Ο φετινός χειμώνας αποτελεί ευλογία από πλευράς βροχών. Σύμφωνα μάλιστα με τα στατιστικά στοιχεία που υπάρχουν στο αρμόδιο κυβερνητικό τμήμα ο Γενάρης που μας έφυγε είναι ο τρίτος πιο βροχερός μήνας από τα τέλη του 19ου αιώνα που υπάρχουν τα στοιχεία αυτά.
Όμως η πολυομβρία σε άλλες εποχές εκτός από ευλογία, αφού μάλιστα η οικονομία του τόπου τότε εξαρτιόταν κυρίως από τη γεωργική παραγωγή και ως γνωστόν άνευ βροχών ουδέν, εν τούτοις ενίοτε ήταν και κατάρα. Η λεμεσός διαμεσου των αιώνων, αναμεσα στις πολλές καταστροφες που γνωρισε και κάποτε μάλιστα την αφανιζα κυριολεκτικά ήταν και οι πλημμυρες.
Τέτοιες φοβερες πλημμύρες γνώρισε τρείς προς το τέλος του 20ου αιώνα. Στις 16 Οκτωβρίου, και 12 Δεκεμβρίου του 1880 και στις 30 Οκτωβρίου 1894.
Λεπτομερείς περιγραφές μας άφησε ο παλιος λεμεσιανός Ευστάθιος Παρασκευάς μεσα από σειρα άρθων που δημοσιευε στην εφημερίδα «Αλήθεια» τγης Λεμεσού με τον γενικό τίλο «Παλαιαί αναμνησεις» και αποτελουσαν αναμνησεις του από το 1869 που δεκα σχεδόν χρονων ήρθε από το Πισσουρι στη Λεμεσό για να φοιτησει στο τότε «Αλληλοδιδακτικό Γυμνάσιο». Τις αναμνησεις αυτές ο γράφων τις μαζεψε και μαζί και με καποια σχετικα άρθρα του επ’ισης παλιου λεμεσιανου Ξενοφωντος Φαρμακιδη, τις έκανε βιβλίο με δικη του επιμελεια και εκτενη εισαγωγή.
Ένα μικρό μόνο σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο αυτό δημοσιεύουμε παρακάτω. Για τα υπόλοιπα στο βιβλίο, διατηρώντας την ορθογραφία και το γραφικό του στυλ !
Λέει λοιπόν ο Παρασκευάς:
«΄Ητο καλή η ευκαιρία για μένα από την τελευταίαν πλημμύραν των ποταμών και των δυστυχημάτων που συνέβησαν, να ενθυμηθώ τας παλαιάς πλημμύρας της Λεμεσού και να δώσω εις τους αναγνώστας μου μερικάς περιγραφάς αυτών:
Αι πειό ονομασταί πλημμύραι της Λεμεσού έγειναν την 16ην Όκτωβρίου και 12 Δεκεμβρίου του 1880 και την 30 Όκτωβρίου 1894. Θα ομιλήσω φυσικά δια την πρώτην και έπειτα δια τας αλλάς.
Εκείνην την ημέραν 16 Όκτ. Υπήγα και εγώ να πάρω τον καφέ μου πρωί – πρωί εκεί, οπότε ήρχισαν βροχές διαρκείς· εις τας 10 π.μ. ακούσθηκεν ότι κατέβη η «Βαθειά» – όπως έλεγαν και λέγουν ακόμη τα κατεβάσματα των νερών της βροχής από ωρισμένον σημείον βορειοδυτικώς της πόλεως, όπου ευρίσκετο και το σπίτι μας. Έτρεξα αμέσως και εις την διασταύρωσιν των δρόμων Αγ. Ανδρέου και Βικτωρίας. Το νερό ήτο επάνω στους τοίχους των σπιτιών πλέον των τεσσάρων ποδών. Επεχείρησα να περάσω άλλ’ η ορμή του νερού δεν με άφινε. Τότε ο Κυριάκος, πενθερός του κ. Ηλία Ηλιάδη που ήτο μέσα στο μαγαζί του Λοϊζή πατρός της κας Πολυξένης Λοϊζιάδος με εφώναξε και επήγα μέσα. Από την πόρτα παρετήρησα ότι ένα μικρό μαγαζί – το μόνον που υπήρχε τότε – και όλη η έκτασις έως στα χάνια είχε καλυφθή με νερό, ήτο μία λίμνη
Η 2α ΠΛΗΜΜΥΡΑ
Αύτη, ως είπαμεν, έγεινεν εις τάς 12 Δεκεμβρίου 1880 ημέραν του Αγίου Σπυρίδωνος. Αι βροχές άρχισαν μόλις ανέτειλεν ο ήλιος και εξηκολούθησαν χωρίς να σταματήσουν μέχρι της 9ης π.μ. Το νερό που ήρχετο από τον δρόμον Ελευθερίας και από την βαθειάν της Τζαμούδας έφθασεν εις τους τοίχους των σπιτιών – οι δρόμοι τότε δεν είχαν πεζοδρόμια και ήσαν πολύ βαθύτεροι εις το μέσον – που ήσαν 1 ½ πόδι υψηλότεροι από το μέσον του δρόμου. Αμέσως εγώ έλαβα προφυλακτικά μέτρα δια το σπίτι μου και κατόπιν εβγήκα έξω και εστάθηκα στην πόρτα μου. Αίφνης βλέπω να κατρακυλά από τον δρόμον Ελευθερίας ένας όγκος νερού μαύρος ύψους δύο μέτρων και να ορμά μέσα στην πόλιν.
Εφοβήθηκα και εμπήκα μέσα και έως να φθάσω την σκάλαν το νερόν έσπασε την πόρταν και κατέκλυσε το σπίτι ολόκληρον εις ύψος ενός μέτρου. Ανέβηκα στο ανώγειον που ήτο ή αδελφή μου και ο αδελφός μου. Από το δώμα του σπιτιού εκύτταξα κάτω και βλέπω τα νερά των τριών δρόμων να συναντώνται εις την διασταύρωσιν να στριφογυρίζουν και να παλαίουν ούτως ειπείν μεταξύ των. Άνευ υπερβολής ήσαν εις ύψος ενός πήχεος.
Ήτο ένα θέαμα μεγαλοπρεπές αλλά και ένας όγκος επικίνδυνος δια τους περιοίκους, δια τούτο απεφασίσαμεν να εγκαταλείψωμεν το σπίτι μας. Από δώμα σε δώμα εφθάσαμεν εις την καμαρόπορτα των περβολιών του μακ. Μαυροσκούφη και απ’ εκεί κατεβήκαμεν κάτω εις την δεξαμενήν.
Τότε μας εφώναξεν από την ταράτσαν η κ. Μαυροσκούφη να ανεβούμεν εις το σπίτι της που το μισό ήτο κτισμένον από πέτραν. Μέσα από το νερόν επεράσαμεν, που μας έχωνε κάτω από την μέσην, αλλά όταν εμπήκαμεν και επεράσαμεν τον ηλιακόν δια να ανεβούμεν την σκάλαν, μας έχωσε πάνω από την μέσην. Από το σπίτι του Μαυροσκούφη είδαμεν να χαλούν όλα τα αντικρυνά σπίτια, εις το μέρος όπου είνε σήμερον η οικία της κ. Μιχ. Πηλαβάκη (τότε ήσαν σταύλοι ανήκοντες εις τον κ. Μαυροσκούφην).
Ενθυμούμαι ότι οι σταύλοι αυτοί, το σπίτι του μακ. Σίττα και όλα μέχρι της διασταυρώσεως των δρόμων Σπάρτης και Ελλάδος έπεσαν μέχρι θεμελίων. Έτσι σαν έβλεπα κάτω έπεσεν ένα κομμάτιν ύψος από την σάλαν, οπότε τους είπα ότι πρέπει να φύγωμεν απ’ εδώ και συγκεντρωθούμεν στην ταράτσαν. Πράγματι απεσύρθημεν όλοι εκεί αλλά εγώ πάντοτε σκεπτικός ήθελα να φύγωμεν απ’ εκεί. Ο αδελφός μου, η αδελφή μου και εγώ κατεβήκαμεν την σκάλαν και χωσμένοι έως το στήθος εις το νερόν επροχωρούσαμεν προς τον περίβολο ν της Καθολικής, εις την ταράτσαν της όποιας υπήρχε πλήθος κόσμου. Σαν προχωρήσαμε 15 βήματα το τρίπατο του Μαυροσκούφη κατέπεσεν, ευτυχώς όμως δεν παρέσυρε και την πτέρυγα που ήτον η ταράτσα η φιλοξενούσα την οικογένειαν Μαυροσκούφη.
Εφθάσαμεν εις τον περίβολον της Εκκλησίας, πριν φθάσωμεν ημείς ήρχισε βροχή και χάλαζα και μόλις κατωρθώσαμεν με πολλά βάσανα να βγούμε ζωντανοί από το νερόν που μας έχωνε έως στο στήθος. Εκεί το νερόν είχε γεμίσει τον περίβολον και την Εκκλησίαν. Εις μιαν γωνιάν της Εκκλησίας ήτο λιποθυμισμένος ο υπαστυνόμος Καφιέρος από το κρύο νερό που ευρίσκετο βοηθών τον κόσμον. Ο Παπά Ηλίας τον έτριβε με σπίρτο και έτσι συνήλθε. Επάνω στην ταράτσαν ο κόσμος διηγείτο τα βάσανα του, τας καταρρεύσεις των σπιτιών κλπ.
Εις τας 3 μ.μ. εσταμάτησε το ρεύμα του νερού και ο καθένας έτρεχε στα σπίτια του. Άλλα δεν θα ξεχάσω το θέαμα. Όσα σπίτια συνώρευαν με το σπίτι του Μαυροσκούφη έπεσαν όλα, και εις μιαν περιοχήν εκεί υπήρχεν ένας λόφος πλέον 4 μέτρων, αποτελούμενος από πλιθάρια, πόρτες, τράβες, έπιπλα κτλ.
Τότε εργάται του Δημαρχείου και ζαπτιέδες έως το βράδυ ειργάσθησαν και ήνοιξαν τον δρόμον και το νερόν που είχε σταματήση ήρχισε να τρέχει εις την θάλασσαν.
Θύματα εκ πνιγμού υπήρξαν πολλά εις την Τουρκικήν συνοικίαν. Από τους δικούς μας ενθυμούμε ένα παιδί που ευρίσκετο εις ένα μαγαζί που έμενεν ο Πελλο Σιουκρής και ο Λαυρέντιος του Αγ. Νικολάου, οι οποίοι ευρέθησαν πνιγμένοι.»
Φωτο: Γκραβούρες από τις πλημμύρες στη Λεμεσού το 1880Του Τίτου Κολώτα από την ιστοσελίδα: limassolinhistory.blogspotΠΗΓΗ: ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ- ΠΑΛΑΙΜΑΧΟΥ ΠΑΛΑΙΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ, Μικρές Ιστορίες…