Επιστολές προς τον Δήμαρχο Λευκωσίας, Κωνσταντίνο Γιωρκάτζη, απέστειλε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Β, σε σχέση με την εντολή του να κατεδαφιστούν τα διατηρητέα κτήρια απέναντι από τον υπό ανέγερση Καθεδρικό Ναό.
Στην πρώτη επιστολή του, ο Προκαθήμενος της Κυπριακής Εκκλησίας αναλαμβάνει τη δέσμευση όπως επαναφέρει τις οικοδομές, σύμφωνα με τις υποδείξεις και τους όρους από τις Τεχνικές Υπηρεσίες του Δήμου, εντός συμφωνημένου χρονοδιαγράμματος.
Όπως σημειώνει στην επιστολή «με πρωτοβουλία της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και την αγαστή συνεργασία όλων των αρμόδιων φορέων, ένα μεγάλο σχέδιο για την αναβάθμιση και τον εξωραϊσμό της περιοχής, που βρίσκεται πέριξ της Αρχιεπισκοπής βρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια, με αποτελέσματα που είναι ήδη ορατά σε περιοίκους και επισκέπτες της περιοχής».
«Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας», σημειώνει, «έχουν ήδη αποκατασταθεί και αναστηλωθεί αρκετά διατηρητέα κτίρια».
Διαβεβαιώνει ότι μέλημα της Αρχιεπισκοπής ήταν και παραμένει «η διατήρηση του χαρακτήρα και της ταυτότητας της περιοχής, δημιουργώντας μια ενιαία φυσιογνωμία σε αυτή την ιστορική περιοχή της πρωτεύουσας, συμφώνως προς όλες τις νόμιμες προδιαγραφές και με τη συνεργασία όλων των αρμόδιων υπηρεσιών».
Στην επιστολή του προβαίνει σε επεξηγήσεις των λόγων που τον οδήγησαν στην απόφαση της κατεδάφισης.
Όπως αναφέρει, «το ακίνητο είχε υποστεί σημαντικές φθορές, αλλά μετά από τα έντονα καιρικά φαινόμενα που σημειώθηκαν εντός του Σαββατοκύριακου, οι πλινθόκτιστοι τοίχοι απορρόφησαν μεγάλες ποσότητες νερού, με αποτέλεσμα μέρος αυτών να καταρρεύσει, παρασύροντας μέρος της στέγης και καθιστώντας το επικίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια».
Επιπλέον, σημειώνει ότι «το εν λόγω υποστατικό ήταν προγραμματισμένο να ανακαινιστεί στο εγγύς μέλλον και ήδη δαπανήθηκαν αρκετά χρήματα στην μερική στήριξή του».
«Δυστυχώς», επισημαίνει, «οι εργασίες δεν πρόλαβαν να πραγματοποιηθούν έγκαιρα και οι μεγάλες φθορές που είχε ήδη υποστεί το ακίνητο, σε συνδυασμό με τα ακραία φαινόμενα που έλαβαν χώρα τις τελευταίες ημέρες, οδήγησαν σε μερική κατάρρευσή του».
Σημειώνει ακόμα ότι η Ιερά Αρχιεπισκοπή δεν προχώρησε στην κατεδάφιση των εν λόγω κτιρίων, αλλά στο καθαρισμό και αφαίρεση των επικίνδυνων τμημάτων του συγκροτήματος.
Εκφράζει ακόμα την ετοιμότητα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου να επαναφέρει τις προαναφερόμενες οικοδομές, σύμφωνα με τις υποδείξεις και τους όρους από τις Τεχνικές Υπηρεσίες του Δήμου Λευκωσίας και σε συμφωνία με αυτές, εντός συμφωνημένου χρονοδιαγράμματος.
Εξάλλου, ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου απέστειλε δεύτερη επιστολή, ως απάντηση στον Δήμο Λευκωσίας σχετικά με τους όρους που θέτει η Τεχνική Υπηρεσία του και ειδικότερα για το χρονοδιάγραμμα υλοποίησής του (εντός 15 ημερών).
Όπως αναφέρει στην επιστολή του, η Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου «υιοθετεί πλήρως» τους όρους. Σημειώνει ότι «ήδη έχουν δοθεί οδηγίες στους συμβούλους του έργου του Καθεδρικού Ναού και σε συνεργασία με το Τεχνικό Τμήμα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής για υποβολή της ζητούμενης αναθεωρημένης μελέτης και την εκτέλεση κατασκευαστικών εργασιών, όχι μόνο για την αποκατάσταση των κατεδαφισθέντων, αλλά για ολόκληρο το κτηριακό συγκρότημα στον περίβολο του Καθεδρικού Ναού».
«Άλλωστε αυτή ήταν η υποχρέωσή μας, που πηγάζει από την πολεοδομική άδεια και σε καμιά περίπτωση δεν είχαμε πρόθεση να αποκλίνουμε από τους όρους αυτής. Προς επιβεβαίωση των ως άνω, παραπέμπουμε στα κτήρια που έχουν ήδη αποκατασταθεί και σε αυτά που αποκαθίστανται, επί της ιδίας οδού (κτήριο Παλλαρή και Θεολογική Σχολή)», καταλήγει.
Πηγή: ΚΥΠΕ