Η αγωγή καταχωρήθηκε τον Απρίλιο του 2015 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας από Τουρκοκύπριο δικηγόρο, κάτοχο αγγλικής ιθαγένειας, που είναι ο διαχειριστής της περιουσίας των γονιών του.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Φιλελευθερου, στις 11 Σεπτεμβρίου 2019 αναμένεται να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου η μοναδική μάρτυρας που κατάφερε να εντοπίσει η Νομική Υπηρεσία, η οποία μάρτυρας βίωσε τις διακοινοτικές ταραχές και διέμενε στην περιοχή Τακτ – ελ – Καλέ, όπως και ο Τουρκοκύπριος ενάγοντας με τους γονείς του.
Ειδικότερα, ο Τουρκοκύπριος δικηγόρος με τον νομικό του σύμβουλο, το δικηγορικό γραφείο Ανδρέας Π. Ποιητής και Σία, διεκδικούν το κτήριο που σήμερα λειτουργεί δημοτικό σχολείο διότι η οικογένεια του υποχρεώθηκαν να το εγκαταλείψουν τα Χριστούγεννα του 1963 με τις διακοινοτικές ταραχές.
Ο Τουρκοκύπριος υποστηρίζει τα εξής:
– Λόγω των διακοινοτικών ταραχών του 1963 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το κτήριο στο οποίο διέμεναν στην οδό Αντιγόνου, διότι συνόρευε με την ελληνική περιοχή και ως εκ τούτου κινδύνευαν οι ζωές τους.
– Ο ίδιος και η οικογένεια του μεταφέρθηκαν σε περιοχές που ελέγχονταν από τους Τουρκοκύπριους χωρίς να έχουν επικοινωνία με την περιοχή του σπιτιού τους. Υπήρχαν δολοφονίες και εκτελέσεις, αγριότητες και βιαιοπραγίες μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Το 1963 οι ελληνοτουρκικές διακοινοτικές διαφορές ήσαν σε έξαρση. Σκοτώθηκαν πολλοί, κυρίως εκείνοι που ζούσαν στη συνοριακή γραμμή. Επίσης, υπήρχε φανατισμός και μίσος μεταξύ των δύο κοινοτήτων που δημιούργησε μια ατμόσφαιρα τρομοκρατίας και πανικού.
– Το 1974 με την τουρκική εισβολή, παρέμεινε η ήδη δημιουργηθείσα και υπάρχουσα de facto συνοριακή γραμμή, η οποία επεκτάθηκε σε όλη την Κύπρο. Έτσι, ο ενάγοντας και η οικογένεια του, όπως αναφέρει στην αγωγή του, δεν μπορούσαν να περάσουν στις ελεύθερες περιοχές. Διευκρινίζοντας, παράλληλα, πως στα κατεχόμενα κανένα μέλος της οικογένειας του δεν κατέχει ελληνοκυπριακή περιουσία. Σύμφωνα με τον Τουρκοκύπριο, όλη η περιουσία της οικογένειας του βρίσκεται στις ελεύθερες περιοχές. Πέραν της περιουσίας για την οποίαν καταχωρήθηκε αστική αγωγή, τους ανήκουν τρία καταστήματα και ένα σπίτι στη συνοικία Ομεριέ, ένα κατάστημα στην οδό Ερμού, δύο χωράφια στον Αστρομερίτη, χωράφι στην Περιστερώνα, δύο χωράφια στην Ορούντα, χωράφι 20 σκάλες στον Λυθροδόντα και χωράφι στον Μαθιάτη.
– Από το 1963 η Κυπριακή Δημοκρατία χρησιμοποιεί το εν λόγω κτήριο χωρίς αυτό να υπάγεται στον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, χωρίς τη συγκατάθεση του και χωρίς να καταβάλλει οποιοδήποτε ποσό για τη χρήση του. Όπως αναφέρει στην αγωγή του ο Τουρκοκύπριος, απευθύνθηκε στις Αρχές της Δημοκρατίας επανειλημμένα, από τον Νοέμβριο του 2012 και εντεύθεν, χωρίς ωστόσο να λάβει οποιανδήποτε απάντηση.
Η γραμμή υπεράσπισης του Γενικού Εισαγγελέα και του κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, όπως προβάλλεται στο Δικαστήριο, είναι ότι μέχρι και το 1974 λειτουργούσε κανονικά το κράτος και θα μπορούσαν ο ενάγοντας και η οικογένεια του να επέστρεφαν στην οικία τους στην οδό Αντιγόνου.