«Η Μαρία Ιζαμπέλλα και η Κούλα Στυλιανού χουζουριάζουν στο Χουζούρι της Λεμεσού»
Δύο φίλες τόσο διαφορετικές μα και τόσο ίδιες συναντιούνται για κουβέντα σε στέκια της πόλης. Μέσα από το δικό τους βλέμμα γνωρίζουμε τον κάθε χώρο που προτείνουν και γινόμαστε για λίγο ψηφιακοί θαμώνες του. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζουμε και την ανθρώπινη σχέση τους, τις εμπειρίες τους, στιγμιότυπα από τη ζωή τους. Κάθε μαγαζί που για λίγο ή πολύ τις φιλοξενεί κουβαλάει μια μοναδική ιστορία που την ανακαλύπτουν. Μα ξεδιπλώνεται μαζί της κι η ιστορία της δικής τους φιλίας με ερωτήματα, συνήθως αναπάντητα, που όλους πάνω-κάτω μας απασχολούν. Ακολουθήστε τες!
Πλατεία κάστρο. Περιμένω τη Μαρία Ιζαμπέλλα εδώ και είκοσι λεπτά. Έχω τη φήμη ότι καθυστερώ στα ραντεβού. Έχω και τ’ όνομα της αργοπορημένης μα και τη χάρη. Τώρα ξεκινά, μού λέει στο τηλέφωνο. Εκεί που είπαμε να πάμε είναι κλειστό. Θα περπατήσω κι όπου μου κάνει κλικ, θα καθήσω της λέω. Ακούω φωνή Θανάση Παπακωνσταντίνου, Πεχλιβάνη. “Μια νύχτα θα’ ρθει από μακριά, βρε αμάν αμάν, αέρας πεχλιβάνης …” Ερωτεύομαι τη μουσική, τον στίχο, κι ας μην είναι νύχτα που λέει το τραγούδι. Η μουσική, οι ήχοι με οδηγούν σε ένα στενό που καμπυλώνει. Οδός Ζιγκ Ζαγκ. Μια γλύκα νιώθω. Είναι και νωρίς απόγευμα. Καφενείο Χουζούρι. Ναι, εδώ μπορείς να χουζουρέψεις όσο θες.
Βιάζομαι να πάω να τη συναντήσω. Έχω καθυστερήσει. Δύσκολα βρίσκεις να παρκάρεις στο κέντρο και ολοένα γίνεται και δυσκολότερο. Και προχθές έφαγα και πρόστιμο, δίκαια βέβαια, μα άδικα για τον προϋπολογισμό του μήνα που ήταν ήδη μείον. Συνήθως αυτή με στήνει και μισή και μία ώρα. Την πήρα τηλέφωνο. Ευτυχώς πήγε σε ένα στέκι μου και με περίμενε. Κατευθύνομαι στην οδό Ζιγκ Ζαγκ, από τα πιο αγαπημένα μου δρομάκια στην πόλη. Με κερδίζει η ειλικρίνεια του ονόματός του: δηλώνει ευθέως πως ούτε οι δρόμοι ούτε οι ζωές μας πάνε όλο ευθεία. Κι εγώ λατρεύω τους ανθρώπους που πάνε ζιγκ ζαγκ σε αυτή τη ζωή. Και τους ανθρώπους που δεν κολλάνε σε στερεότυπα και κάνουν mix & match σε αντικείμενα, ανθρώπους, καταστάσεις, σχέσεις. Περπατάω βιαστικά.
Ευκαιρία να την πειράξω, σκέφτομαι. Βγάζω φωτογραφία το τραπεζάκι. Απεικονίζει τον Θάνο Μικρούτσικο με τους γνωστούς στίχους του τραγουδιού “Γιε μου πού πας; Μάνα θα πάω στα καράβια”. Κάνω σχετική ανάρτηση στο facebook. Ότι ΝΑ που την περιμένω κι εγώ. Χαμογελώ με τις αντιδράσεις των διαδικτυακών μας φίλων. Στο απέναντι τραπεζάκι ένας νεαρός διαβάζει ένα βιβλίο. Ο τίτλος του βιβλίου εξαιρετικά τραβηκτικός. Μόλις έρθει η Μαρία Ιζαμπέλλα, θα βρω έναν τρόπο να του μιλήσω και να έρθει στο δικό μας τραπεζάκι. Οι πελάτες ενός μαγαζιού δείχνουν πολλά για την ταυτότητα του μαγαζιού. Δείξε μου τους πελάτες σου να σου πω τι είδος μαγαζιού είσαι.
Φτάνω. Απολογούμαι. Κάθομαι. Ελάχιστα τραπεζάκια με κόσμο στο πιο ήσυχο δρομάκι της πόλης, νωρίς το απόγευμα, μα όπου να ʼναι θα ξεκινήσει να γεμίζει ήχους, ανθρώπους, μυρωδιές και μουσικές. Στο Χουζούρι συνήθως παίρνω τη μπίρα μου. Είναι από τα μαγαζιά που κρατάνε τις τιμές τους χαμηλές και ήταν ένας λόγος που το επαινούσα. Σε δύσκολους καιρούς κι εμείς μα κι η πιο νεολαία, έχει ανάγκη απο μαγαζάκια στέκια σαν κι αυτό. Η Κούλα πιάνει κουβέντα με τον Βασίλη, το παιδί που κάθεται δίπλα. Εγώ συνειδητοποιώ ότι ήδη γνωριζόμαστε. Αρχικά από το φβ, μα αργότερα και απο τυχαίες συναντήσεις μέσα στην πόλη. Της μιλάει στον πληθυντικό. Ακούω τη συζήτησή τους, μα διακόπτω ελάχιστες φορές. Μπερδεμένες λέξεις. Μπερδεμένες σκέψεις μα όλα βγάζουν νόημα.
Νιώθω παράξενα που ο Βασίλης μού μιλάει στον πληθυντικό. Ίσως θα έπρεπε, βέβαια, να συνηθίσω από τη σχολική τάξη. Εκεί που έχω τον ρόλο της καθηγήτριας μπροστά σε μαθητές. Κάποτε, σκέφτομαι, επιβάλλεται η απόσταση. Όταν παίζουμε ρόλους. Μα τώρα είναι απόγευμα και είμαστε ο εαυτός μας. Ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη ήταν η αφορμή για να τον πιάσω κουβέντα. Οι άνθρωποι που κουβαλούν βιβλία στις καφετέριες είναι δικοί μου άνθρωποι. “Λαμόγια στο Χακί”, ο τίτλος. Ο Βασίλης δεν δείχνει καθόλου λαμόγιο. Αντιθέτως, δείχνει “καθαρός” άνθρωπος, ψαγμένος, νέος με ανησυχίες. Πόσο δικούς μου νιώθω τους ανθρώπους με ανησυχίες. Συζητάμε για τόσα πολλά πράγματα, μέχρι να μου αποκαλύψει πως γράφει κι αυτός. Μας το διαβάζει. Υπέροχο είναι! Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ο Βασίλης έγραψε αυτά:
“Περιμένοντας το πλοίο των 10:30 που θα αργήσει άλλη μια ώρα. Που ό,τι ώρα και να ’ρθει, θα ‘ναι το πλοίο των 10:30. Περιμένοντας κάποιον ή κάτι, γράψαμε τη μισή ιστορία μας. “Η ελπίδα”, έγραψε κάποιος, “είναι η συνεχής αναβολή της απογοήτευσης”. Και ο φόβος; Τι είναι ο φόβος; Είναι η απόσταση που μας χωρίζει από το γεγονός που φοβόμαστε, όχι το ίδιο το γεγονός. Είναι η απόσταση που μικραίνει, οι ράγες που κοντεύουν.”
Σε μια στιγμή μιλάνε για την κατάθλιψη. Με την κατάθλιψη έμαθα να ζω από πολύ νωρίς. Κάποτε ήταν η αιτία της καταστολής μου. Πλέον είναι η κινητήριος δύναμή μου. Πώς μας ορίζει και πώς την ορίζουμε; τους ρωτάω και συνεχίζουν τη συζήτηση τους και εγώ να γράφω στο λάπτοπ της Κουλίτας. Πίσω φαίνεται το τέμενος. Έτυχε να εχω έρθει για μπίρα όταν είχανε συγκέντρωση για προσευχή. Συνάντησα και τον Μοχάμεντ, τον μαθητή μου. Με εντυπωσίασε η συνύπαρξη. Η ανοχή. Η αποδοχή. Φυσικά άκουσα φορές και ήπους διαπληκτισμούς. Αναρωτιέμαι αν τώρα λειτουργεί.
Αυτή η Λεμεσός μού άρεσει. Η Λεμεσός της παράδοσης, της γραφικότητας, του κοσμοπολιτισμού, της συνύπαρξης, της αλληλοαποδοχής… Η Λεμεσός του ιστορικού κέντρου, που έχει την αριστοκρατική απλότητα του βαθιά καλλιεργημένου που εκτιμά την αισθητική των πραγμάτων και τη λιτά πολιτισμένη καθημερινότητα.
Ο Μενέλαος, ιδιοκτήτης του Χουζούρι, φιλοξενεί πολύ συχνά μουσικά λάιβ από εγχώριους μα και Ελλαδίτες καλλιτέχνες. Ξεχωρίζουν στο μαγαζί τα τραπεζάκια ζωγραφισμένα με μουσικούς που άφησαν εποχή, που σημάδεψαν τη ζωή μας. Οι τοίχοι του επίσης φορτωμένοι μπόλικη πραμάτεια. Μα παραδόξως δεν σου προκαλεί άπνοια η διακόσμηση, μα αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό το μικρό στεκάκι έχει και το δικό του χαρακτήρα μα και έχει ήδη χτίσει μια ιστορία κι ό,τι υπάρχει στους τοίχους είναι παράσημο αυτής της ιστορίας.
Τον ρωτάω για να μάθω την ιστορία του Χουζούρη. Να ξετυλίξω λίγο το νήμα.
Το μαγαζί άρχισε το 1999 στο χωριό Λουβαράς μέχρι το 2006. Κάναμε ένα μικρό διάλειμμα και από το 2011 συνεχίσαμε στη Λεμεσό.
Ποια είναι η φιλοσοφία του μαγαζιού και του ονομάτός του;
Να αράζεις. Εχουμε θαμώνες για εννιά χρόνια. Το όνομά του υποδηλώνει έναν τόπο που αράζεις, που χουζουριάζεις.
Καλλιτέχνες που πέρασαν από το μαγαζί;
Ο Απόστολος Ρίζος, ο Σπύρος Γραμμένος, ο Δημήτρης Μητσοτάκης από τα Ενδελέχεια, ο Γρηγόρης Κλιούμης και ο Κώστας Παρίσσης απο τα Υπόγεια Ρεύματα. Η Πένυ Ραμαντάνη των Όναρ … Μα και παρουσιάσεις βιβλίων από Λένα Μαντά, Μίλτο Πασχαλίδη, Αλκυόνη Παπαδάκη.
Μα έστω και μια στάση έστω για έναν καφέ έκαναν ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μαχαιρίτσας που ήταν συχνός πελάτης, ο Στόκας, ο Κότσιρας, ο Θάνος Ανεστόπουλος, ο Παντελής Θαλασσινός, η Ρίτα Αντωνοπούλου…
Μια αφίσα στην ξύλινη επιφάνεια του μπαρ κλέβει την παράσταση. “Πάντα γελαστοί και γελασμένοι”. Εύστοχη ατάκα από το γνωστό τραγούδι των Μικρούτσικου και Μητροπάνου. Δεν πειράζει αν μας γέλασαν κάποια στιγμή άνθρωποι στο παρελθόν ή θα μας γελάσουν στο μέλλον (με την έννοια της εξαπάτησης και εκμετάλλευσης). Φτάνει που εμείς είχαμε και ακόμα έχουμε τη δύναμη να γελάμε! Τι είναι η ζωή τελικά; Μια βαλίτσα για ένα ταξίδι.
“Εδώ ειναι το ταξίδι”, ακούγεται από τα ηχεία του μαγαζιού να τραγουδά ο Πορτοκάλογλου. Πόσο αγαπώ αυτό το τραγούδι. Πόσο αγαπώ αυτό το σοκάκι, αυτήν την πόλη, αυτή τη ζωή, αυτήν τη φίλη που κάθεται δίπλα μου και κάποτε με απογοητεύει και την απογοητεύω μα συνήθως τόσο με γοητεύει για την ανάγκη και τη δύναμή της να προχωρά. Το ταξίδι έχει και πίκρα και μέλι.
Οταν χορτάσαμε χουζούρεμα έφτασε η ώρα να φύγουμε και δώσαμε ραντεβού για την επόμενη φορά. Φύγαμε από το χρωματιστό σοκάκι γεμάτες με χρωματιστές αναμνήσεις.
Εδώ είναι το ταξίδι, τραγουδά ο αγαπημένος μου Νίκος Πορτοκάλογλου. Κάποτε γκριζόμαυρο, κάποτε πολύχρωμο όπως το σοκάκι στην οδό Ζιγκ Ζαγκ. Αν δεν έχει χρώμα, βάλτε το εσείς. Προσθέστε τις δικές σας πινελιές και η εικόνα θα ζωντανέψει. Ε, Ιζαμπέλ; Γελώ και τη βλέπω να χαίρεται το γέλιο μου. Συμφωνείς;
Εδώ είναι το ταξίδι. Μην ψάχνετε αλλού.
Ακολουθήστε μας.