Την Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019 πραγματοποιήθηκε στο Γερμανικό Ογκολογικό Κέντρο (German Oncology Center – GOC), εφ’ όλη της ύλης Δημοσιογραφική Διάσκεψη με αφορμή την συμπλήρωση 2 χρόνων από την λειτουργία του στην Κύπρο.
Το Κέντρο, όπως τόνισε στην εισαγωγική του ομιλία ο Πρόεδρος του ΔΣ κ. Κίκης Καζαμίας, δεν ήρθε στη Κύπρο για να ανταγωνιστεί κανέναν, αλλά για να προσφέρει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου, αρκετές από τις οποίες δεν υπήρχαν προηγουμένως στο νησί.
Αλλά και όσες υπήρχαν ή και υπάρχουν ακόμα, προσφέρονται μόνο στη Λευκωσία, επιβαρύνοντας τους καρκινοπαθείς, αλλά και συνοδούς τους, από άλλες πόλεις, με αβάσταχτη ψυχική και σωματική ταλαιπωρία, καθώς και με μεγάλο οικονομικό κόστος.
Ο κ. Καζαμίας αναφέρθηκε σε έκθεση που παραγγέλθηκε από το Υπουργείο Υγείας της Κύπρου το 2015 από διεθνείς εμπειρογνώμονες, η οποία παρόλο που είναι σαφέστατη ως προς τις διαπιστώσεις και εισηγήσεις της, σχεδόν αποσιωπήθηκε από το ίδιο το Σύστημα που την ζήτησε.
Συγκεκριμένα, η έκθεση των Δρ. Kenny, Bransdom και Bryant επισήμανε και εισηγήθηκε ότι:
• περίπου ο μισός πληθυσμός που πάσχει με καρκίνο πρέπει να επωφελείται από την ακτινοθεραπεία, η οποία είναι βασικό συστατικό της μοντέρνας θεραπείας του καρκίνου, (νοουμένου ότι θα διασφαλίζεται η ποιοτική εφαρμογή της από εξειδικευμένες υπηρεσίες, με έμπειρο, ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό), και ταυτόχρονα είναι και εξαιρετικά συμφέρουσα οικονομικά.
• η προσφορά ακτινοθεραπευτικών υπηρεσιών στην Κύπρο από το 30% που ήταν μέχρι το 2015, έπρεπε να αυξηθεί στο 45% μέχρι το 2018 και στο 52% μέχρι το 2020. Αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί στο Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου (BOCOC), λόγω έλλειψης της αναγκαίας υποδομής.
• είναι μεγάλη η ανάγκη εγκατάστασης δύο γραμμικών επιταχυντών στη Λεμεσό για να μειωθεί δραστικά η ταλαιπωρία των ασθενών Λεμεσού και Πάφου, όπως και να διατίθενται στους ασθενείς όλης της Κύπρου υπηρεσίες PET-CT με το αναγκαίο, και πάλι, εξειδικευμένο ιατρικό και υποστηρικτικό προσωπικό.
• το διαπιστωμένου κενό που υπήρχε στον τομέα της εξειδικευμένης επεμβατικής ακτινολογίας, πρέπει οπωσδήποτε να πληρωθεί.
Και, ως καταληκτικό συμπέρασμα, το εξής, σχεδόν τρομακτικό:
• «Η Ακτινοθεραπεία συμβάλλει στο περίπου 40% στη θεραπεία του καρκίνου. Εάν το επίπεδο πρόσβασης στην ακτινοθεραπεία για κατοίκους της Λεμεσού και της Πάφου ήταν η ίδια με τους κατοίκους της Λευκωσίας, αυτό θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα τη διάσωση 25 ανθρώπινων ζωών τον χρόνο. Εάν θα μπορούσαν να βελτιωθούν τα ποσοστά θεραπείας, επιπλέον 270 άνθρωποι θα σώζοντο από τον καρκίνο κάθε χρόνο, βασισμένα στα στοιχεία του 2011»
(σελ. 33, Cyprus Radiation Oncology Review, Dr. Liz Kenny).
Αυτές τις διαπιστωμένες αδυναμίες, κενά και ανάγκες ήλθε και κάλυψε το Γερμανικό Ογκολογικό Κέντρο μέσα σε διάστημα μόλις 2 χρόνων από τη στιγμή που εντοπίστηκαν αυτά τα προβλήματα. Η κατασκευή του Κέντρου ξεκίνησε υπό εξαιρετικά δύσκολες οικονομικές συνθήκες στη Κύπρο, και με μεγάλο ρίσκο που δεν ήταν έτοιμο να πάρει ούτε το Κράτος. Όμως το εγχείρημα τελικά πέτυχε γιατί, υπήρχε όραμα από τους εμπνευστές του, στήριξη και εμπιστοσύνη από τους επενδυτές.
Το Κράτος δεν ξόδεψε προς αυτήν την κατεύθυνση ούτε σεντ, αντίθετα επωφελήθηκε από το μεγάλο αυτό έργο πολλαπλά. Ακόμα και βελτιωτικά έργα υποδομής δημόσιας χρήσης, πλησίον του Κέντρου, αξίας πολλών εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, επωμίστηκε το ίδιο το Κέντρο.
Είναι παραδεκτό ότι κανένας άλλος φορέας στην Κύπρο δεν είναι σε θέση, αυτή τη στιγμή, να προσφέρει όλες αυτές τις υπηρεσίες στο σύνολό τους. Ουσιαστικά, το Κέντρο υλοποίησε με ιδιωτικά κεφάλαια ανεκπλήρωτες εξαγγελίες τεσσάρων διαδοχικών κυβερνήσεων για δημιουργία ακτινοθεραπευτικού κέντρου στη Λεμεσό.
Ακριβώς όλα τα πιο πάνω κάλυψε στην προσφορά του το GOC προς το Υπουργείο Υγείας, με την συμφωνία που ολοκληρώθηκε προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος, αφού με αυτήν, χωρίς καμία απολύτως κεφαλαιουχική δαπάνη από μέρους του Κράτους, και με πολύ λιγότερο κόστος από ό,τι θα χρειαζόταν να δαπανά ετήσια εάν αναλάμβανε αυτό να πληρώνει όλα τα διοικητικά και λειτουργικά έξοδα μιας τέτοιας Κλινικής. Με άλλα λόγια, το Κέντρο μας σε χρόνο ρεκόρ και με δαπάνες ολωσδιόλου δικές του, ήρθε και κάλυψε όλες τις ελλείψεις και αδυναμίες που διαπίστωσαν οι εμπειρογνώμονες ότι εξέθεταν την χώρα και, κυρίως, ταλαιπωρούσαν χιλιάδες ασθενείς.
Αυτά τα δεδομένα διαπίστωσε και το Υπουργείο Υγείας, το οποίο προσφέρθηκε να αγοράσει υπηρεσίες από το GOC, αφού το Κράτος επί τόσα χρόνια δεν μπόρεσε να κάνει κάτι, και να γίνει και αυτό βασικός πρωταγωνιστής στην επίλυση ενός χρόνιου προβλήματος μιας ιδιαίτερα ευπαθούς ομάδας συμπολιτών μας.
Στη Συνέντευξη Τύπου της 21ης Νοεμβρίου ο κ .Καζαμίας ενημέρωσε το κοινό, μέσω των ΜΜΕ, ότι μόλις τρεις μήνες μετά την εφαρμογή της συμφωνίας με το Κράτος εντοπίστηκαν “κάποιες αυθαιρεσίες από μέρους της διοίκησης του Υπουργείου” και παρά το ότι σε δυο σημεία υπήρξε θετική έκβαση με την παραδοχή του Υπουργείου για την ύπαρξη λάθους εκ μέρους του, δεν επιλύθηκε η διαφορά σε ένα τρίτο σημείο που σχετίζεται με την κοστολόγηση, με αποτέλεσμα πρόσφατα να κατατεθεί αγωγή στο δικαστήριο.
Εκτός του ότι το Υπουργείο προέβη σε μια αυθαίρετη, και εντελώς ασύμβατη με κάθε διεθνή πρακτική στην συγκεκριμένη κοστολόγηση, όχι μόνο πάγωσε σε αυτό το θέμα κάθε πληρωμή, αλλά και για όλες τις υπόλοιπες υπηρεσίες, τις οποίες δεν αμφισβητεί, πληρώνει με μεγάλες καθυστερήσεις, όποτε θέλει, και όσο θέλει.
Όπως εξήγησε, ο κ. Καζαμίας, “έχει συμφωνηθεί μια συγκεκριμένη μέση τιμή για τέσσερις θεραπείες, με μια συγκεκριμένη ποσόστωση, ωστόσο αυτή η ποσόστωση έχει στρεβλωθεί ουσιαστικά, με αποτέλεσμα ο μέσος όρος αυτής της τιμής να έχει διαφοροποιηθεί αισθητά εις βάρος μας και αυτή τη διαφορά της τιμής, το Υπουργείο, πολύ αλαζονικά, δεν θέλει να την πληρώσει”.
Σε ερώτηση των δημοσιογράφων «τι λέει για όλα αυτά η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, ο Πρόεδρος του GOC απάντησε κοφτά, “σηκώνει τα χέρια ψηλά”, παρά τη σχετική ενημέρωση που έτυχε για το θέμα και “τις εμμονές” της διεύθυνσης του Υπουργείου Υγείας, ενώ σημείωσε “μέχρι τον περασμένο μήνα και επί ένα χρόνο, διεκδικούσαμε μονάχα τα δεδουλευμένα μας, αλλά από την μέρα που αποφασίσαμε ότι δεν μας αφήνουν άλλη επιλογή από το να κινήσουμε πολιτική αγωγή, ζητούμε και αποζημιώσεις”.
Στο ίδιο ερώτημα, ο Καθηγητής Ζαμπόγλου επισήμανε ότι όταν έθεσε το θέμα πρόσφατα σε ανώτατο πολιτικό αξιωματούχο κατά την επίσκεψή του στο Κέντρο, εκείνος του είπε «έχετε απόλυτο δίκιο, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα, γιατί εκεί (εννοώντας το Υπουργείο) αποφασίζει το βαθύ κράτος».
Θα ήταν καλό, παρατήρησε σε αυτό το σημείο ο κ. Καζαμίας, για τις αποζημιώσεις που το GOC προσδοκεί ότι το δικαστήριο θα επιδικάσει στο Κέντρο, αυτές να μην τις επιβαρυνθεί το κράτος και ο φορολογούμενος πολίτης, “αλλά εκείνοι οι οποίοι πλημμελώς εκτελούν τα καθήκοντα τους και προκαλούν αυτές τις ανωμαλίες”.
Την ίδια ώρα τόνισε ότι, παρά τη διαφορά και την νομική οδό που έχει πάρει το θέμα, δεν πρόκειται ποτέ το Γερμανικό Ογκολογικό Κέντρο, να αρνηθεί την παροχή θεραπείας σε ασθενείς που παραπέμπονται από το κράτος. Εάν η διαφωνία μας, πρόσθεσε, αφορούσε κάποιο προϊόν, θα σταματούσαμε αμέσως την συμφωνία. Σε ασθενείς όμως, δεν πρόκειται ποτέ να αρνηθούμε την προσφορά των υπηρεσιών μας.
Το GOC θα ενημερώνει τακτικά και υπεύθυνα τους πολίτες της Κύπρου για κάθε εξέλιξη σε σχέση με την υπόθεση αυτήν. Ο Ιατρικός Διευθυντής του Κέντρου Καθ. Νίκος Ζαμπόγλου, δεν έκρυψε από τους δημοσιογράφους ότι όλη αυτή η ιστορία του φέρνει πολλή πίκρα.
Πρώτον, διότι δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα επέστρεφε μετά από τόσα χρόνια στον τόπο του για να αμφισβητηθεί η επιστημονικότητά του, ακόμα και από ανθρώπους που κατέχουν αξιώματα ευθύνης και δεν γνωρίζουν τίποτα για τις συγκεκριμένες θεραπευτικές μεθόδους που εφαρμόζει μαζί με την ομάδα του και του έχουν κερδίσει διεθνή αναγνώριση και διάκριση.
Και δεύτερον, αντί να αφήσουν αυτόν και τους άριστους γιατρούς-συνεργάτες του να αφοσιωθούν αποκλειστικά και μόνο στους ασθενείς και στις έρευνές τους, τον αναγκάζουν τώρα να τρέχει στα δικαστήρια.