Αρχική Από το Παρελθόν «Τα τέσσερα φανάρια της Λεμεσού», στην αρχή ήταν το “The Four Lanterns...

«Τα τέσσερα φανάρια της Λεμεσού», στην αρχή ήταν το “The Four Lanterns Bridge”

image

Ένα άλλο πολύ γνωστό σημείο αναφοράς της πόλης μας είναι τα «Τέσσερα Φανάρια». Αυτός είναι ο χαρακτηρισμός ή το όνομα του γεφυριού που βρίσκεται πάνω στο χείμαρρο Γαρύλλι-Βαθκιά, και απ’ αυτό περνά η οδός Γιλντίς.

Είναι στην ανατολική πλευρά της κυρίως τουρκοκυπριακής συνοικίας. Στην ανατολική πλευρά της γέφυρας αυτής καταλήγει ο δρόμος που συνδέονται δια μέσου του η οδός Ελευθερίας, Ναβαρίνου κι’ άλλες, και σχηματίζεται σήμερα ένας μικρός κυκλοφοριακός κόμβος.

Παλαιότερα υπήρχαν σ’ αυτό το σημείο, φώτα ρύθμισης της τροχαίας, τα οποία καταργήθηκαν.

Η δυτική πλευρά της γέφυρας οδηγεί στο κέντρο της τουρκοκυπριακής συνοικίας. Λόγω του γεφυριού με τα τέσσερα φανάρια η γύρω περιοχή χαρακτηρίζεται σαν τα Tέσσερα Φανάρια, θεωρούμενο ως σημείο αναφοράς. Αυτό το γεφύρι εθεωρείτο σαν «σύνορο», την περίοδο της τουρκοανταρσίας του 1963, όπου απ’ εκεί και πέρα δυτικότερα της Λεμεσού, άρχιζε ο «έλεγχος» από τις τουρκοκυπριακές «δυνάμεις».

Ακόμη για όσους γνώριζαν τους δύο «τρελλούς» της πόλης μας τον Αρκοντί, ελληνοκύπριος, και το Κιαζίμι, τουρκοκύπριος, το γεφύρι των Τεσσάρων Φαναριών ήταν το σύνορο τους, όπου κανένας από τους δύο δεν επέτρεπε να μπει και να παραβιάσει την περιοχή του.

Αλοίμονο σ’ αυτόν που θα παραβίαζε το σύνορο των «Τεσσάρων Φαναριών» μπαίνοντας στην περιοχή του. Εάν έπεφτε στην αντίληψη του, το πετροβόλημα πήγαινε σύννεφο, συνοδευόμενο με βρισιές και φωνές.

ΟΙ Πλημμύρες του 1880 και 1894Επί τουρκοκρατίας και στις αρχές ακόμη της βρετανικής κατοχής, μετά το 1878, δεν υπήρχε γέφυρα πάνω στον ποταμό Γαρύλλι -Βαθκιά μέχρι και το 1900. Η διέλευση των αμαξών, των αλόγων και των πεζών γινόταν από την κοίτη του ποταμού. Δεν ήταν βαθύς και οι όχθες του δεν ήσαν ψηλές κι’ έτσι ήταν εύκολη η διέλευσης.

Ήταν δε από παλιά ο μοναδικός φυσικός ποταμός ή χείμαρρος, όπου περνούσαν τα νερά της βροχής προς τη θάλασσα, αρχίζοντας από τα βόρεια της Λεμεσού μέχρι τα Πολεμίδια.

Αυτός ο αβαθής ποταμός δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες μεταφοράς των ομβρίων νερών προς τη θάλασσα, ιδίως όταν υπήρχε αρκετή βροχόπτωση. Μάλιστα δε σε δύο περιπτώσεις που αναφέρονται, το έτος 1880 και το 1894, παρουσίασε την μεγάλη του αδυναμία στο να μεταφέρει τεράστιες ποσότητες νερού στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να σημειωθούν μεγάλες πλήμμυρες στην Λεμεσό.

Ιδίως τον Οκτώβριο του 1894 ήταν τόσο έντονη η βροχόπτωση, που είχε σαν αποτέλεσμα να σημειωθούν μεγάλες πλημμύρες και υλικές καταστροφές, με ταυτόχρονους πνιγμούς δέκα ανθρώπων.

Αναφέρεται ότι το ύψος του νερού του ποταμού Γαρύλλι έφθασε τα 6 μέτρα, με αποτέλεσμα να ξεχειλίσει μέσα στην πόλη. Πλημμύρισαν αρκετά σπίτια και δρόμοι και μάλιστα το ύψος του νερού στην οδό Ελευθερίας είχε τόσον ύψος όπου κατόρθωσε να ανεβάσει ένα γαϊδούρι, που παρέσυρετο, στο μπαλκόνι ενός σπιτιού (μπαλκόνι που συνηθίζετο στο ισόγειο)

Μετά απ’ αυτές τις καταστροφικές πλήμμυρες αποφασίστηκε από την αγγλική διοίκηση να γίνουν αντιπλυμηρικά έργα, σε συνεργασία με το δήμο της πόλεως (Δήμαρχος Καραγεωργιάδης). Ο αστυνόμος Λεμεσού Μαυροκορδάτος διοργάνωσε ομάδες εργατών από αστυνομικούς (ζαπτιέδες), άγγλους στρατιώτες του μηχανικού που ευρίσκοντο στα Πολεμίδια, και φυλακισμένους που ευρίσκοντο στο κάστρο της Λεμεσού, με στόχο να ανυψώσουν τις όχθες του ποταμού Γαρύλλι με χώμα, ύψους 3-4 μέτρων και πλάτους 10 μέτρων, σχηματίζοντας «πάγκους» (προχώματα).

Αυτές οι βελτιώσεις άρχισαν στις όχθες του Γαρύλλι ποταμού νοτιότερα του σημερινού γεφυριού των Τεσσάρων Φαναριών, μέχρι σχεδόν τη σημερινή λεωφόρο Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’. Έσκαψαν επίσης μικρότερα ρυάκια που κατέληγαν στο Γαρύλλι. Ένα τέτοιο είναι κι’ αυτό που αρχίζει αρκετά βορείως του Λανιτείου Γυμνασίου και διασταυρώνει την λεωφόρο Αρχ. Μακαρίου Γ’, πίσω από το ταχυδρομείο της λεωφόρου, διασταυρώνει την οδό Λεοντίου, πίσω από το παζαράκι καταλήγει στο Γαρύλλι.

Στις όχθες ή πάγκους που δημιουργούσαν, φύτευαν ευκαλύπτους και ακακίες, έτσι ώστε οι ρίζες τους να συγκρατούν το χώμα από τη διάβρωση των ορμητικών νερών (αυτά τα δέντρα υπάρχουν και σήμερα). Επίσης λίγο αργότερα κατασκεύασαν και μεγάλο παρακλάδι του Γαρύλλι που είναι παράλληλο με την οδό Δημοκρατίας, δυτικότερα της Λεμεσού.

Η κατασκευή της γέφυρας:Mετά την δημιουργία των αντιπλημμυρικών έργων, όπου οι όχθες του Γαρύλλι ανυψώθηκαν αρκετά, ήταν δύσκολη πλέον η διέλευση από την κοίτη του ποταμού πεζών και αμαξών. Μπροστά σ’ αυτή τη δυσκολία και για σκοπούς βελτίωσης των οδών διακίνησης, από τη κυρίως τουρκοκυπριακή συνοικία προς τις περισσότερον ελληνοκατοικούμενες περιοχές σκέφθηκε η τότε αγγλική διοίκηση να κατασκευάσει γέφυρα.

Έτσι το τότε τμήμα Δημοσίων Έργων ανάλαβε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει την πολύ αναγκαία γέφυρα πάνω στο Γαρίλλι-Βαθκιά. Το σχεδιασμό και την επίβλεψη στην κατασκευή της γέφυρας ανέλαβε ο τότε μηχανικός και διευθυντής των Δημοσίων έργων ο μαλτέζος Καφιέρος.

Γι’ αυτό γύρω στα 1896-1898 περίπου, αφού έγιναν οι κατάλληλες μελέτες και σχεδιασμοί παραγγέλθηκαν όλα τα σιδερένια τεμάχια της στην Αγγλία, στην εταιρεία ΤΗΕ HORSEHAY CO.

Εν τω μεταξύ στον ποταμό έγιναν οι αναγκαίες οικοδομικές εργασίες για να μπορέσουν να εφαρμοστούν τα αναμενόμενα σιδερένια τεμάχια. Κατασκευάστηκαν δύο ισχυρά πέδιλα στην κοίτη του ποταμού, από κυπριακές πέτρες, πάνω στα οποία έκτισαν δύο τοίχους και πάλιν από πέτρα, με καμάρες, ύψους περίπου 4,5 μέτρων, που θα ήσαν τα υποστυλώματα της γέφυρας.

Ταυτόχρονα έκτισαν στις δύο όχθες, τοίχους αντιστήριξης και υποστύλωσης της γέφυρας στα άκρα της. Το όλον οικοδόμημα υποστύλωσης είναι κατασκευασμένο με πολλή επιμέλεια από κυπριακές πέτρες, και παραμένει εκεί σταθερό και δυνατό μετά από εκατόν και πλέον χρόνια.

Το σιδερένιο μέρος της γέφυρας αποτελείται από οριζόντια δοκάρια (2 τεμάχια, ένα σε κάθε πλευρά) ράγιες πλάτους 30cm καθ’ όλον το μήκος των 40 μέτρων της γέφυρας (αλλά σε τεμάχια ενωμένα με καρφιά) και τα κάθετα δοκάρια σε ράγιες πλάτους 15cm και μήκους 8,5 μέτρων μαζί με τα πλάγια κιγκλιδώματα βαριάς σιδηράς κατασκευής, όλα με καρφιά.

Αφού έφθασαν από την Αγγλία, τα εφάρμοσαν πάνω στην ήδη έτοιμη υποδομή των πέτρινων υποστυλωμάτων, παραδίδοντας τη γέφυρα στην κυκλοφορία της τότε εποχής. Στους τέσσερις μικρούς πέτρινους πύργους της εισόδου και εξόδου της γέφυρας εφάρμοσαν τέσσερα φανάρια ύψους δύο μέτρων, κατασκευασμένα από χυτοσίδηρο, όπου στους φανούς τους άναβαν κάθε βράδυ λάμπες από πετρέλαιο.

Την επιτήρηση για το άναμμα των λαμπών κάθε απόγευμα είχε δημοτικός υπάλληλος. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα για να χρησιμοποιούνται ηλεκτρικοί λαμπτήρες στα Τέσσερα Φανάρια. Αρκετά αργότερα όταν άρχισε να παράγεται ηλεκτρικό ρεύμα αντικατέστησαν τις λάμπες πετρελαίου με ηλεκτρικές.

Έτσι λόγω της παρουσίας των Τεσσάρων Φαναριών στο γεφύρι αυτό και η γύρω περιοχή πήρε και διατηρεί το όνομα Τέσσερα Φανάρια (Four Lanterns Bridge)….