Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Όσλο, με επικεφαλής τον Δρ Κτζετιλ Τασκεν, μελέτησαν στοιχεία που αφορούσαν περισσότερους από 23.000 ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου, που είχαν διαγνωστεί την περίοδο 2004-2011. Πάνω από το ένα τέταρτο αυτών έπαιρναν χαμηλής δοσολογίας ασπιρίνη για περισσότερους από έξι μήνες μετά τη διάγνωση. Και οι περισσότεροι έπαιρναν ασπιρίνη και πριν τη διάγνωση του καρκίνου.
Η χαμηλή δόση ασπιρίνης στη Νορβηγία αναλογεί σε 75 ή 160 mg την ημέρα, και συνήθως χορηγείται για τη μείωση του κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι το 66% των χρηστών ασπιρίνη ήταν εν ζωή περίπου τρία χρόνια μετά τη διάγνωση, συγκριτικά με το 58% των μη χρηστών. Επίσης είχαν 15% μικρότερο κίνδυνο θανάτου τα επόμενα επτά χρόνια.
Προσπαθώντας να συνεκτιμήσουν τη συμβολή και άλλων παραγόντων σ’ αυτό, όπως η ηλικία, η σοβαρότητα του καρκίνου και αν οι ασθενείς έπαιρναν και άλλα φάρμακα για την προστασία της καρδιάς, εν τέλει το όφελος επιβίωσης για τους χρήστες της ασπιρίνης εξακολουθούσε να ισχύει.
Και όταν αξιολόγησαν περαιτέρω τα ευρήματα, διαπίστωσαν ότι το όφελος ήταν ισχυρότερο για εκείνους που έπαιρναν ασπιρίνη πριν τη διάγνωση του καρκίνου. Είχαν 23% μικρότερο κίνδυνο θανάτου από καρκίνου παχέος εντέρου και 14% από οποιαδήποτε άλλη αιτία.
Σε μια απόπειρα αιτιολόγησης του αποτελέσματος, οι ειδικοί εικάζουν ότι είναι βιολογικά εφικτό η ασπιρίνη να βοηθά στην θεραπεία του καρκίνου του παχέος εντέρου, βάσει εργαστηριακών πειραμάτων που έχουν γίνει, καθώς αναστέλλει τα αιμοπετάλια, τα οποία έχουν σχετιστεί με την ανάπτυξη και εξάπλωση των καρκινικών όγκων.
Ωστόσο, ο Δρ Τασκεν σπεύδει να σημειώσει ότι δεν είναι ξεκάθαρο ακόμα αν τα άτομα που νοσούν ήδη από καρκίνο του παχέος εντέρου μπορούν να επωφεληθούν από την προσθήκη ασπιρίνης στην αντικαρκινική αγωγή τους.
Αυτό θα ξεκαθαριστεί με νέες μελέτες που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και μέχρι να εξαχθεί οριστικό συμπέρασμα, οι ασθενείς δεν θα πρέπει να παίρνουν ασπιρίνη χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του θεράποντα ιατρού τους.
Μαίρη Μπιμπή…