Η Πλατεία Σαριπόλου και ο ομώνυμος πεζόδρομος, έχουν πλέον καταστεί το κέντρο της νυκτερινής και όχι μόνο διασκέδασης στη Λεμεσό αλλά και ένα σημείο αναφοράς για όλη την Κύπρο.
Ποιός όμως ήταν ο Νικόλαος Σαρίπολος του οποίου το όνομα ακούγεται πιο πολύ απ΄οποιονδήποτε άλλο τα βράδια στην πόλη μας;
O Nικόλαος I. Σαρίπολος γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1817. Ο πατέρας του καταγόραν από την Λάρνακα και η μητέρα του ήταν η Χρυσηίδα (Τσικινέττα) Πελενδρίδη, κόρη πλουσίων προυχόντων Λεμεσιανών.
Μετά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, οι οθωμανικές αρχές δήμευσαν την περιουσία του πατέρα του, λόγω της επαναστατικής δράσης του, και έτσι η οικογένεια αναγκάστηκε να φύγει από την Κύπρο και εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη.
Ο Σαρίπολος, αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σχολή της Ελληνικής Κοινότητας της Τεργέστης, πήγε στο Παρίσιτο 1836, όπου αφού έλαβε τα απολυτήρια των θεωρητικών και θετικών σπουδών (1837, 1838), γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Παρισιού. Την περίοδο εκείνη μετέβαλε το επώνυμο του. Τελικά μετεγγράφη στην Νομική Σχολή και μετά το πέρας των σπουδών του ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Νομικής το 1844.
Την επόμενη χρονιά επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάστηκε ως ιδιαίτερος γραμματέας του Πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέττη. Το 1846, διορίστηκε υφηγητής στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και δύο μήνες μετά έκτακτος καθηγητής του Συνταγματικού και Ποινικού Δικαίου. Το 1852απολύθηκε από το Πανεπιστήμιο εξαιτίας της πολιτικής δραστηριότητάς του και ασχολήθηκε με την ενεργό δικηγορία.
Από το 1854 μέχρι το 1860 υπήρξε νομικός σύμβουλος στο Υπουργείο Εσωτερικών. Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών επανήλθε το 1862 οπότε διορίστηκε τακτικός καθηγητής τουΕθνικού Δικαίου, τον επόμενο χρόνο έγινε τακτικός καθηγητής της ποινικής επιστήμης και το 1867 του Συνταγματικού και του Διεθνούς Δικαίου. Στο Πανεπιστήμιο παρέμεινε μέχρι το 1875.
Πήρε μέρος στην Β’ εν Αθήναις Εθνική Συνέλευση (1862-1864) ως πληρεξούσιος του Πανεπιστημίου και των ελληνικών παροικιών. Το διάστημα αυτό εργάστηκε για τη σύνταξη του τελικού σχεδίου του Συντάγματος του οποίου ήταν και εισηγητής. Για τη συνολική του προσφορά στη νομική επιστήμη διετέλεσε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας των Παρισίων και της Βασιλικής Ακαδημίας του Βελγίου.
Παντρεύτηκε το 1847 και απέκτησε εννέα παιδιά.
Το συγγραφικό του έργο υπήρξε πλούσιο και πολυσχιδές. Έγραψε πολλές νομικές και ιστορικές μελέτες ενώ ασχολήθηκε και με την ποίηση.
Ορισμένες από τις μελέτες του:
- Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου (2 τ. Αθήνα 1851, 5 τ. Αθήνα 1874-1875)
- Συστημα της εν Ελλάδι ισχυούσης ποινικής νομοθεσίας (5 τ. Αθήνα 1875)
- Τα των εθνών εν ειρήνη και εν πολέμω νομιμα (2 τ. Αθήνα 1860)
Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν από τη σύζυγό του τα Αυτοβιογραφικά «Απομνημονεύματα» (Αθήνα 18891) από την κόρη του το «Τα μετά θάνατον» (Αθήνα 1890).