Του Μίμη Σοφοκλέους,Επιστημονικού διευθυντή του Παττίχειου Δημοτικού Μουσείου-Ιστορικού Αρχείου & Κέντρου Μελετών Λεμεσού
Τα ερωτήματα τα οποία θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε στη μελέτη μας αφορούν, κυρίως, τη διερεύνηση των πολιτισμικών νοημάτων, τα οποία διαπνέουν τους κατοίκους της Λεμεσού κυρίως από το 1878 και εντεύθεν.
Δηλαδή, από την περίοδο της Αγγλοκρατίας αφότου, δηλαδή ξεκινά η έκδοση εφημερίδων και αναφορικά με τη Λεμεσό, υπάρχει το Αρχείο του Δήμου Λεμεσού (1877) στο οποίο μπορεί κανείς να ανατρέξει για να τεκμηριώσει διάφορα γεγονότα.
Στόχοι μας είναι να θέσουμε προς συζήτηση το ερώτημα της αναγκαιότητας μιας πολιτισμικής θεώρησης της τοπικής ιστορίας και να προτείνουμε ερευνητικούς και μεθοδολογικούς δρόμους πραγμάτωσης αυτής της προοπτικής, με βάση την ενασχόληση με ορισμένες παραδειγματικές όψεις της. Σε κάθε περίπτωση, το εγχείρημά μας αποτελεί το προοίμιο μιας μελλοντικής συνθετότερης πρότασης και όχι μια ολοκληρωμένη μελέτη.
Η Λεμεσός, όπως και κάθε πόλη δεν είναι ένα υπερ-ιστορικό φαινόμενο, αλλά υπόκειται στους νόμους του χώρου και του χρόνου όπως, άλλωστε, το κάθε τι που έχει τη δική του γενεαλογία μέσα στην πορεία του χρόνου. Εφόσον υπόκειται σε τέτοιους, ανθρώπινους νόμους, μπορεί να μελετηθεί συστηματικά και επιστημονικά.
Στο Ιστορικό Αρχείο της πόλεως Λεμεσού, ο στόχος είναι να επιστημονικοποιήσουμε τις διάφορες ‘ιστορίες’ οι οποίες συγκροτούν την μία και μοναδική «Αφήγηση-Ιστορία» της πόλης της Λεμεσού όπως έχουν καταγραφεί ως τώρα στις πολλαπλές της εκδοχές και εκφάνσεις, όπως:
Ως εφημερίδες και περιοδικά, ως βιβλία, ως εφήμερα, ως μνήμες, ως εικόνες, ως ήχος, ως χρώματα κι αρώματα κλπ., δηλαδή, μέσα από το πλέγμα αυτού του φαινομένoυ που ονομάζουμε άϋλη και υλική πολιτιστική κληρονομιά, όπως καθιερώθηκε από την UNSECO.
Πλάι στα υλικά πολιτισμικά αγαθά του παρελθόντος που μας συντροφεύουν και σήμερα καθώς διασχίζουμε τους δρόμους και τις γειτονιές της Λεμεσού όπως π.χ. ο αρχαιότητες, το Κάστρο, η Μεγάλη Αποβάθρα του Τελωνείου, ο Υδατόπυργος κλπ., , έρχεται από τα βάθη των αιώνων και ένα άλλο, βαρύ φορτίο, αυτό της άυλης πολιτισμικής κληρονομιάς.
Εννοούμε με τον όρο αυτόν ζωντανές εκφράσεις που έχουν φτάσει ως εμάς, όπως: «Πίννε κρασίν νάσιης ζωήν» ,που μας κληροδότησε ο Μιχάλης Πιτσιλλίδης, «Τζιαι μιαν ο Άρης», προφορικές παραδόσεις για τον Αρκοντή και τον Κιαζίμη, τα αστεία του Εύσκιου Πέφκη, oι καρναβαλίστικοι χοροί στο Γιορδαμλή και το Ριάλτο, εκείνες οι σερενάτες, οι καντάδες, που ακούστηκαν από τους κανταδόρους μας, τα δρώμενα, οι γιορτές, οι τελετές στο ΓΣΟ, παλιές τεχνικές, που έδειξε π.χ. ο «Πορσεβίκος» στα τσιράκια του στις σιδηροκατασκευές.
Κληρονομιές που κυκλοφορούν ανάμεσά μας, σαν αυτή που μας άφησε ο Δήμαρχος Χριστόδουλος Σώζος, που θυσιάστηκε το 1912 στο Μπιζάνι της Ηπείρου. Υπάρχουν και πολύ σημαντικά κομμάτια της σύγχρονης ζωής μας, άλλοτε εκπεφρασμένα ως πολιτισμικές εκφάνσεις (που διατηρούνται στη ζωή με κόπο και σε μικρή κλίμακα, όπως το «Εφτάπατο», που σχεδίασε ο Φώτης Κολακίδης και έγινε ένα σημαντικό τοπόσημο της πόλης κλπ)., και άλλοτε ως ένας θρύλος, ένας μύθος, μια παράδοση κλπ.
Γνωρίζοντας όμως τη γενεαλογία της πόλης μας και δημιουργώντας συγχρόνως τις επιστημονικές υποδομές καθώς και τα εργαλεία με τα οποία μπορούμε να μελετούμε αυτή την Ιστορία, εξασφαλίζουμε το μέλλον της, τουλάχιστον αναφορικά με την επιστημονική τεκμηρίωση και μελέτη του. Δυστυχώς, οι θεωρητικές εργασίες στον τομέα αυτό είναι περιορισμένες.
Όπως σε όλες τις απόπειρες καταγραφής της γενεαλογίας αυτό που προτείνεται είναι η καταγραφή εμπράγματων γεγονότων, μέσα από μια υποθετική διαχείριση του ιστορικού χρόνου.
Κλασικό παράδειγμα, αναζήτησης της γενεαλογίας της Λεμεσού αποτελεί η ίδια η απόπειρα δημιουργίας του Παττίχειου Δημοτικού Μουσείου-Ιστορικού Αρχείου και Κέντρου Μελετών Λεμεσού από τον Δήμο Λεμεσού το 2005 (όταν επί δημαρχίας Δημήτρη Κοντίδη ξεκίνησε η προσπάθεια) μέχρι το 2011 που, τελικά, ο στόχος ολοκληρώθηκε, με τα εγκαίνια του Ιστορικού Αρχείου (επί δημαρχίας Ανδρέα Χρίστου) στην πρώην Οικία Επάρχου, τέως οικία του Άγγλου Διοικητή Λεμεσού.
Ο στόχος, καθώς θέταμε ήταν «να διασώσουμε το παρελθόν της πόλης για το μέλλον της», καθώς διακηρύσσει το σύνθημα των Εθελοντών, ενός σώματος που συγκροτήθηκε στις 23 Απριλίου 2005 σε μια συγκέντρωση που έγινε στο χώρο της πάλαι ποτέ Οικίας Επάρχου, όπου ο υποφαινόμενος ως επιστημονικός διευθυντής στην όλη προσπάθεια, έθετε τις βάσεις με μια συγκροτημένη μελέτη.
Οι επιστήμες του πολιτισμού ερευνούν την ιστορία μιας πόλης αναζητώντας την εμπράγματη αλήθεια τους ή έναν άγνωστο τελικό σκοπό για το ποιος είναι στην ουσία ο πραγματικός μας εαυτός και πώς τον αναγνωρίζουμε σε σχέση με τους άλλους.
Το «Παττίχειο» (ας μου επιτραπεί μόνο το όνομα του ευεργέτη του Ιστορικού Αρχείου), αποτελεί στήριγμα στην προσπάθεια καταγραφής αυτής Γενεαλογίας της πόλης, ως εμπράγματο πολιτισμικό φαινόμενο.
Η γνώση της ιστορίας μιας πόλης όπως της Λεμεσού, επί παραδείγματι, επιτυγχάνεται με την σφαιρική και συστηματική εξέταση του πολιτισμού που έχουν αναπτύξει κατά καιρούς οι άνθρωποι που έζησαν σ’ αυτή από την άποψη των εμπράγματων όρων της σχέσης τους προς το φυσικό και ανθρωπογενές το δομημένο περιβάλλον καθώς και τη σχέση των ανθρώπων της πόλης με τη χρήση των υλικών, των κοινωνικών και των πνευματικών δομών, δηλαδή, αυτό που ονομάζουμε «Πολιτισμός» εν γένει.
Έτσι, κάθε πόλη για να επιβιώσει ως οργανισμός θα πρέπει πρωτίστως να δημιουργήσει μια πολιτιστική ταυτότητα την οποία κερδίζουν οι κάτοικοί της σε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι, η Λεμεσός πήρε κατά καιρούς τέτοιες αποφάσεις συνειδητά ή ασυνείδητα που την κατέστησαν σταδιακά μια πολιτιστική νησίδα στην οποία μπορεί κάποιος να διακρίνει κάποια σταθερά πολιτιστικά σημεία τα οποία είναι κατά βάση, μεσογειακά, ιδιαίτερα με τα χαρακτηριστικά που είχαν οι οργανωμένες πόλεις της Μεσογείου σε διάφορες εποχές.
Αν ακολουθήσουμε τις θεωρίες του Weber για τις αρχαίες ή μεσαιωνικές πόλεις, θα δούμε ότι δεν υπάρχει αρχαία Λεμεσός γιατί οι αρχαίες πόλεις συγκροτούνταν με βάση αμυντικούς σκοπούς εν αντιθέσει με τις μεσαιωνικές οι οποίες συγκροτούνται με βάση εμπορικούς και οικονομικούς παράγοντες. Ο
ι περισσότεροι περιηγητές του Μεσαίωνα βλέπουν μια τέτοια πόλη-αγκυροβόλιο, κυρίως. Η Λεμεσός μετά το 1878 και την άφιξη των Άγγλων στην Κύπρο, μετατρέπεται σε μια στρατιωτική πόλη, με στρατόπεδα, αεροδρόμια ενώ με το λιμάνι και την Μεγάλη Αποβάθρα του τελωνείου το 1881, μετατρέπεται και σε εμπορική.
Ο Ερατοσθένης Καψωμένος, αναφερόμενος σε παρόμοια ζητήματα κάνει την εξής παρατήρηση που στην περίπτωση της Λεμεσού, ισχύει απόλυτα:
Στην παρούσα ιστορική φάση, την πιο αξιόπιστη εναλλακτική λύση προσφέρει το μεσογειακό πολιτισμικό πρότυπο, ένα πρότυπο εμπράγματο, όχι θεωρητικό, δοκιμασμένο στο καμίνι της ιστορίας, με το οποίο συμβίωσαν επί αιώνες όχι ένας, μα πολλοί λαοί. Ένα πρότυπο που βασίζεται στην αρχή της συμμετοχής και στην εναρμόνιση και ισορροπία των αντιθέσεων.
Οι κάτοικοί της όμως, την θέλουν ως μια πολιτιστική πόλη και γι’ αυτό με τις πολιτιστικές υποδομές και δράσεις που ανάπτυξαν κατά καιρούς κατέστησαν τη Λεμεσό ως την «πολιτιστική πρωτεύουσα της Κύπρου». Μετά την τουρκική εισβολή και τις μεγάλες αλλαγές που μεσολάβησαν, η Λεμεσός καθίσταται και πάλι εμπορική και τουριστική πόλη. Εξ αιτίας του νέου λιμανιού που από το 1973 ξεκίνησε δειλά τη λειτουργία του έφτασε τη δεκαετία του 2000 να αποτελεί την «πρωτεύουσα των ναυτιλιακών υπηρεσιών».
Μετά το 2007 με την βεβαιότητα της ύπαρξης των υδρογοναθράκων στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της Κύπρου, η Λεμεσός άρχισε να καθίσταται σταδιακά ως την «ενεργειακή πρωτεύουσα» της Κύπρου και το λιμάνι της να ορίζεται ως το ‘ενεργειακό λιμάνι» της Κύπρου.
Ένας σταθερός δείκτης για κάθε εμπράγματο ιστορικό φαινόμενο είναι το πότε και από ποιους γεννάται το κάθε τι, ακόμα και η ίδια η πόλη η οποία γεννάται σε ένα υποθετικό χρόνο κάτω από υποθετικές συνθήκες τις οποίες αναζητούμε μέσα από επιστήμες, όπως: Αρχαιολογία, Ιστορία, Κοινωνιολογία, Αρχιτεκτονική, Θεολογία, Τεχνολογία, Οικονομία, Γλωσσολογία, Πολιτισμικές Σπουδές κλπ.
Το ίδιο ισχύει για τη μελέτη ατόμων (βιογραφίες), Οικογενειών, Εταιρειών, Οργανισμών κλπ. Μέσα από αυτές τις επιστήμες μπορούμε να φτάσουμε στην γνώση η οποία είναι εμπράγματη και όχι σε κενό. Την εμπράγματη γνώση θα την σχηματοποιούσα με ένα κείμενο που γράφτηκε με το χέρι του δημιουργού του χωρίς να διαμεσολαβούσε μια γραφομηχανή ή ένας υπολογιστής.
Την έννοια «εμπράγματο πολιτισμικό φαινόμενο», την κατανοούμε ως μια πράξη στην οποία δεν υπάρχει κάτι ενδιάμεσο και ότι τα πολιτιστικά πράγματα αλληλοσχετίζονται το ένα με το άλλο απευθείας ‘εν τοις πράγμασι’.
Οι πόλεις, πάλι, έχουν την ίδια γνωσιοκοινωνιολογική πορεία με τους ανθρώπους που τις κατοικούν των οποίων οι πολιτιστικές ταυτότητες μπορεί να μεταβάλλονται κατά την πορεία των αιώνων ή ακόμα και να αντικαθίστανται βαθμιαία, χωρίς όμως να μεταβάλλεται ο πυρήνας τους, η πραγματική τους ιδιοσυστασία και η οποία συνδυάζει αρμονικά την υλική, την κοινωνική και την πολιτισμική τους διάσταση, που ταυτίζεται πάντοτε με τον εαυτό της, πότε συγκλίνοντας και πότε αποκλίνοντας.
Kάθε πόλη, ετοιμάζει τη δική της Γενεαλογία, ανάλογα με το τι θέλει να υποστηρίξει σε κάθε περίπτωση, θέτοντας κάθε φορά ένα terminus ante quem από όπου θα πρέπει να ξεκίνησε κάτι, αρχίζοντας από ένα terminus post quem, που στην ουσία είναι το σημείο εκκίνησης της αναζήτησης, με αντίστροφη κίνηση, δηλαδή, από το «τώρα» στο «πριν».
Η καταγραφή αυτής της Γενεαλογίας της πόλης γίνεται πλέον, μέσα από το Ετήσιο Επιστημονικό Συμπόσιο Προφορικής Ιστορίας της Λεμεσού (το 2014 στη δέκατη διοργάνωσή του), τις ξεχωριστές μελέτες που κάνουν διάφοροι επιστήμονες κλπ.
Σ’ όλες τις γενεαλογικές καταγραφές, φαίνεται καθαρά ότι το πεδίο έρευνας στηρίχτηκε σε πολλά μεθοδολογικά εργαλεία και μεθόδους, στη χρήση πολλαπλών πηγών (προφορικών, γραπτών, εικαστικών, ηχητικών κλπ) και κυρίως υιοθετώντας τις εξής βασικές Αρχές:(α) ότι μια πόλη είναι το αποτέλεσμα πολλών αλληλοσυγκρουόμενων τάσεων, ροπών, συστημάτων κλπ., που έλαβαν χώρα σε μια μεγάλη χρονική διάρκεια στον ίδιο γεωγραφικό χώρο(β) ότι ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας της πόλης έχει σχέση με περιοχές εκτός του μητροπολιτικού της χώρου(γ) δεν υπάρχει μια ενιαία, γραμμική ιστορική πορεία, αλλά πολλά επίπεδα στα οποία διεξήχθη αυτή η πορεία (κυκλική, τεθλασμένη κλπ)(δ) σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει ασυνέχεια γεγονότων ένεκα αστάθμητων και αστάθμιστων καταστάσεων(ε) πολλά συμπεράσματα βγαίνουν με πολλαπλασιασμό των δεδομένων(στ) δεν υπάρχει πολιτιστικό κενό στην εξέλιξη της πόλης γιατί η πολιτιστική ταυτότητα μιας πόλης κτίζεται σε μεγάλο βάθος χρόνου(ζ), τελικά, κάθε πόλη συγκροτεί την ιστορική της αφήγηση ανάλογα με την «χρεία» της κάθε ιστορικής στιγμής και συγκυρίας.
Με βάση τη διεύρυνση της δεξαμενής άντλησης των πηγών και την ανανέωση των μεθοδολογικών μας προσεγγίσεων. Αυτό σημαίνει ότι το ερευνητικό μας ενδιαφέρον θα πρέπει να επεκταθεί σε όλων των ειδών τις πηγές και κυρίως τις παραμελημένες, όπως αυτές που αφορούν τις απλές καθημερινές ανάγκες, τις νοοτροπίες, τις έξεις, τις πρακτικές και τις αναπαραστάσεις των απλών ανθρώπων και των αγνοημένων ιστορικών φωνών
Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις αφορούν το σύνολο των προκατασκευασμένων ιδεών , γνώσεων και κρίσεων, σύμφωνα με τις οποίες οι άνθρωποι δημιουργούν την εικόνα του κόσμου γύρω τους, με βάση τις διατομικές και τις κοινωνικές του εμπειρίες….