Αρχική Τελευταία Νέα Το Ανώτατο επέβαλε 4 χρόνια φυλάκιση για υπόθεση πλαστογραφίας

Το Ανώτατο επέβαλε 4 χρόνια φυλάκιση για υπόθεση πλαστογραφίας

Το Ανώτατο Δικαστήριο παραμέρισε πρόσφατα την ποινή των δύο χρόνων με αναστολή που επιβλήθηκε πρωτόδικα σε κατηγορούμενο για υπόθεση, που αφορούσε αδικήματα πλαστογραφίας και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και επέβαλε τη φυλάκιση τεσσάρων χρόνων, βρίσκοντας ότι η ποινή που επιβλήθηκε πρωτόδικα «ήταν έκδηλα ανεπαρκής ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου».

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης ο εφεσίβλητος είχε αποσπάσει συνολικό ποσό €383.304,49 από τον αδελφό του, δια μέσου της διάπραξης πλαστοπροσωπίας και πλαστογραφίας μέσω διάφορων πράξεων που έκανε στο Κτηματολόγιο το 2014. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε την ίδια ποινή σε όλες τις κατηγορίες, ήτοι ποινή φυλάκισης δύο χρόνων, ορίζοντας όπως οι ποινές να συντρέχουν. Στη συνέχεια ανέστειλε την εκτέλεση των ποινών.

Εξετάζοντας την έφεση το Ανώτατο αναφέρει ότι «αρχίζοντας με την εισήγηση της εφεσείουσας ότι το δικαστήριο δεν προσέδωσε τη δέουσα σοβαρότητα στην υπόθεση, σημειώνουμε ότι παρά τις λεκτικές αναφορές περί του ότι “τα αδικήματα είναι σοβαρά και αυτό αντικατοπτρίζεται μέσα από τις προβλεπόμενες ποινές”, δεν φάνηκε να έχει πράγματι μεταφέρει τέτοια αντίληψη ως έμπρακτη έκφραση στην δικαστική του κρίση».

Παρά ταύτα, σημειώνει το Ανώτατο σε άλλο σημείο της απόφασης, «το πρωτόδικο δικαστήριο παρά τις προβλεπόμενες ποινές, παρά το ύψος του ποσού, παρά τις ιδιαίτερα δόλιες περιστάσεις υπό τις οποίες έδρασε ο εφεσίβλητος και παρά τις κατευθυντήριες αρχές, επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ετών και μάλιστα αδιακρίτως για όλα τα αδικήματα, είτε το μέγιστο της προβλεπόμενης ποινής ήταν 14 χρόνια, είτε 2 χρόνια». Τούτο, προσθέτει, «είναι ενδεικτικό ότι δεν έστρεψε δεόντως την προσοχή του στο ύψος των προβλεπόμενων ποινών, ήτοι στη διαφορετική ταξινόμηση των αδικημάτων από το νομοθέτη στην αντίστοιχη κλίμακα σοβαρότητας».

Αλλά, συνεχίζει το Ανώτατο στην απόφασή του, «και σε ό,τι αφορά στα γεγονότα, το πρωτόδικο δικαστήριο αστόχησε. Χαρακτηρίζοντας τα ως «εξαιρετικά απλά», στην προσπάθεια του να τα παραθέσει απλοποιώντας τα, τα έθεσε με τόσο μεγάλη γενικότητα και αοριστία ώστε παρέλειψε καν να αναφερθεί σε αυτό τούτο το δεύτερο σκέλος του κατηγορητηρίου, ήτοι στην απόσπαση της αποζημίωσης πέραν των €100.000 για την απαλλοτρίωση των κτημάτων του αδελφού του με τη χρήση πλαστών πληρεξουσίων εγγράφων».

«Ενθαρρύνουμε το σύντομο δικαστικό λόγο, χωρίς όμως ποτέ τούτο να οδηγεί σε ελλιπείς και πλημμελείς δικαστικές αποφάσεις», επισημαίνει, προσθέτοντας ότι «λυπούμαστε να διαπιστώσουμε ότι τέτοια ήταν εν προκειμένω η περίπτωση».

Σε σχέση με την παρέλευση του χρόνου το Δικαστήριο κρίνει ότι «γενικά η καθυστέρηση δεν ήταν τέτοια ώστε να επιβάλλεται η διαφοροποίηση του είδους της ποινής».

Αντίθετα, αναφέρει, «όσο κι αν το στοιχείο της ειδικής αποτροπής ατονεί με την πάροδο του χρόνου, έντονη παραμένει υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης η ανάγκη για γενική αποτροπή, εφόσον είναι απαραίτητο να μην αφεθεί η εντύπωση ότι το οικονομικό έγκλημα συμφέρει και αποδίδει».

ΚΥΠΕ