίνητα της αστυνομίας. Αλλά επειδή εν ι-ξέραν να κάμνουν μολότωφ, αφταίνναν κωλόχαρτα με το τσιακμάτζιν τζι εσύρναν τα μέσα. Εν επαίρναν εύκολα αλλά με λλίην ζιβανίαν που εβρέθηκεν πρόχειρα εκαταφέραν τζι εκρούσαν 2-3.
Ενευριάσαν οι Εγγλέζοι, εκουβαλήσαν ενισχύσεις με τα ελικόπτερα. Κάτι στρατιώτες μισθοφόρους κακομάζαλους κοτσινισμένους μονόπαντα μήντιουμ ρέαρ που το άπλα-άπλα στον ήλιον. Κράνη, ασπίδες, ρόπαλα τζαι αντιδιαδηλωτικές εξαρτήσεις συν στοιχειώδης αντιοχλαγωγική εκπαίδευση που περιελάμβανε σχηματισμούς Ρωμαϊκής λεγεώνας (νομίζω) δηλαδή φάλαγγας σε τρεις σειρές με την ασπίδα του καθενός να καλύπτει το μισό του σώμα τζαι το μισό του διπλανού του. Βηματισμός που στόχευε στο να κατατρομοκρατήσει το πλήθος. Τρία βήματα κάθε φορά – με το πέλμα να κτυπά χαμαί δυνατά- συνοδευόμενα από τρία ρυθμικά κτυπήματα με τα ρόπαλα στες ασπίδες τζαι τρεις φορές την πολεμική κραυγή: ΧΑ-ΧΑ-ΧΑ. Τζι εσταματούσαν τζι εκάθουνταν η πρώτη σειρά κάτω, η δεύτερη πίσω της στέκοντας τζαι η τρίτη πιο πίσω εποσσιεπάζαν τζι εκουντούσαν τους μπροστινούς.
– Κκιάολε ρε.. βαστούν ματσούτζια, ακούεται μια φωνή που πίσω.
Τούτον ήταν. Αρκέψαν τους με τα κραμπιά.
Ττάππα-ττούππα εππέφταν τα κραμπιά πα’ στες ασπίδες, ττάκκα-ττάκκα-ττάκκα τρία βήματα οι άλλοι, τούγκου-τούγκου-τουγκού τρεις φατσιές με τα ματσούτζια στες ασπίδες, τρία ΧΑ-ΧΑ-ΧΑ. Κάθε φοράν εκοντεύκαν τζαι 5-6 μέτρα. Ετσουλλωκάθουνταν οι μπροστινοί, εστέκουνταν οι πισινοί, εποσσιεπάζαν τζι εκουντούσαν τους μπροστινούς τους οι τέλεια πισω. Επεριμέναν λλίον να ποκάτσουν τα κραμπιά τζαι εξαναξεκινούσαν.
Σε κάποιαν στιγμήν ελείψαν τα κραμπιά που το διπλοκάμπινον. Εππέσαν λλίες πέτρες αλλά οι παραπάνω αφού εσυνάξαν ότι ήταν να συνάξουν λαλεί σου άτε κανεί, επεράσαμεν καλά τζαι πόψε.
– Εν να πεταχτώ στο χωρκόν να φέρω το αυτοκίνητον με τες πατάτες, λαλεί ένας τζι έφυεν κρατώντας 4 ψουμιά σλάϊς, έναν πυροσβεστήραν τζι έναν φανόν που περιπολικό. Εν εξαναστράφηκεν.
– Εν να πάω να ταίσω τους σσιύλλους λαλεί ο άλλος που εβάσταν θκυο ρακέττες του μπαντμιντον αλλά επέμενεν ότι εν ρακέττες του ττένις.
Άλλος που έφεφκεν εφόρεν το σακκούϊν του αστυνόμου με τες αστέρες τζαι είσιεν παραμάσχαλα έναν μεγάφωνον, όπως τα παλιά ττουίττερ του σινεμά, εν εκατάλαβα ακριβώς.
Ένας κύριος όμως, κοντά στα 50 λεπτός, ψηλός, με κοντό παντελόνι, φανέλλαν άσπρην ξιμάσχαλην, παντόφλες ντόλφιν με την μισήν πατούσαν να ρέμπει πο πίσω, μουστακούϊν γραμμή πάνω που που το άνω χείλος τζαι τσιάρον κρουσμένον σχεδόν ως το φίλτρον μονόπαντα στο στόμα, ήταν που τους γενναίους που εμείναν. Τραβά μιαν ρουφκιάν. Άμαν ρουφά τον καπνόν ακούεται έναν ανεπαίσθητο “σσσσς”. Αγέρωχος παρακολουθεί την “λεγεώνα” που κοντέφκει αργά αλλά σταθερά τζαι μεθοδικά. Ττάκκα-ντούγκου-ΧΑ, Ττάκκα-ντούγκου-ΧΑ, Ττάκκα-ντούγκου-ΧΑ. Τζια σταματούν. Οι μπροστινοί τσουλλοκάθουνται, οι πισινοί στέκουνται, οι τέλεια πίσω ποσσιεπάζουν.
Εφτάσαν στα 10 μέτρα. Σσσσς… Ο κύριος τραβά άλλην μιαν ρουφκιάν. Ακίνητος τζαι χωρίς να πει λέξη θωρεί τους που πάνω ως κάτω γεμάτος απορίαν. Πραγματικήν απορίαν. Ακολουθεί νέα μανούβρα. Ττάκκα-ντούγκου-ΧΑ, Ττάκκα-ντούγκου-ΧΑ, Ττάκκα-ντούγκου-ΧΑ. Τζια σταματούν. Οι μπροστινοί τσουλλοκάθουνται, οι πισινοί στέκουνται, οι τέλεια πίσω ποσσιεπάζουν.
Τωρά εν στα 5 μέτρα. Ο κύριος τραβά άλλην μιαν ρουφκιά σσσσς…. Καπνίζει πλέον το φίλτρον. Θωρεί τους καλά-καλά. Πιο μεγάλη απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Τα κράνη, οι στολές, οι παουρκές… καρακιοζλίκκια! Μάλλον πρώτη φορά επαρακολουθούσεν έτσι θέαμαν.
Ακουλουθεί νέα μανούβρα. Ττάκκα-ντούγκου-ΧΑ, Ττάκκα-ντούγκου-ΧΑ, Ττάκκα-ντούγκου-ΧΑ. Τζια σταματούν. Εκοντέψαν δίπλα του, σχεδόν εντζίσαν πάνω του. Ο κύριος αγέρωχος αποφασίζει να αντιδράσει. Τζαι τζαμαι που επερίμενες να ακουστεί έναν ηρωϊκό “μολών λαβέ”, τραβά μιαν ηρωικήν ρουφκιάν σσσσσσσσσς…. τζαι ξεστομίζει ένα εξίσου αγέρωχο, γενναίο, τζαι ειλικρινέστατο:
– Νάμπο ρε;
Το “νάμπο ρε” προφέρεται ως μία λέξη με το “ε” παρατεταμένο που ανεβαίνει σε ένταση τζαι τονικότητα τζαι σβήνει στο τέλος. Το ερωτηματικό πολλά μεγάλο.