Αρχική Οικονομολόγος Κάθε ευρώ μείωση σε μισθούς ή συντάξεις, μειώνει την αγοραστική δύναμη και...

Κάθε ευρώ μείωση σε μισθούς ή συντάξεις, μειώνει την αγοραστική δύναμη και επιφέρει μεγαλύτερη ύφεση στην οικονομία

Η κάθε μείωση του κάθε μισθού έστω και κατά ένα ευρώ, είτε ο μισθός είναι του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα, το κάθε ευρώ μείωση στις συντάξεις, οι αυξήσεις στις φορολογίς, όλα αυτά οδηγούν σε αποδυνάμωση της αγοραστικής δύναμης των πολιτών με αποτέλεσμα την μεγαλύτερη ύφεση στην οικονομία.

Γι΄αυτό και τα μνημόνια της τρόικας όπου αυτά έχουν εφαρμοστεί, ζημιώνουν και δεν βοηθούν τις οικονομίες. Γιατί τα μνημόνια που φέρνουν μειώσεις στα εισοδήματα των πολιτών μικραίνουν την κάθε οικονομία με αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας, της φτώχειας και εν κατακλείδι την εξαθλίωση των λαών.

Διαβάστε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση για το θέμα της αγοραστικής δύναμης από τον Νίκο Σγουρινάκη: 

Η παγκοσμιοποιημένη οικονομική συμπεριφορά του συνόλου των κρατών του πλανήτη και η αποστασιοποίηση του Δημοσίου από την ανάληψη επιχειρηματικής δραστηριότητας, με την μεταφορά ακόμη και κοινωνικών υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα, υπό την μορφή κερδοσκοπικών επιχειρήσεων, έχουν αναδείξει τον καταναλωτήσε δεσπόζουσα, ισχυρή και καθοριστική οικονομική δύναμη. Ο καταναλωτής κάθε μέρα στην αγορά, με τις επιλογές του.

Είναι σαφές, ότι αυτό προϋποθέτει την ομαλή λειτουργία της οικονομίας, με τους απαιτούμενους ρυθμούς ανάπτυξης και συνεπώς, την δημιουργία εισοδημάτων. Η δύναμη των καταναλωτών, δεν βρίσκεται μόνο στην επιθυμία τους να αγοράσουν και να καταναλώσουν, αλλά στο διαθέσιμο πραγματικό τους εισόδημα, το μέγεθος του οποίου θα τους επιτρέψει να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους.

Περαιτέρω, το διαθέσιμο εισόδημα είναι αυτό που προκύπτει μετά την αφαίρεση των άμεσων φόρων. Οι άμεσοι φόροι είναι αυτοί που αναλογούν στα αποκτηθέντα, ανά πηγή, εισοδήματα, κατά την διάρκεια ενός έτους και επιβάλλονται με την εκκαθάριση των φορολογικών δηλώσεων, στο αμέσως επόμενο έτος (οικονομικό έτος). Συνεπώς, ο πολίτης – καταναλωτής το καθαρό εισόδημα που του απομένει μετά την εξόφληση των άμεσων φόρων.

Ναι, αλλά το κράτος, δεν σταματά εκεί.

Θέλει μερίδιο και από το υπόλοιπο ποσό των εισοδημάτων του φορολογούμενου πολίτη, μετά την εξόφληση αυτών των φόρων. τσι, επιβάλλεται η έμμεση φορολογία (ειδικοί φόροι κατανάλωσης, ΦΠΑ κ.λπ.), στο ποσό των εισοδημάτων που διατίθεται από τον καταναλωτή για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών, αφαιρώντας του επί πλέον εισόδημα.

Ωστόσο, η επιβολή έμμεσης φορολογίας, συνιστά βασική δημοσιονομική παράμετρο και σαφώς, βρίσκεται μέσα πλαίσιο του σχεδιασμού των εσόδων του κράτους.

Ουδείς ισχυρίζεται το αντίθετο.

Εξάλλου, η (ενίοτε, υπέρμετρη) επιβολή έμμεσης φορολογίας σε ορισμένες κατηγορίες αγαθών, ενδεχομένως να είναι και αναγκαία, για την αποτροπή υπερκατανάλωσης, με αρνητικές συνέπειες για την κοινωνία κ.λπ. Η σχέση όμως, που πρέπει να υπάρχει μεταξύ άμεσων και έμμεσων φόρων, είναι δείκτης δίκαιης κατανομής του φορολογικού βάρους, σε μία οικονομία.

Η (αυξημένη) προοδευτική φορολόγηση των μεγάλων εισοδημάτων, δεν δημιουργεί πρόβλημα στους κατόχους τους, από την άποψη ότι θα απομείνει σημαντικό μέρος αυτών των εισοδημάτων για κατανάλωση. Η αύξηση, όμως των συντελεστών του ΦΠΑ, τοποθετεί όλους τους φορολογούμενους, μεγάλων, μεσαίων ή χαμηλών εισοδημάτων, μπροστά στις ίδιες τιμές αναγκαίων καταναλωτικών αγαθών.

Διαφορετική είναι η εισοδηματική ελαστικότητα της ζήτησης, πχ ενός λίτρου γάλακτος από τον διαθέτοντα μεγάλο εισόδημα, σε σύγκριση με τον πολίτη – καταναλωτή που κατατάσσεται στην κατηγορία του χαμηλού εισοδήματος.

Η μετάταξη του αγαθού αυτού σε υψηλότερο συντελεστή έμμεσης φορολόγησης (ΦΠΑ), θα έχει ως συνέπεια την μείωση των ζητούμενων για κατανάλωση ποσοτήτων, στις ομάδες των καταναλωτών που αποκτούν χαμηλά εισοδήματα.

Αυτό σημαίνει της, εξ ορισμού υπάρχουσας, αγοραστικής δύναμης του καταναλωτή. Αν δε, επεκτείνουμε το παράδειγμά μας και σε άλλα αναγκαία, για την αξιοπρεπή διαβίωση του πολίτη, αγαθά και υπηρεσίες (είδη διατροφής, φάρμακα, περίθαλψη, εκπαίδευση κ.λπ.), καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η δύναμη αυτή, για αρκετές κατηγορίες καταναλωτών, θα φθάσει στο όριο του μηδενισμού.

Σκόπιμο είναι να επισημάνουμε και τις φορολογίες που παρουσιάζονται με διάφορες μορφές (πχ η περαίωση, ασχέτως αν έχει προαιρετικό χαρακτήρα) και οι οποίες αφαιρούν επί πλέον εισοδήματα, που εν δυνάμει, θα κατευθύνονταν στην αγορά.

Επιπρόσθετα, η αύξηση της έμμεσης φορολογίας (και η συνακόλουθη επιδείνωση της σχέσης άμεσων / έμμεσων φόρων), έχει και άλλο ένα μειονέκτημα. Σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρείται το φαινόμενο, το κράτος να μην εισπράττει τελικά την σχεδιασμένη αύξηση των (έμμεσων) φόρων, αφού με την άνοδο των τελικών τιμών (αγαθών και υπηρεσιών), μειώνεται και η κατανάλωση, άρα και το προγραμματισμένο να εισπραχθεί ποσό φόρων.

Στη δημοσιονομική πολιτική, η εφαρμογή της αρχής: μείωση των ελλειμμάτων, με αύξηση των , είναι αυτοσκοπός, που συνήθως οδηγεί στην αποτυχία. Το άλλο σκέλος είναι οι δαπάνες, με πολλές διαστάσεις και παραμέτρους, η ορθή διαχείριση των οποίων καταλήγει, σχεδόν πάντα σε θετικά αποτελέσματα.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η αποδυνάμωση της αγοραστικής δύναμης, εκτός από την αρνητική κοινωνική της διάσταση, θα επιφέρει και μεγαλύτερη ύφεση στην οικονομία.

Του Νίκου Σγουρινάκη από το epixeirisi.gr.

economoΛΟΓΟΣ…