Η διατήρηση και συντήρηση της ιστορίας, των γεγονότων, των διαφόρων υλικών, κτιρίων και μέσων ενός τόπου επιβάλλεται διότι είναι αυτά όλα που καθορίζουν τα στοιχεία του πολιτισμού του.
Τα διάφορα μνημεία, χώροι καλλιέργειας και προώθησης του πολιτισμού, χώροι λατρείας, χώροι γενικών δραστηριοτήτων των ανθρώπων διαφόρων εποχών κ.λ.π πρέπει να διαφυλάττονται και να συντηρούνται.
Οι άνθρωποι σε μια πόλη μπορεί να είναι διαφορετικής θρησκείας, χρώματος, βασικής εθνότητας, κοινωνικής τάξης, μόρφωσης κ.λ.π. δεν παύουν όμως να είναι πολίτες αυτής της πόλης που συμμετέχουν σε αρκετό μέρος των δραστηριοτήτων της, καταγραφόμενοι θελημένα ή άθελα τους στην ιστορία της.
ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟΥΠριν από ένα χρόνο περίπου το Υπουργείο Εσωτερικών, μετά από εισήγηση του Δημάρχου Λεμεσού κ. Ανδρέα Χρίστου, ανέλαβε την αναδόμηση του μικρού τουρκοκυπριακού κοιμητηρίου που έγινε τότε ειδικά για την ταφή των θυμάτων της μεγάλης πλημμύρας του έτους 1894.
Το κοιμητήριο αυτό μέχρι το 1974 διατηρείτο, πολύ μερικά βέβαια, σε κακή κατάσταση. Με την φυγή των τουρκοκυπρίων προς τα κατεχόμενα εδάφη μας, σιγά-σιγά άρχισε να καταστρέφεται εντελώς, χρησιμοποιούμενο για άλλες χρήσεις, όπως αποθηκευτικός χώρος, χώρος στάθμευσης κ.λ.π.
Βέβαια δεν ήταν πρόθεση των ελληνοκυπρίων προσφύγων που κατοίκησαν στην περιοχή αυτή ν’ ακολουθήσουν την καταστροφική μανία των τούρκων που συνέβηκε στα κατεχόμενα εδάφη μας, όπου δεν άφησαν πέτρα πάνω σε πέτρα στα κοιμητήρια μας.
Απλά η φθορά του χρόνου, η εγκατάλειψη και η αδιαφορία άφησαν αυτό το μικρό μνημείο των θυμάτων της καταστροφικής μανίας της φύσης των πλημμύρων του 1894, να εξαφανιστεί σχεδόν πλήρως.
Έτσι ο Δήμαρχο Ανδρέας Χρίστου όντας ευαίσθητος πάνω στα διάφορα σημεία αναφοράς και τα κτίσματα που συνδέονται με την ιστορία της πόλης μας, φρόντισε να επαναδομηθεί αυτό το κοιμητήριο, χαρίζοντας σ’ αυτή τη περιοχή ένα μικρό κτίσμα με το ανάλογο πράσινο στο γύρο του χώρο. Βέβαια μέσα στο περιτoiχισμα δεν υπάρχουν οποιοιδήποτε τάφοι αφού εξαφανίστηκαν, απλά ευρίσκεται ένας καθαρός χώρος μ’ ένα μικρό δωματιάκι και κάποια δένδρα.
Το τουρκοκυπριακό αυτό κοιμητήριο ευρίσκεται στις όχθες του Γαρύλλη ποταμού στη νοτιοανατολική πλευρά της γέφυρας των Τεσσάρων Φαναριών, στην οδό Μπαγιαζίτ. Η οδός Μπαγιαζίτ είναι η έξοδος από το μικρό κυκλοφοριακό κόμβο (υπερανυψωμένος δρόμος), ερχόμενοι από το κέντρο της πόλης δια μέσου της οδού Ναυαρίνου προς τα δυτικά (Τέσσερα Φανάρια). Είναι ο δρόμος που ευρίσκεται μεταξύ της οδού Ελευθερίας και της οδού Ναυαρίνου.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΗΜΜΥΡΑ ΤΟΥ 1894Η Λεμεσός μετά την αλλαγή από την Οθωμανική στην Αγγλική κατοχή της πατρίδας μας γνώρισε τρις καταστροφικές πλήμμυρες. Η πρώτη έγινε την 16ην Οκτωβρίου και η δεύτερη την 12 Δεκεμβρίου του 1880 στις οποίες, ευτυχώς, είχαμε πολύ λίγα θύματα αλλά αρκετές καταρρεύσεις οικιών κυρίως στην τουρκοκυπριακή συνοικία επειδή οι περισσότερες ήσαν πληνθόκτιστες.
Αναφέρεται ότι σ’ αυτές τις πλήμμυρες πνίγηκαν δύο ελληνοκύπριοι και μερικοί τουρκοκύπριοι. Βέβαια και παλαιότερα σημειώθηκαν πλήμμυρες επί τουρκοκρατίας, όπως το 1864 όπου δεν αναφέρονται πουθενά εάν υπήρξαν θύματα ή ζημιές.
Η τρίτη και σοβαρότερη πλήμμυρα έγινε τον Οκτώβριο του 1894. Η βροχή άρχισε να πέφτει πολύ έντονα από πολύ πρωί και με την ένταση αυτή συνέχισε μέχρι τις 9 το πρωί. Κατόπιν σταματώντας και αρχίζοντας έφθασε μέχρι το απόγευμα. Το ύψος του ποταμού Γαρύλλη έφθασε τα 5 μέτρα περίπου όπου άρχισε να υπερχειλίζει ανατολικά και δυτικά των πλευρών του.
Μ’ αυτήν την υπερχείλιση οι γύρω περιοχές καλύφθηκαν από μεγάλες ποσότητες νερού. Στα ανατολικά του ποταμού γέμισαν οι περιοχές της οδού Ελευθερίας και Ελλάδος, αφού πέραν από το Γαρύλλη κατέβαζε νερό και ο Βαθειάς προς τη Τζαμούδα και την οδό Ελευθερίας. Τα νερά έφθαναν στις περιοχές αυτές μέχρι τα 2 μέτρα. Στα δυτικά του ποταμού Γαρύλλη όπου ευρίσκετο η κυρίως τουρκοκυπριακή συνοικία, τα πράγματα ήσαν πιο δύσκολα.
Μεγάλες ποσότητες νερού από το Γαρύλλη ποταμό κι’ από άλλες δυτικές περιοχές κατέκλυσαν κυριολεκτικά αυτή τη συνοικία. Αρκετά σπίτια καλύφθηκαν από τα νερά και οι ένοικοι τους, όσοι μπορούσαν, ανέβαιναν στα δένδρα ή στις στέγες των σπιτιών με πιο ισχυρή κατασκευή. Αρκετά σπίτια κατέρρευσαν επειδή ήσαν κατασκευασμένα από πλυνθάρια (χώμα και άχυρο), που δεν άντεχαν στο φούσκωμα στο νερό.
Μεταξύ των κτισμάτων που έπαθαν σοβαρές ζημιές ήταν και η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, όπως επίσης και το τζαμί που ευρίσκετο στην Τζαμούδα (οδός Ελλάδος, Ναυαρίνου, Γλάδστωνος), του οποίου η κυρίως αίθουσα γκρεμίστηκε εξ’ ολοκλήρου και ο μιναρές υπέστη κλίση. Στην τουρκοκυπριακή συνοικία πέραν των υλικών καταστροφών υπήρξαν και ανθρώπινα θύματα, από πνιγμούς κυρίως.
Εκτός των τραυματισμών οι νεκροί δυστυχώς έφθασαν τους είκοσι περίπου. Οι άστεγοι και καταταλαιπωρημένοι ήσαν πολλοί, ειδικά στην τουρκοκυπριακή συνοικία. Οι νεκροί είχαν καλυφθεί από τις λάσπες και μεταφέροντο στα λουτρά του Χατζή Χασάν Αγά στα νότια του Γαρύλλη για καθαρισμό και στην συνέχεια στη ταφή, σύμφωνα με τη μουσουλμανική θρησκεία.
Η ταφή των θυμάτων της πλήμμυρας έγινε στο σημείο αυτό που προαναφέραμε, δίπλα στο ποταμό Γαρύλλη του οποίου δόθηκε το όνομα Σεϋλαπ Σιεχιτλιή- Κοιμητήριο θυμάτων του χειμάρρου ( της πλήμμυρας).
Η αποικιακή κυβέρνηση ανακοίνωσε δημόσιο έρανο για τις οικογένειες των θυμάτων. Μεταξύ των συνδραμόντων στην έκκληση ήταν και η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, όπου έκανε την μεγαλύτερη εισφορά. Αρχιεπίσκοπος τότε ήταν ο πολύ μορφωμένος και φωτισμένος ιεράρχης Σωφρόνιος Φοινιεύς, (καταγόταν από το Φοινί).
Εκ φύσεως ήταν πολύ ευαίσθητος και μετριοπαθής. Ανεκηρύχθηκε Αρχιεπίσκοπος το 1865 και απέθανε στις 9 Μαίου του 1900. Ήταν ο τελευταίος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου που υπηρέτησε επί τουρκοκρατίας και επί αγγλοκρατίας. Μέρος των χρημάτων της εισφοράς της Αρχιεπισκοπής Κύπρου διατέθηκε για την ανέγερση του κοιμητηρίου που αναδομήθηκε τώρα.
Αδάμος Κόμπος…