Επιστημονική ομάδα της Ιατρικής Σχολής και του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Τζον Χόπκινς της Βαλτιμόρης, με επικεφαλής τον Δρ Έλιοτ Μίλερ, μελέτησαν στοιχεία που αφορούσαν περισσότερους από 6.000 άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι στην αρχή της μελέτης δεν είχαν κάποιο καρδιαγγειακό πρόβλημα.
Κατά τη διάρκεια των 11 ετών της έρευνας, οι επιστήμονες συσχέτισαν τους θανάτους από έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο με την κατανάλωση ή όχι τσαγιού. Επίσης, μέτρησαν τις εναποθέσεις ασβεστίου στις αρτηρίες των εθελοντών.
Από την επεξεργασία των δεδομένων προέκυψε ότι, όσοι έπιναν τσάι καθημερινά, είχαν κατά το ένα τρίτο περίπου μειωμένο κίνδυνο για καρδιοπάθεια, σε σχέση με όσους δεν έπιναν τσάι. Όσοι έπιναν ένα έως τρία φλιτζάνια, εμφάνιζαν επίσης μείωση στη συσσώρευση ασβεστίου στις αρτηρίες, άρα μικρότερο κίνδυνο για στένωση, η οποία με τη σειρά της θα μπορούσε να οδηγήσει σε θρόμβωση.
Δεν είναι σαφές αν η κατανάλωση άνω των τριών φλιτζανιών τσαγιού επιφέρει πρόσθετα οφέλη, καθώς ήταν ελάχιστοι οι συμμετέχοντες στην έρευνα που έπιναν τόσο πολύ τσάι. Επίσης, δεν διευκρινίσθηκε σε ποιό βαθμό υπάρχει διαφορά μεταξύ μαύρου και πράσινου τσαγιού, καθώς οι συμμετέχοντες έπιναν και από τα δύο, αλλά δεν έγινε διαχωρισμός στην πιθανή προστατευτική δράση τους.
Ακόμη, σύμφωνα με τον Δρ Μίλερ, δεν είναι ξεκάθαρο γιατί το τσάι λειτουργεί προστατευτικά για το καρδιαγειακό σύστημα. Πιθανώς αυτό να οφείλεται σταφλαβονοειδή που εμπεριέχει το τσάι.
Τέλος, η μελέτη δεν αποδεικνύει ότι είναι από μόνο του το τσάι αρκεί για την μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου, καθώς όσοι πίνουν τσάι μπορεί να κάνουν γενικότερα πιο υγιεινή ζωή, οπότε υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες προστασίας.
«Συνεπώς είναι πρόωρο να γίνουν συστάσεις για συστηματική κατανάλωση τσαγιού ως προληπτικού μέσου για την υγεία της καρδιάς» υπογράμμισε ο Δρ Μίλερ….