Ερευνητές του Κέντρου Νευροψυχοφαρμακολογίας του Ιατρικού Τμήματος του Κολεγίου Imperial του Λονδίνου, με επικεφαλής τους Δρ Ντέηβιντ Νατ και Ρόμπιν Κάχαρτ-Χάρις, χορήγησαν διαδοχικά σε ελεγχόμενες εργαστηριακές συνθήκες σε 20 υγιείς εθελοντές 75 mg LSD σε μορφή δισκίου και εικονικό χάπι (placebo). Οι εγκέφαλοι των χρηστών μελετήθηκαν με διάφορες τεχνικές, όπως λειτουργική μαγνητική απεικόνιση (fMRI) και μαγνητοεγκεφαλογράφημα (MEG).
Όπως διαπιστώθηκε, ενώ υπό κανονικές συνθήκες λειτουργίας οεγκέφαλος των ενηλίκων λειτουργούσε με ανεξάρτητα δίκτυα που εκτελούσαν επιμέρους λειτουργίες (όραση, κίνηση, ακοή κ.α.), υπό την επίδραση του LSD ο διαχωρισμός αυτών των δικτύων και των αντίστοιχων λειτουργιών κατέρρεε. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργείται ένα πιο ενιαίο εγκεφαλικό σύστημα και ο άνθρωπος να βιώνει -μέσω παραισθήσεων- μια πιο ολιστική εμπειρία της πραγματικότητας.
«Με πολλούς τρόπους, ο εγκέφαλος με το LSD προσομοιάζει με τον εγκέφαλό μας όταν ήμασταν νήπιο, δηλαδή ελεύθερος και χωρίς περιορισμούς, πράγμα που εξηγεί την υπερσυναισθηματική και ευφάνταστη φύση του νηπιακού νου», εξηγεί ο Δρ Κάχαρτ-Χάρις.
Έτσι, για παράδειγμα, λόγω του LSD, πολλές άλλες περιοχές πλήν του οπτικού φλοιού συμμετείχαν πλέον στην επεξεργασία των οπτικών ερεθισμάτων από τον εγκέφαλο – με αποτέλεσμα τις πολύπλοκες οπτικές παραισθήσεις που βιώνε ο χρήστης.
To διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος ή LSD παρασκευάστηκε για πρώτη φορά το1938 από τον Ελβετό χημικό Άλμπερτ Χόφμαν, στα εργαστήρια της φαρμακευτικής εταιρείας Sandoz, στη Βασιλεία, στα πλαίσια ενός γενικού ερευνητικού προγράμματος για τη μελέτη της ιατρικής χρήσης θεραπευτικών βοτάνων. Η παραισθησιογόνος δράση του διαπιστώθηκε πέντε χρόνια αργότερα, το 1943.
Στη συνέχεια, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, το LSD αποτέλεσε αντικείμενο εκτεταμένης επιστημονικής έρευνας, ειδικά στον τομέα των ψυχικών διαταραχών. Όμως, η εν συνεχεία κατάχρησή του ως ναρκωτικής ουσίας από τους νέους, οδήγησε στην απαγόρευσή του με διεθνή συμφωνία στη δεκαετία του ’60.
Ένα βασικό χαρακτηριστικό του LSD καθώς και άλλων ψυχεδελικών ουσιών είναι ότι ο χρήστης χάνει την γνώριμη αίσθηση του εγώ και του εαυτού του, ενώ συχνά έχει μια εμπειρία θρησκευτικού ή πνευματικού περιεχομένου.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι οι έρευνες για το LSD και άλλες ουσίες (όπως η ψιλοσυμβίνη, βασικό συστατικό των «μαγικών μανιταριών») θα μπορούσαν, πέρα από την φαρμακευτική αξιοποίησή τους, να ρίξουν φως και στην λειτουργία της ανθρώπινης συνείδησης.
Στο πλαίσιο αυτό ο Δρ Νατ, εδώ και χρόνια υπέρμαχος της χρήσης των ψυχοδηλωτικών ουσιών στην Ψυχιατρική, εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι η νέα μελέτη θα εμπνεύσει και άλλους να ακολουθήσουν.
«Για την ανθρώπινη νευροεπιστήμη, αυτή η μελέτη είναι το αντίστοιχο του μποζονίου του Χιγκς στη σωματιδιακή φυσική», σημείωσε.
Να σημειωθεί πάντως ότι ο Δρ Νατ, πρώην πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής της βρετανικής κυβέρνησης για τα φάρμακα, είχε προκαλέσει σκάνδαλο και είχε αναγκαστεί να παραιτηθεί το 2009, όταν είχε δηλώσει ανοιχτά ότι ουσίες, όπως το LSD και τα χάπια ecstasy είναι λιγότερο επικίνδυνες από το αλκοόλ και τον καπνό.
Σε κάθε περίπτωση η νέα μελέτη αναμένεται να αναζωπυρώσει τον διάλογο στην επιστημονική κοινότητα κατά πόσο πρέπει να ξαναμπει στο τραπέζι η προοπτική αξιοποίησης ουσιών, όπως το LSD για ιατρικά πειράματα, αλλά ακόμη και για θεραπευτικούς σκοπούς, ιδίως στην ψυχιατρική. Μια μειονότητα επιστημόνων επιμένουν ότι αυτό πρέπει να γίνει επειγόντως, αλλά η πλειονότητα των επιστημόνων εμφανίζεται αδιάφορη, διστακτική ή αρνητική μέχρι στιγμής.
ΠΗΓΗ: health.in.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ…