Την Άνοιξη του 2023, με αφορμή τους πρώτους διορισμούς από τη νέα κυβέρνηση, υπήρξε μεγάλη συζήτηση σχετικά με την ανάγκη δημοσίευσης των βιογραφικών σημειωμάτων αξιωματούχων και μελών συμβουλίων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ημικρατικών οργανισμών). Τότε είχε διαμορφωθεί μια ισχυρή πλειοψηφία στην κοινωνία γύρω από την άποψη ότι, ανεξάρτητα από το εάν υπάρχει νομική υποχρέωση, τα βιογραφικά σημειώματα όλων των προσώπων που διορίζονται ως κρατικοί αξιωματούχοι ή σύμβουλοι ή μέλη διοικητικών συμβουλίων κρατικών εταιρειών, πρέπει να δημοσιοποιούνται. Το θέμα επαναφέρεται σήμερα στη δημόσια συζήτηση, με αφορμή την πολύ πρόσφατη δημοσιοποίηση μετά από συζητήσεις πολλών μηνών, των ονομάτων, των απολαβών και των προσόντων των συμβούλων/ συνεργατών της κυβέρνησης.
Το θέμα είναι φυσικά τόσο πολιτικό όσο και νομικό. Γι’ αυτό και η Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα εξέδωσε τότε, στις 30/05/2023, μια σύντομη ανακοίνωση για το θέμα, στην οποία διατυπώνονται οι βασικές αρχές, δηλαδή ότι (α) κάθε επεξεργασία δεδομένων πρέπει να έχει έγκυρη νομική βάση, (β) η δημοσίευση των βιογραφικών σημειωμάτων είναι σύμφωνη με τον Γενικό Κανονισμό για την Προστασία Δεδομένων, όταν προβλέπεται από ειδική νομοθεσία και (γ) ελλείψει ειδικής νομοθεσίας, εναπόκειται σε κάθε υπάλληλο ή/και μέλος ΔΣ να αξιολογήσει αν είναι σκόπιμο να δημοσιεύσει το βιογραφικό του. Τέλος, η Επίτροπος κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η δημοσίευση των βιογραφικών σημειωμάτων των προσώπων που κατέχουν δημόσια αξιώματα εξυπηρετεί την αρχή της διαφάνειας.
Η κατάληξη της Επιτρόπου είναι, κατά την άποψή μου, η σωστή νομική προσέγγιση του θέματος και αντικατοπτρίζει και αυτό που θα πρέπει να ισχύσει για όλους τους πολιτικούς διορισμούς, είτε αφορούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου είτε κρατικές εταιρείες, ή θέσεις συμβούλων/ συνεργατών.
Αν θέλουμε να δούμε όλες τις πτυχές του θέματος, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι από τη μία πλευρά έχουμε το φαινόμενο άτομα να βλέπουν σε μία νύχτα πτυχές της ιδιωτικής τους ζωής, παντελώς άσχετες με τη θέση την οποία καλούνται να υπηρετήσουν, να γίνονται γνωστές στο ευρύ κοινό λόγω ενός διορισμού τους, συχνά με αρνητικό ή και προσβλητικό τρόπο και ενίοτε με διάθεση κουτσομπολιού. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η δικαιολογημένη ανάγκη της κοινωνίας να γνωρίζει αν ένα πρόσωπο που διορίζεται για να υπηρετήσει σε μια θέση έχει τα προσόντα και είναι κατάλληλο για τη θέση αυτή. Η ανάγκη αυτή είναι θεμιτή για τρεις βασικούς λόγους. Πρώτον, επειδή η αμοιβή των προσώπων που διορίζονται προέρχεται από τους φορολογούμενους. Δεύτερον, επειδή για να κριθούν οι πολιτικές αποφάσεις, οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν. Και τρίτον, επειδή υπάρχει έστω η ηθική υποχρέωση για διαφάνεια. Η διαφάνεια εξυπηρετεί τον έλεγχο και ο έλεγχος εξυπηρετεί τη λογοδοσία, όλα στοιχεία απαραίτητα στις σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες.
Έτσι, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα με το δίκαιο της ιδιωτικής ζωής, το ζήτημα απολήγει να είναι θέμα ισορροπίας. Με άλλα λόγια, πρέπει να βρούμε την ισορροπία μεταξύ του ποιες και πόσες πληροφορίες πρέπει να γνωρίζουμε, ποιος σκοπός εξυπηρετείται από την αποκάλυψή τους και, φυσικά, αν ο σκοπός εξυπηρετείται με την αποκάλυψη λιγότερων πληροφοριών. Για παράδειγμα, δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς η δημοσιοποίηση πτυχών της αυστηρά προσωπικής ζωής ενός προσώπου που διορίζεται σε δημόσια θέση εξυπηρετεί οποιονδήποτε θεμιτό σκοπό. Ταυτόχρονα, δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς οι πληροφορίες σχετικά με τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα ενός ατόμου που καλείται και αποδέχεται να υπηρετήσει σε δημόσια θέση, καθώς και η προηγούμενη επαγγελματική εμπειρία του προστατεύονται από τη νομοθεσία περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Τέλος, στο κάδρο θα πρέπει να μπει και το είδος του αξιώματος. Άλλος είναι π.χ. ο πήχης για την προστασία των προσωπικών δεδομένων ενός μέλους ΔΣ και άλλος ο πήχης για τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Το ζήτημα θα μπορούσε σίγουρα να επιλυθεί μια και καλή από τους νομοθέτες, με τρόπο που η εκάστοτε κυβέρνηση να υποχρεούται να δημοσιεύει τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα, την εμπειρία και την τεχνογνωσία όλων των προσώπων που διορίζονται ή με άλλο τρόπο προσλαμβάνονται για να υπηρετήσουν σε ειδικές θέσεις. Αυτό, από μία πρόχειρη έρευνα, φαίνεται να ισχύει σε ορισμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είμαι βέβαιη ότι με την κατάλληλη πολιτική βούληση θα μπορούσαμε να αντλήσουμε καθοδήγηση και να υιοθετήσουμε τις καλές πρακτικές άλλων χωρών. Ιδού η Ρόδος.
Αλεξία Κουντουρή, Δικηγόρος
Tassos Papadopoulos & Associates LLC.