Ένοχος κρίθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ο τέως Μητροπολίτης Κιτίου, για άσεμνη επίθεση το 1981 στο γραφείο του, σε κοπέλα που ήταν τότε 16 ετών και 8 μηνών.
Το Δικαστήριο τον κάλεσε σε απολογία, ενώ στην απόφαση του καυτηρίασε τη στάση του και τα όσα υποστήριξε. Την ίδια ώρα η παραπονούμενη παρακολουθούσε τη διαδικασία με δάκρυα στα μάτια.
Υπενθυμίζεται ότι τον περασμένο Οκτώβριο, με ενδιάμεση απόφασή του το Δικαστήριο είχε καλέσει σε απολογία τον κατηγορούμενο, κρίνοντας ότι η μαρτυρία που έχει ενώπιον του, αποκαλύπτει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του. Από την πλευρά του, ο τέως Μητροπολίτης επέλεξε να καταθέσει από το εδώλιο του μάρτυρα και αρνήθηκε όσα του καταλογίζονται. Ισχυρίστηκε ότι δεν συνάντησε ποτέ την παραπονούμενη, που είναι σήμερα 58 χρόνων, καταλογίζοντάς της ψεύδη.
Κατά την ακροαματική διαδικασία, κατέθεσαν πέντε μάρτυρες υπεράσπισης και επτά μάρτυρες κατηγορίας. Η βασική μάρτυρας ήταν η 58χρονη σήμερα παραπονούμενη, η οποία ανέφερε ότι είχε επισκεφθεί πέντε φορές στο γραφείο του τον Μητροπολίτη Κιτίου, ώστε να λάβει επίδομα ως ορφανό παιδί, επειδή είχε αποβιώσει ο πατέρας της. Σύμφωνα με όσα κατέθεσε η παραπονούμενη, ο Μητροπολίτης Κιτίου την πέμπτη φορά την κλείδωσε στο γραφείο του και της επιτέθηκε άσεμνα σε καναπέ.
Τι κατέθεσε η παραπονούμενη ενώπιον Δικαστηρίου
Στην κατάθεσή της, η παραπονούμενη είχε αναφερθεί μεταξύ άλλων στα όσα υποστηρίζει ότι βίωσε από τον Μητροπολίτη, λέγοντας πως, όλα ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 1981, αμέσως μετά το θάνατο του πατέρα της αφού μετά την παρότρυνση φίλου της οικογένειας της, επισκέφθηκε τον τότε Μητροπολίτη για να πάρει οικονομική βοήθεια από ταμείο για ορφανά.
Όπως κατέθεσε στο Δικαστήριο, ο τότε Μητροπολίτης Κιτίου άρχισε να την παρενοχλεί. Κατέθεσε επίσης ότι τις συναντήσεις τους, τις κανόνιζε πάντα απογεύματα Σαββάτου, προφανώς για να λείπει το προσωπικό της Μητρόπολης και την υποδεχόταν ο ίδιος στο γραφείο του, αφού της άνοιγε την πόρτα της Μητρόπολης, όπως υποστήριξε.
Όπως τόνισε, επισκέφθηκε τον Μητροπολίτη συνολικά πέντε φορές, ενώ όταν ανέφερε την παρενόχληση που δεχόταν δεν γινόταν πιστευτή. Ανέφερε ακόμα στο Δικαστήριο, πως από την πρώτη συνάντηση, είχε τη διαίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και δεν ήθελε να ξαναπάει, με αποκορύφωμα την ημέρα που, όπως ισχυρίστηκε, ο Μητροπολίτης της επιτέθηκε άσεμνα.
Σημείωσε ακόμα ότι, στη συνέχεια, σε κατάσταση πανικού μετέβη περπατητή στο σπίτι της, όπου ήταν η μητέρα της, ωστόσο δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, από τα όσα συνέβησαν, αφού τελούσε υπό πανικό. «Φώναζα σαν υστερική», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια, στο σπίτι κλήθηκε γιατρός, ο οποίος την ρώτησε τι συνέβη κι εκείνος του είπε, «εμούνταρέ με». Αφού της έβαλαν ένεση, κατάφερε να ηρεμήσει, ωστόσο αποκάλυψε πως από τότε βασανιζόταν, όπως είπε, επειδή δεν κατήγγειλε τον τότε Μητροπολίτη και τελικά αποφάσισε να το κάνει όταν είδε το φως της δημοσιότητας άλλη καταγγελία εναντίον του.