Ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια Νευρολογίας Σουβάρνα Αλαντί του Ινστιτούτου Ιατρικών Επιστημών «Νιζάμ» στην Ινδία και τον Τόμας Μπακ του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, μελέτησαν τις περιπτώσεις 608 ασθενών που είχαν υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο και περισσότεροι εξ αυτών μιλούσαν δύο ή περισσότερες γλώσσες.
Όπως διαπιστώθηκε, δύο χρόνια μετά από το εγκεφαλικό επεισόδιο, διπλάσιο ποσοστό των δίγλωσσων ή πολύγλωσσων ασθενών (πάνω από 40%) είχε ανακτήσει τη φυσιολογική νοητική κατάσταση σε σχέση με όσους μιλούσαν μόνο μια γλώσσα (σχεδόν 20%).
Τα νοητικά-γνωσιακά τεστ μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο έδειξαν ότι γενικότερα οι πολύγλωσσοι είχαν καλύτερες επιδόσεις, ενώ ήταν επίσης λιγότερο πιθανό να εμφανίσουν άνοια.
Ο βιολογικός μηχανισμός που εξηγεί την προστατευτική επίδραση της δεύτερης ή τρίτης γλώσσας αποδίδεται στο λεγόμενο «γνωσιακό απόθεμα», το πολυδαίδαλο δίκτυο νευρωνικών συνδέσεων που «χτίζει» σε μεγαλύτερο βαθμό οεγκέφαλος των δίγλωσσων ή πολύγλωσσων, έτσι ώστε αν καταστραφούν μερικές από αυτές λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου, υπάρχουν ακόμη αρκετές «εφεδρείες» για να συνεχιστεί απρόσκοπτα η νοητική λειτουργία. Η εγκεφαλική αυτή «εφεδρεία» μπορεί να δημιουργηθεί με διάφορους τρόπους και ένας από αυτούς είναι η παράλληλη χρήση άλλων γλωσσών.
Μετά από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο έχει διαπιστωθεί ότι, σχεδόν ένας στους πέντε ασθενείς πεθαίνει και πολλοί περισσότεροι ζουν με αναπηρίες, όπως παράλυση άκρων, δυσκολία ομιλίας, άνοια, κατάθλιψη κ.α., ανάλογα με το ποιά περιοχή του εγκεφάλου έχει πληγεί.
Σε κάθε περίπτωση, παραμένει ερωτηματικό σε ποιο βαθμό τα ευρήματα της μελέτης έχουν καθολική ισχύ καθώς το Χαϊντεραμπάντ στη νότια Ινδία, όπου διεξήχθη η έρευνα, είναι μια ιδιαίτερα πολυπολιτισμική πόλη, όπου ομιλούνται πολλές γλώσσες.
«Το νοητικό όφελος ίσως να μην είναι τόσο μεγάλο σε μέρη όπου η ανάγκη της χρήσης δύο ή περισσοτέρων γλωσσών δεν είναι τόσο έντονη, γι’ αυτό το ζήτημα πρέπει να μελετηθεί ευρύτερα», σημειώνει η Δρ Αλλαντί.
ΠΗΓΗ: health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ…