Στη σύσταση ανακριτικής ομάδας προχώρησε η Αστυνομία, με σκοπό τον εντοπισμό των κουκουλοφόρων που επιτέθηκαν το βράδυ της Τετάρτης σε μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα καθώς βρισκόταν σε εξέλιξη συζήτηση για διάφορα θέματα που αφορούν την κοινότητα, με το έργο της Δύναμης να θεωρείται δύσκολο, αφού οι δράστες είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους.
Σε δηλώσεις του ο βοηθός εκπρόσωπος Τύπου της ΑΔΕ Λεμεσού, ΜαρίνοςΒασιλείου είπε πως μέχρι στιγμής δεν έχουν εντοπιστεί στοιχεία για την ταυτότητα των προσώπων που εισέβαλαν στην αίθουσα του ΤΕΠΑΚ και τα οποία εκτιμάται ότι πρόκειται για νεαρής ηλικίας άτομα.
«Διενεργούνται πάρα πολλές εξετάσεις. Για εμάς αυτή η υπόθεση θεωρείται πάρα πολύ σοβαρή και είναι καταδικαστέα», ανέφερε και πρόσθεσε ότι γίνονται όλες οι απαραίτητες ενέργειες και έχει συσταθεί ανακριτική ομάδα που αξιολογεί κλειστά κυκλώματα παρακολούθησης, λαμβάνει καταθέσεις από τους φοιτητές και άλλες πληροφορίες που φτάνουν κοντά της.
Ανέφερε ακόμη ότι η υπόθεση αφορά στα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, οχλαγωγίας, επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης και αδικήματα του περί της καταπολέμησης ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας νόμου.
Ο βοηθός εκπρόσωπος Τύπου της ΑΔΕ Λεμεσού υπενθύμισε ότι το περιστατικό διαδραματίστηκε γύρω στις 20:30 χθες, όταν δέκα πρόσωπα που έφεραν κουκούλες, γάντια και σκουρόχρωμα ρούχα, εισήλθαν στην αίθουσα όπου διεξαγόταν συζήτηση μεταξύ της ΦΕΤΕΠΑΚ και της οργάνωσης Accept ΛΟΑΤΙ.
«Άρχισαν να φωνάζουν ομοφοβικά συνθήματα καθώς και διάφορες βωμολοχίες, ενώ ένας από αυτούς άρπαξε έναν πυροσβεστήρα που βρισκόταν στην αίθουσα και άρχισε ψεκάζει τον κόσμο» είπε και πρόσθεσε πως «κάποιος άλλος από τους δέκα αυτούς κουκουλοφόρους χτύπησε με γροθιά στο πρόσωπο έναν 21χρονο φοιτητή, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί ελαφρά».
Η ανταπόκριση της Αστυνομίας, συνέχισε, ήταν άμεση και στη σκηνή έσπευσε αξιωματικός και μέλη του ΤΑΕ Λεμεσού καθώς και περίπολα της Άμεσης Δράσης.
«Μέχρι στιγμής δεν έχουμε κάποιο θετικό αποτέλεσμα αλλά οι εξετάσεις είναι εντατικές και έχει συσταθεί ανακριτική ομάδα που ασχολείται με αυτή τη σοβαρή υπόθεση», συμπλήρωσε.
Παρέμβαση από Λοττίδου-«Δεν πρέπει να τύχει καμίας ανοχής»
«Κάθε πράξη βίας είναι καταδικαστέα Ποσό μάλλον όταν αυτή στρέφεται κατά ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού. Χτες ζήσαμε μια οπισθοχώρηση σαν κοινωνία, για όλα αυτά που κατακτήσαμε, χτες τραυματίστηκαν οι αρχές τη Δημοκρατίας και αυτό δεν πρέπει να τύχει καμίας ανοχής», ανέφερε σε παρέμβασή της η Επίτροπος Διοικήσεως, Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη.
Όπως ανέφερε, «αργά το βράδυ της 22 Φεβρουαρίου, δημοσιοποιήθηκε στα μέσα ενημέρωσης και μέσα κοινωνικής δικτύωσης βίντεο με περιστατικό που σημειώθηκε σε εκδήλωση της Φοιτητικής Ένωσης του ΤΕΠΑΚ σε συνεργασία με την Οργάνωση «Accept-LGBTI Cyprus», όπου πρόσωπα φορώντας κουκούλες εισέβαλαν στο χώρο και επιτέθηκαν λεκτικά και σωματικά στους παρευρισκόμενους, εκφράζοντας έντονα ομοφοβικά σχόλια».
«Με λύπη μου διαπιστώνω, για ακόμη μία φορά, πως άτομα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας εξακολουθούν να βιώνουν καθημερινά έντονο ρατσισμό και διακρίσεις λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού, και να παραμένουν δέκτες ομοφοβικών συμπεριφορών και αντιλήψεων που προκύπτουν από σειρά στερεοτύπων σχετικά με το τι είναι «κανονικό» και «αποδεκτό» Η Κυπριακή Δημοκρατία, τα τελευταία χρόνια, έχει προχωρήσει σε σημαντικές ενέργειες για τη θεσμική καταχώρηση της ισότητας και διαφύλαξης των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, κάτι το οποίο έχει επισημάνει επανειλημμένως το Γραφείο μου. Ωστόσο, παρά τις βελτιώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί σε νομικό επίπεδο σε σχέση με την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων, δυστυχώς, στην πράξη, τα φαινόμενα αυτά δεν έχουν εκλείψει, με αποτέλεσμα να συνεχίζονται ενέργειες που καταρρακώνουν την αξιοπρέπεια συνανθρώπων μας», ανέφερε στην παρέμβασή της.
Συμπλήρωσε πως, «η αντιμετώπιση φαινομένων ρατσισμού και μισαλλοδοξίας που πλήττουν συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, όπως ήταν το χθεσινό, θα πρέπει να αποτελεί για την κοινωνία μας μια συνεχή πρόκληση. Κάθε φορά, που επισυμβαίνουν τέτοια περιστατικά, οφείλουμε ως πολιτεία να δίνουμε το μήνυμα ότι θα πρέπει να εντατικοποιούμε τις προσπάθειες και δράσεις μας ώστε να προστατεύουμε κάθε ευάλωτη ομάδα του πληθυσμού που αποτελεί «εύκολο στόχο» για ρατσιστική μεταχείριση και βία και να προασπιζόμαστε, σε κάθε περίπτωση, τα δικαιώματα των ατόμων αυτών».
«Χαιρετίζω την ανακοίνωση της Αστυνομίας σε σχέση με το περιστατικό, η οποία όπως ανέφερε, θα το διερευνήσει, στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της και με βάση το σχετικό νομικό πλαίσιο που αφορά σε αδικήματα με κίνητρο προκατάληψης (Περί Καταπολέμησης Ορισμένων Μορφών και Εκδηλώσεων Ρατσισμού και Ξενοφοβίας μέσω του Ποινικού Δικαίου Νόμος του 2011) . Παράλληλα, σημειώνω και την ανάγκη δίωξης των δραστών στη βάση του Άρθρου 35 Α του Ποινικού Κώδικα, όπου στις περιπτώσεις κατά τις οποίες σε διάφορα αδικήματα διαφαίνεται ότι υπάρχει θέμα ρατσιστικού κινήτρου από πλευράς δράση, καθίσταται ως επιβαρυντικός παράγοντας της ποινής που θα επιβάλλει το αρμόδιο Δικαστήριο το κίνητρο της προκατάληψης κατά ομάδας προσώπων ή μέλους ομάδας προσώπων που προσδιορίζεται βάσει, μεταξύ άλλων, του σεξουαλικού προσανατολισμού ή της ταυτότητας φύλου των θυμάτων», αναφέρει.
Η κα Λοττίδη σημείωσε πως, «η ώρα έφτασε όπου τα συγκεκριμένα άρθρα του ποινικού κώδικα πρέπει να ενεργοποιηθούν άμεσα και να μην περιορίζονται μόνο στην θεωρία. Βρισκόμαστε μπροστά σε αδικήματα κοινής επίθεσης με το κίνητρο της προκατάληψης για την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα και αυτό θα πρέπει να λάβει υπόψη η Αστυνομία της οποίας υποβάλλω την παρούσα τοποθέτηση. Γιατί αν μια κοινωνία δεν είναι ώριμη αρκετά να αυτοπεριοριστεί στο σεβασμό της κάθε Διαφορετικότητας και στις επιλογές κάθε ελεύθερου ανθρώπου, τότε μόνο μέσα από τις ποινές σαν παραδειγματική τιμωρία θα μπορέσει να το πράξει».
«Τώρα είναι η ώρα ενεργοποίησης των συγκεκριμένων άρθρων γιατί από τον ρατσιστικό λόγο και την εξέταση της ρητορικής μίσους, αγγίξαμε σήμερα τα εγκλήματα μίσους που στρέφονται σε συγκεκριμένη ομάδα του πληθυσμού. Ο εφησυχασμός δεν έχει πια θέση. Σήμερα είναι η ώρα να προασπιστούμε τις αρχές της δημοκρατικής μας κοινωνίας που κανένας δεν έχει δικαίωμα να την τραυματίσει», καταλήγει στην παρέμβαση της η Επίτροπος.