Τον δρόμο για πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση του καρκίνου ανοίγει μία νέα γενετική εξέταση, η οποία όχι μόνο βρίσκει ποια θεραπεία ταιριάζει καλύτερα σε κάθε ασθενή, αλλά και πως αντιδρά ο καρκινικός όγκος σε αυτήν.
Η εξέταση γίνεται για πρώτη φορά πριν από την έναρξη της αντινεοπλασματικής αγωγής, ούτως ώστε να αποτυπωθεί το γενετικό προφίλ του όγκου και να μπορέσουν οι γιατροί να διαλέξουν τα κατάλληλα φάρμακα.
Στη συνέχεια επαναλαμβάνεται μία φορά το μήνα, επί όσο καιρό διαρκεί η θεραπεία, για να παρακολουθούν οι γιατροί τη συμπεριφορά του DNA του όγκου και να αλλάξουν αμέσως την αγωγή, εάν εντοπίσουν σημάδια μη-ανταπόκρισης ή αντοχής στα φάρμακα.
Οι επιστήμονες από το Ινστιτούτο Έρευνας του Καρκίνου (ICR) στο Λονδίνο που την επινόησαν, πιστεύουν πως αν επιβεβαιωθούν τα έως τώρα ευρήματά τους, η εξέταση θα μπορούσε να διατίθεται ευρέως στους ασθενείς μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Όπως εξηγούν οι επιστήμονες του ICRστην επιθεώρηση «Clinical Cancer Research», στην οποία δημοσιεύουν τα αποτελέσματα από την πρώτη δοκιμή της εξέτασης, πήραν δείγματα αίματος από 39 ασθενείς με διάφορες, τελικού σταδίου μορφές καρκίνου, και τα ανέλυσαν για να δουν αν έφεραν θραύσματα καρκινικού DNA.
Τα θραύσματα αυτά, που επιστημονικά αποκαλούνται ελεύθερο DNA (cfDNA), συχνά απελευθερώνονται στο αίμα από τα καρκινικά κύτταρα που πεθαίνουν – και όσο πιο προχωρημένος είναι ο καρκίνος, τόσο πιθανότερο είναι να συμβεί αυτό.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι σε 23 από τους 39 ασθενείς υπήρχαν θραύσματα ελεύθερου καρκινικού DNA, τα οποία έφεραν από 1 έως 5 γνωστές γενετικές μεταλλαγές.
Για τους 13 από τους ασθενείς, οι γενετικές μεταλλαγές που εντοπίσθηκαν μπορούν να αντιμετωπισθούν με ήδη υπάρχοντα στοχευμένα φάρμακα, τα οποία και τους χορηγήθηκαν.
Οι ερευνητές συνέχισαν τις αιμοληψίες ανά μήνα σε όλους τους ασθενείς, και σε τέσσερις από αυτούς εμφανίσθηκαν κάποια στιγμή θραύσματα καρκινικού DNA, γεγονός που αποδεικνύει ότι η εξέταση «έπιασε» τις αλλαγές που υπέστη ο καρκίνος τους.
«Οι όγκοι και οι γενετικές μεταλλαγές που τους άγουν είναι μοναδικοί και αλλάζουν διαρκώς. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να παρακολουθούμε αυτές τις αλλαγές για να δίνουμε στους ασθενείς μας την καλύτερη δυνατή θεραπεία», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής δρ Γιόχαν ντε Μπόνο, καθηγητής Πειραματικής Ογκολογίας και επικεφαλής του Τομέος Κλινικών Μελετών στο ICR.
«Ασφαλώς χρειαζόμαστε περισσότερες έρευνες ακόμα, αλλά η μέθοδος αυτή μπορεί να έχει τεράστιο αντίκτυπο στη λήψη αποφάσεων για τη θεραπεία, αλλά και στο να καταστήσουμε ταχύτερη, φθηνότερη και λιγότερο επεμβατική τη διάγνωση».
Είναι η πρώτη φορά που μία εξέταση αίματος χρησιμοποιείται κατ’ αυτόν τον τρόπο σε κλινική μελέτη με στοχευμένα φάρμακα, «γεγονός που αποδεικνύει ότι η τεχνική μπορεί να παρακολουθεί με απλό και εύκολο τρόπο την έκβαση του καρκίνου», σχολίασε από την πλευρά του εκπρόσωπος του οργανισμού Cancer Research UK που χρηματοδοτεί την όλη έρευνα.
Ο δρ ντε Μπόνο και οι συνεργάτες του έχουν ήδη αρχίσει μία δεύτερη, πολύ μεγαλύτερη μελέτη σε 1.200 ασθενείς, η οποία αναμένεται να διαρκέσει 3 χρόνια.
Εάν αποδειχθεί επιτυχής, είναι πιθανό να αποτελέσει τη βάση για την έγκριση και ευρεία διάθεση της εξέτασης, εκτιμούν οι ερευνητές.
PHGH: nea.gr…