«Η καθιερωμένη ετήσια απόδραση του μεγαλέμπορου Αντώνη Πηλαβάκη, από τις επιχειρηματικές του σκοτούρες, ήταν ο βράχος του Μονακό και το Μόντε Κάρλο. Εκεί απολάμβανε το κοσμοπολίτικο περιβάλλον, το οποίο προσέφερε απλόχερα το περίφημο καζίνο.
Εκτός από τις προκλήσεις της θεάς τύχης, στις οποίες ανταποκρινόταν, ο Πηλαβάκης κοίταζε με προσοχή τις περίτεχνες λεπτομέρειες του κτηρίου του καζίνου, εκλεκτικιστικού ρυθμού, προσπαθώντας να τις καταγράψει στην μνήμη του.
Μεγάλη του φιλοδοξία ήταν η ανέγερση μιας ιδιωτικής κατοικίας, δικής του, με επιδράσεις από την αρχιτεκτονική του καζίνου.
Ίσως κάπου ν’ αναρωτιόταν πώς θα χώραγε ένα τέτοιο μεγαλεπήβολο σχέδιο στο ταπεινό οικιστικό περιβάλλον της τότε μικρής Λεμεσού. Με την αποφασιστικότητα όμως, που διακρίνει κάθε οραματιστή, αυτά τα ερωτήματα τ’ αντιμετώπιζε σαν πρόκληση για δράση.
Η γνωριμία του, στα 1914, με Ελλαδίτη, ο οποίος εργαζόταν στο Παρίσι, στο γραφείο του αρχιτέκτονα Edouard Niermans, αποτέλεσε την αρχή. Σύντομα, τα σχέδια ενός επιβλητικού μεγάρου, με τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής Ναπολέοντος του Γ’ ολοκληρώθηκαν στο Παρισινό γραφείο.
Ακολούθησε η προσαρμογή των σχεδίων στις τοπικές κατασκευαστικές μεθόδους. Σ’ αυτό, πιθανή φαίνεται να ήταν η συμμετοχή του Κερκυραίου αρχιτέκτονα Ζαχαρία Βόνδα, με τον οποίο ο Αντώνης Πηλαβάκης συνδεόταν φιλικά. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί και μαρτυρία της ανιψιάς του Μέλπως Πηλαβάκη, η οποία συχνά έβλεπε τον Βόνδα να μελετά σχέδια με τον θείο της στο σαλόνι της παλαιάς κατοικίας του τελευταίου.
Στα 1919 άρχισαν οι οικοδομικές εργασίες ανεγέρσεως του μεγάρου. Οι καλύτεροι τεχνίτες στην πόλη ανέλαβαν τα σκαλίσματα της πέτρας, με τις μορφές ερωτιδέων και τις γιρλάντες στα πλαίσια των ανοιγμάτων. Οι μαστόροι τα ετοίμαζαν καθισμένοι κατά γης, τα κάλυπταν με γύψο, για ασφάλεια, και με ξύλινα αναβατόρια τα ανέβαζαν και τα τοποθετούσαν στις καθορισμένες θέσεις.
Αφού ολοκληρώθηκε η τοιχοποιία, με όλες τις πέτρινες διακοσμήσεις, κατασκευάστηκε η οροφή, που την αποτελούσαν μεταλλικές δοκοί, με τούβλα στα ενδιάμεσα. Κάποιες περικοπές έγιναν στην βόρεια πλευρά για λό¬γους οικονομίας, γι’ αυτό η όψη εκεί είναι πολύ πιο λιτή.
Όταν στα 1934 ολοκληρώθηκε το μέγαρο, ο θαυμασμός που προκάλεσε ήταν απερίγραπτος. Το χαρακτήριζαν πολλοί και σημαντικοί νεωτερισμοί. Οι πλούσια διακο¬σμημένες όψεις του ξεφεύγουν από τις καθιερωμένες αρχές της συμμετρικής διάταξης. Ετερογενείς όγκοι συνδέονται μεταξύ τους, με τρόπο μαγικό, συνθέτοντας ένα απόλυτα αρμονικό σύνολο.
Στο εσωτερικό την τεράστια γαλαρία του προθαλάμου διαπερνούν στις γωνίες τέσσερεις κορινθιακοί κίονες, των οποίων η επιδερμίδα δίνει την εντύπωση μαρμάρου, ψευδαίσθηση που οφείλεται σε παλαιά τεχνική, με κερί, έργο Ελλαδιτών τεχνιτών.Το δάπεδο ήταν επιστρωμένο με πολύχρωμα πλακίδια. Μέσα σε δύο εσοχές (αλκόβες) υπήρχαν ξύλινες βιτρί¬νες για την συλλογή αρχαίων ειδωλίων του ιδιοκτήτη.
Στα 1966 το μέγαρο πωλήθηκε. Η Ζήνα Κάνθερ κατέβαλε ένα μέρος της δαπάνης της αγοράς. Τελικά το ανέλαβε ο Δήμος και στέγασε εκεί την Δημοτική Βιβλιοθήκη της Λεμεσού, που μέχρι τότε λειτουργούσε στο Δημαρχείο. Οι επεμβάσεις, που έγιναν επέφεραν απαράδεκτες αλλοιώσεις στην αυθεντική του μορφή. Μαρμαρίνες αντικατέστησαν τα αυθεντικά δάπεδα στο εσωτερικό. Οι τέσσερεις κολώνες της γαλαρίας ασπρίστηκαν λες και βρίσκονταν σε νοσοκομείο. Μεσότοιχοι κατεδαφίστηκαν.
Στο εξωτερικό του οι επεμβάσεις ήσαν ακόμη μεγαλύτερες. Η καλυμμένη βεράντα της πρόσοψης συμπεριελήφθη στον χώρο του αναγνωστηρίου, και ξύλινα κουφώματα αντικαταστάθηκαν από άλλα, συρόμενα μεταλλικά.
Πλήρη κατεδάφιση υπέστη το εντυπωσιακό περιτοίχισμα, που με σαφήνεια οριοθετούσε και διαχώριζε τον χώρο γύρω από το μέγαρο. Μετά και από την ρυμοτόμηση του τετραγώνου, κατέστη αναπόφευκτη πια η οπτική ανισομέρεια και η κακαίσθητη αισθητική σύνδεση του κτηρίου με τους όγκους των γύρω πολυώροφων οικοδομών.
Σήμερα επίκειται η αναπαλαίωση του. Η αποκατάσταση της αρχικής μορφής πρέπει να είναι το ζητούμενο. Οψόμεθα.»
Από το βιβλίο του αρχιτέκτονα Τάσου Ανδρέου «Λεμεσός αναδρομή μνήμης» 2009Φωτογραφία από την ομάδα “ΛΕΜΕΣΟΥ ΜΝΗΜΕΣ”…