Εφυγε χθες βράδυ από τη ζωή ο δημοσιογράφος Αλέκος Κωνσταντινίδης.
Ο Αλέκος Κωνσταντινίδης γεννήθηκε το 1930 και έχει καταγωγή από το Καζάφανι της Κερύνειας. Σπούδασε στο Διδασκαλικό Κολέγιο Μόρφου (μετέπειτα Παιδαγωγική Ακαδημία). Εργάστηκε πολύ λίγο ως δάσκαλος. Επέλεξε την δημοσιογραφία ξεκινώντας ως κριτικός τέχνης και κινηματογράφου (συνεργάστηκε με τον φημισμένο κριτικό Φένεκ Μικελίδη). Αρθρογράφησε στο περιοδικό «Νέα Εποχή», με έντονη κριτική διάθεση, τη δεκαετία του ’50. Κυκλοφόρησε το βιβλίο «Μύθοι και κριτική. Κριτική του Πνευματικού Κατεστημένου» στο οποίο αμφισβητούσε το κατεστημένο που κυριαρχούσε στον κόσμο του πνεύματος την εποχή εκείνη.
Μιλούσε όλες τις κύριες ευρωπαϊκές γλώσσες, αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά, ρωσικά, τούρκικα ακόμα και ουγγαρέζικα. Η έφεση του στη γλώσσα ήταν δεδομένη και την απέδιδε καθημερινά, εδώ και τριάντα χρόνια, από την καθημερινή στήλη του στην «Αλήθεια», τα «Γλωσσικά πάρεργα». Μέσα από τη στήλη του επιβεβαίωνε κάθε ημέρα την αγάπη του για την σωστή ελληνική γλώσσα προσπαθώντας να διορθώσει την κακοποιημένη από τη μέσα επικοινωνίας γλώσσα μας. Ήταν οπαδός της επιστήμης της Σημειολογίας και μελέτησε όσο ίσως κανένα άλλο συγγραφέα, τον Ουμπέρτο Έκο. Έχει διαβάσει πλήθος βιβλίων, λογοτεχνικών, ιστορικών, πολιτικών, αστυνομικών κ.α. (κυρίως ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά) παρακολούθησε όλους τους μεγάλους συγγραφείς της εποχής αλλα και παλαιότερους. Στο ενεργητικό του εμφανίζει μεταφράσεις, εκδόσεις βιβλίων κριτικής και πολιτικής και θεατρικών έργων.
Ως προοδευτικός νέος όπως και οι πλείστοι δάσκαλοι τότε, εντάχθηκε στο αριστερό κίνημα και εργάστηκε στην εφημερίδα του ΑΚΕΛ, «Νέος Δημοκράτης». Ασκούσε αυστηρή κριτική στο πνευματικό κατεστημένο της εποχής, με το ψευδώνυμο «Μπαλτάς». Στη συνέχεια, το 1956, ίδρυσε την εφημερίδα «Εμπρός» μαζί με τους Τεύκρο Ανθία, Ανδρέα Καννάουρο και άλλους προοδευτικούς νέους της εποχής. Στη συνέχεια εγκατέλειψε το ΑΚΕΛ διαφωνώντας με τη στάση του κόμματος στον αγώνα της ΕΟΚΑ. Πήγε στο Λονδίνο για μερικά χρόνια και όταν επέστρεψε, τη δεκαετία του ’60, συνεργάστηκε με διάφορα κυπριακά και ξένα μέσα ενημέρωσης, μεταξύ των οποίων το ΡΙΚ, τον «Φιλελεύθερο» και την «Ελευθερία». Για μεγάλο διάστημα, πριν και μετά την τουρκική εισβολή εργάστηκε ως ανταποκριτής του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Το 1976 ίδρυσε, μαζί με εννέα άλλους δημοσιογράφους (μεταξύ τους και ο σπουδαίος Αντώνης Φαρμακίδης) τη «Σημερινή», αναλαμβάνοντας την αρχισυνταξία της εφημερίδας. Στη «Σημερινή» καθιέρωσε την αρθρογραφική στήλη του «Τα Υπέρ και τα Κατά», την οποία κράτησε ανελλιπώς μέχρι το θάνατό του στην εφημερίδα «Αλήθεια», όπου μεταπήδησε λίγα χρόνια μετά.
Ο Αλέκος Κωνστατινίδης μετακινήθηκε στην «Αλήθεια» ύστερα από επίμονες προσπάθειες του εκδότη της, Φρίξου Κουλέρμου, το 1983. Μόλις ανέλαβε την αρχισυνταξία της «Αλήθειας» η κυκλοφορία της εφημερίδας εκτοξεύτηκε από τη μια μέρα στην άλλη. Στην «Αλήθεια» παρέμεινε, πρώτα ως αρχισυντάκτης και μετέπειτα ως σύμβουλος έκδοσης (το 2006) μέχρι το θάνατό του. Μέχρι και την τελευταία στιγμή της ζωής παρέμεινε ενεργός δημοσιογράφος. Ίσως να αποτελεί παγκόσμιο φαινόμενο, ένας δημοσιογράφος να παραμείνει ενεργός (ως τα 91 του) για πάνω από 66 χρόνια.
Ο Αλέκος Κωνσταντινίδης δεν δημοσίευσε άρθρο μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής του, αλλά μέχρι και δύο ημέρες μετά το θάνατό του. Τη Δευτέρα το πρωί παρέδωσε τα άρθρα του για τρεις ημέρες. Αργότερα τη Δευτέρα η υγεία του παρουσίασε προβλήματα και την Τρίτη νωρίς το βράδι εξέπνευσε. Την Τετάρτη και την Πέμπτη δημοσιεύονται τα άρθρα του στη γνωστή στήλη του στην «Αλήθεια». Το τελευταίο άρθρο του είναι για την Αμμόχωστο.
Καταλείπει σύζυγο την Άννα, με καταγωγή από το Ριζοκάρπασο (ανεψιά του ήρωα Πετράκη Γιάλλουρου) και τρία παιδιά. Την Χριστιάνα και την Κατερίνα από τον πρώτο του γάμο και τον Αλέξανδρο.