Βολές κατά της Κυβέρνησης εξαπέλυσαν χθές κόμματα της αντιπολίτευσης, στη διάρκεια της συνεδρίας της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ελέγχου, που συνέχισε τη συζήτηση για τις συμβάσεις που υπογράφηκαν με τις αναδόχους εταιρείες για την ανάληψη της διαχείρισης του λιμανιού Λεμεσού, με βουλευτές να κάνουν λόγω για ενδεχόμενη διασπάθιση από την εφαρμογή τους.
Την ίδια ώρα, θέμα κρατικής ενίσχυσης λόγω της αποζημίωσης, που προβλέπεται με βάση τη συμφωνία, να καταβάλλεται στον επενδυτή του λιμανιού Λεμεσού σε περίπτωση που το διακινούμενο φορτίο στο λιμάνι Λάρνακας ξεπερνά τις 900,000 τόνους ετησίως, έθεσε ο Γενικός Ελεγκτής.
Από την πλευρά του το κυβερνών κόμμα απάντησε στις επικρίσεις, υπεραμυνόμενο των συμβάσεων και της ιδιωτικοποίησης του λιμανιού.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Μεταφορών Αλέκος Μιχαηλίδης, ο οποίος διετέλεσε πρόεδρος της Αρχής Λιμένων Κύπρου (ΑΛΚ) κατά τη διάρκεια της ιδιωτικοποίησης του λιμανιού της Λεμεσού, ανέφερε ενώπιον των βουλευτών ότι είναι υπερβολή να λέγεται ότι η συμφωνία είναι ετεροβαρής για το κράτος. «Εμείς λέμε ότι η προσπάθεια του Υπουργείου στέφθηκε με επιτυχία», είπε. Πρόσθεσε ότι το Υπουργείο είχε την εντύπωση ότι οι ανησυχίες που είχαν διατυπωθεί από τη Νομική Υπηρεσία είχαν διασκεδαστεί μετά τις κοινές συναντήσεις που έγιναν με τους νομικούς συμβούλους της Κυβέρνησης από το Λονδίνο, που προσλήφθηκαν με τη σύμφωνη γνώμη της Νομικής Υπηρεσίας.
Ο κ. Μιχαηλίδης υπενθύμισε ότι η εμπορικοποίηση του λιμανιού ήταν μια μνημονιακή υποχρέωση και υπήρχαν χρονοδιαγράμματα πολύ αυστηρά και σύντομα, γι’ αυτό, είπε, γινόταν πάντοτε αγώνας δρόμου προκειμένου να έχει το Υπουργείο έγκαιρα τις απόψεις της Νομικής Υπηρεσίας. Για να επιταχυνθεί αυτή η συνεργασία είπε, το Υπουργείο εισηγήθηκε στον Γενικό Εισαγγελέα να εργοδοτήσει ένα ιδιώτη δικηγόρο που θα ήταν συνέχεια με την ομάδα που προωθούσε το έργο, εισήγηση η οποία απορρίφθηκε από τη Νομική Υπηρεσία.
Σε σχέση με το αγκυροβόλιο, είπε ότι αποφασίστηκε να συμπεριληφθεί στις θαλάσσιες υπηρεσίες που θα περνούσαν στα ιδιωτικά χέρια για λόγους καλύτερου συντονισμού. Όπως εξήγησε, είναι πιο σωστό όποιος παρέχει τις θαλάσσιες υπηρεσίες να συντονίζει και το αγκυροβόλιο, αφού πλοία αγκυροβολούν για κάποιες ώρες μέχρι να μπουν στο λιμάνι.
Σύμφωνα με τον Γενικό Ελεγκτή Οδυσσέα Μιχαηλίδη, η Ελεγκτική Υπηρεσία θεωρεί ότι η πρόνοια στη συμφωνία για αποζημίωση του επενδυτή του λιμανιού Λεμεσού όταν το διακινούμενο φορτίο στο λιμάνι Λάρνακας ξεπερνά τις 900,000 τόνους ενδεχομένως να συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση γιατί ουσιαστικά προβλέπεται αποζημίωση στον ανάδοχο πέραν του πραγματικού κόστους, όποιον κι αν είναι αυτό, θέση που, όπως είπε, βρίσκει σύμφωνο τον Έφορο Κρατικών Ενισχύσεων. Η θέση του Εφόρου, εξήγησε, υπερισχύει της συμφωνίας και θα πρέπει να γίνει αναπροσαρμογή της συμφωνίας.
Εκπρόσωπος του Υπουργείου ανέφερε ότι τον Μάρτιο του 2018 λήφθηκε επιστολή από τον Έφορο Κρατικών Ενισχύσεων, που μιλά για ενδεχόμενη κρατική ενίσχυση με βάση τη συμφωνία και ζητά τη θέση της Νομικής Υπηρεσίας και γι’ αυτό το Υπουργείο ζητά γραπτώς τη θέση της Νομικής Υπηρεσίας για να δει πώς θα προχωρήσει. Ο ανάδοχος, όπως αναφέρθηκε, ζητά αποζημίωση η οποία υπολογίζεται ότι δεν ξεπερνά τις €50,000.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Μεταφορών είπε ότι το πλαφόν των 900,000 τόνων στο διακινούμενο φορτίο στο λιμάνι Λάρνακας καθορίστηκε σε μια περίοδο που υπήρχε πολλή αναστάτωση και συζήτηση για το κατά πόσον το λιμάνι Λάρνακας θα εξελισσόταν σε εμπορικό λιμάνι στο οποίο θα επιτρέπονταν και φορτία εταιρειών υδρογονανθράκων ή όχι.
«Κρίθηκε ότι το να μπει ένα όριο στο πόσες εμπορικές δραστηριότητες θα έκανε το λιμάνι Λάρνακας ήταν πιο σωστό και ήταν κάτι που επιθυμούσε και η Λάρνακα. Υπήρχαν διάφορες συζητήσεις για το ποσό των τόνων που θα έμπαινε στο πλαφόν. Ως υπηρεσιακοί λέγαμε τότε στις συζητήσεις αυτές ότι 900,000 ήταν χαμηλό όριο και επιμέναμε σε πιο ψηλό όριο», είπε.
Συνέχισε λέγοντας ότι η εμπορικοποίηση του λιμανιού της Λάρνακας πάντοτε προνοούσε ότι θα είχε περιορισμένες εμπορικές δραστηριότητες για την εξυπηρέτηση και μόνο των προϊόντων της επαρχίας Λάρνακας και της ελεύθερης επαρχίας Αμμοχώστου.
Η συμφωνία για το λιμάνι Λεμεσού, είπε, έδινε δικαίωμα στον ανάδοχο να ζητήσει τερματισμό της συμφωνίας αν ξεπεραστεί αυτό το όριο των 900,000 τόνων και λόγω του ότι η πρόνοια αυτή ήταν πολύ αυστηρή, διαφοροποιήθηκε ο όρος και καθορίστηκε η αποζημίωση.
Το κράτος εισέπραξε όσα έπρεπε, λέει η Εφορος Εσωτερικού Ελέγχου
Κατά την Έφορο Εσωτερικού Ελέγχου της Δημοκρατίας Άννα Ζαβού- Χριστοφόρου, τα έσοδα που έχουν εισπραχθεί μέχρι σήμερα από το κράτος είναι αυτά που θα έπρεπε να εισπραχθούν.
Όπως εξήγησε, τα έσοδα που έδωσαν οι ανάδοχοι στο κράτος μετά την ιδιωτικοποίηση είναι ελαφρώς χαμηλότερα, από αυτά που είχαν συμφωνηθεί. Ανέφερε ωστόσο ότι αν ληφθεί υπόψιν ότι τα έσοδα που εισέπραξε το κράτος για το 2017 ήταν για 11 μήνες και αν γίνει αναγωγή στους 12 μήνες τότε είναι περίπου όσα είχαν υποσχεθεί για το πρώτο έτος.
Σύμφωνα με τον Νίκο Χασάπη, λογιστή του Υπουργείου Μεταφορών, η ανάλυση των οικονομικών αποτελεσμάτων δείχνει ότι από τις 29/1/2017, που το λιμάνι πέρασε στα χέρια των ιδιωτών, μέχρι χθες τα έσοδα που εισέπραξε η Κυβέρνηση ανήλθαν σε €58,9 εκ.
Από αυτά €10 εκ. εισπράχθηκαν ως προκαταβολή το 2016, μέρισμα για το 2017 €36,4 εκ., και μέρισμα το 2018 €12,4 εκ. μέχρι στιγμής.
«Με αυτά τα νούμερα, αν κάνουμε μια απλή αναγωγή, γιατί το 2017 λειτούργησε το λιμάνι κάτω από το νέο καθεστώς για έντεκα μήνες, σημαίνει ότι για δώδεκα μήνες τα έσοδα ενδεχομένως να ανέρχονταν σε €39,8 εκ. Συγκρίνοντας αυτό το ποσό με το κέρδος της ΑΛΚ για το 2016 που ήταν €34,2 εκ. προκύπτει ότι υπάρχει μια αύξηση κατά €5,6 εκ. ή 16,4%» εξήγησε.
Παράλληλα είπε ότι δεν γίνεται αναφορά στις επενδύσεις που θα κάνουν οι επενδυτές, οι οποίες, σύμφωνα με μελέτη, σε περίοδο 25 χρόνων θα ανέλθουν σε περίπου €113 εκ.
Ο μέσος όρος κερδοφορίας της ΑΛΚ για την περίοδο 2012-2016 είναι €22,4 εκ. σε σχέση με €39 εκ. το 2017, μετά την αναγωγή, στα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται τα έσοδα της Αρχής για το νότιο μέρος του λιμανιού που δεν έχει δοθεί στους επενδυτές.
Ο Γενικός Ελεγκτής Οδυσσέας Μιχαηλίδης είπε ότι εάν ο όγκος του διακινούμενου φορτίου στο λιμάνι Λεμεσού αυξανόταν κατά 6%-9% τότε θα προέκυπτε όφελος σε σχέση με τα έσοδα της Δημοκρατίας, ενώ αν ήταν λιγότερος θα προέκυπτε ζημιά, αλλά, όπως ανέφερε, η Ελεγκτική Υπηρεσία δεν γνωρίζει ποια ήταν τα στοιχεία για το 2017.
Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου ανέφερε, σε σχέση με τις ταρίφες, ότι υπάρχουν εμπορευόμενοι που έχουν επωφεληθεί και άλλοι που έχουν δει τα κόστη τους να πηγαίνουν προς τα πάνω.
Εκπρόσωπος του ΚΕΒΕ είπε ότι οι ταρίφες για κάποια προϊόντα μειώθηκαν, ενώ για άλλα αυξήθηκαν. Προβλήματα, όπως ανέφερε, διαπιστώνονται και σε σχέση με τις μη ρυθμιζόμενες ταρίφες. «Έχουμε καταλήξει σε συμβιβαστικές λύσεις με τη Eurogate, αλλά όχι ικανοποιητικές για όλα τα εμπορεύματα», ανέφερε.
Η ΠΟΒΕΚ ανέφερε ότι τα κόστη στο λιμάνι ανέβηκαν, ιδιαίτερα με τη DP. Η δικαιολογία, όπως λέχθηκε, είναι ότι επιβάλλει και η ΑΛΚ κάποια τέλη, κάτι το οποίο διαψεύσθηκε από τους εκπροσώπους της Αρχής. Ο εκπρόσωπος της ΠΟΒΕΚ ανέφερε μάλιστα ότι οι εισαγωγείς κατευθύνονται πλέον στο λιμάνι της Λάρνακας.
«Σήμερα όλοι μας προτιμούμε την Αρχή Λιμένων στη Λάρνακα. Γιατί η Αρχή Λιμένων στη Λάρνακα δουλεύει πιο αποτελεσματικά και πιο φθηνά σε ό,τι αφορά τις ταρίφες» είπε ο διευθυντής του Συνδέσμου Ναυτικών Πρακτόρων Κύπρου, Λευτέρης Κουζαπάς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε μερικά σημεία η συμφωνία που έγινε είναι λεόντειος, δήλωσε ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ελέγχου Ζαχαρίας Κουλίας.
Ειδικότερα είπε πως η συμφωνία για το αγκυροβόλιο έγινε με εντελώς απαράδεκτο τρόπο και έκανε λόγο για μέγα σφάλμα, καθώς και στη μη ανανέωση της συμφωνίας που αφορούσε την φιλοξενία πλοίων της UΝΙFIL στην ανατολική προβλήτα του λιμανιού, που απέφερε έσοδα 3 εκ. ετησίως στο κράτος.
«Τέτοιες αγκυλώσεις ήταν απαράδεκτες. Υπάρχουν και τα συν και τα πλην στο όλο σύστημα, αλλά σε κάποια τα ατοπήματα είναι θανάσιμα» είπε ο κ. Κουλίας, σύμφωνα με τον οποίο, η Επιτροπή θα αποστείλει τα συμπεράσματά της στον Γενικό Εισαγγελέα.
Οι θέσεις της Νομικής Υπηρεσίας για τις συμβάσεις δεν λήφθηκαν υπόψιν, σημείωσε, και κάποιοι ενήργησαν με ταχύτητα φωτός για να υπογράψουν τα συμβόλαια.
Από την πλευρά του, ο βουλευτής ΔΗΣΥ Μάριος Μαυρίδης είπε πως όχι μόνο δεν έγιναν κακές συμφωνίες στο θέμα της ιδιωτικοποίησης του λιμανιού, αλλά οι συμφωνίες που έγιναν προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
«Η σύγκριση που γίνεται μετά από ένα χρόνο ιδιωτικοποίησης δεν είναι ορθή γιατί για να δεις τα αποτελέσματα σε βάθος χρόνου πρέπει να περάσουν χρόνια. Ακόμα κι αν κάνεις αυτή τη σύγκριση προκύπτει ότι τα έσοδα του κράτους από την ιδιωτικοποίηση είναι ελαφρώς αυξημένα σε σχέση με πέρσι», σημείωσε, αναφέροντας ότι απορρίπτει κατηγορηματικά την κριτική. Η ιδιωτικοποίηση, είπε, έχει ωφελήσει τον Κύπριο φορολογούμενο και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών στο λιμάνι.
Η κριτική που γίνεται, είπε ο κ. Μαυρίδης, δεν έχει λάβει υπόψιν τις επενδύσεις που θα κάνει ο επενδυτής τα επόμενα χρόνια που ανέρχονται σε 113 εκ., ούτε τη βελτίωση στην ποιότητα των υπηρεσιών που προκύπτει από τη διαχείριση από τρεις ιδιωτικές εταιρείες.
Δεν λαμβάνει υπόψιν, πρόσθεσε, τον εξορθολογισμό των χρεώσεων για τις υπηρεσίες και το ότι πλέον δεν υπάρχουν παραθυράκια για διαπλοκή και διαφθορά μεταξύ των εμπορευόμενων και των εμπλεκόμενων στο λιμάνι
«Το θέμα δεν είναι οικονομικό, το θέμα για την αντιπολίτευση είναι ιδεολογικό. Εμείς είμαστε αντίθετοι με τον κρατισμό. Θέλουμε η οικονομία να λειτουργεί περισσότερο με την ιδιωτική πρωτοβουλία παρά με την κρατική παρέμβαση», είπε.
Η κυβέρνηση Αναστασιάδη – Συναγερμού διαμόρφωσε και υπέγραψε κάκιστες συμφωνίες για το λιμάνι Λεμεσού, δήλωσε ο βουλευτής του ΑΚΕΛ Στέφανος Στεφάνου, παραπέμποντας στις διαπιστώσεις του Γενικού Ελεγκτή, της Νομικής Υπηρεσίας, καθώς και της Επιτροπής Ελέγχου.
«Η κυβέρνηση κατέστησε την Κύπρο όμηρο των ιδιωτών που σήμερα νέμονται το κέρδος από το λιμάνι. Υπάρχουν βαρύτατες ευθύνες για τις ετεροβαρείς σε βάρος του κράτους και του δημοσίου συμφωνίες που υπέγραψε η κυβέρνηση για το λιμάνι. Πρέπει να λογοδοτήσει η κυβέρνηση και γι’ αυτό η έκθεση του Γενικού Ελεγκτή πρέπει να πάει στη Γενική Εισαγγελία για να δούμε ποιοι έχουν τις ευθύνες και ποιοι πρέπει να πληρώσουν το τίμημα γι’ αυτές τις κάκιστες συμφωνίες που είναι εις βάρος του δημοσίου και είναι διασπάθιση δημοσίου χρήματος», σημείωσε ο κ. Στεφάνου.
Με τις συμφωνίες της κυβέρνησης Αναστασιάδη- Συναγερμού, είπε, η ΑΛΚ από κερδοφόρος ημικρατικός έγινε ζημιογόνος, τα έσοδα του κράτους από το λιμάνι Λεμεσού έχουν μειωθεί, το λιμάνι δεν έχει γίνει πιο ανταγωνιστικό σε σχέση με τα λιμάνια της περιοχής όπως διατεινόταν η κυβέρνηση, κι επειδή ακριβώς το λιμάνι δεν έχει γίνει πιο ανταγωνιστικό δεν αυξήθηκε ούτε το φορτίο που διακινείται στο λιμάνι.
Το σημαντικότερο, όπως ανέφερε, με τις συμφωνίες που υπέγραψε η κυβέρνηση με τους ιδιώτες έχει δεσμεύσει την Κυπριακή Δημοκρατία και δεν μπορεί η ΑΛΚ να αναπτύξει τα λιμάνια της Κύπρου σε μια περίοδο αυξημένης ζήτησης από εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο χώρο του φυσικού αερίου και ζητούν από την Κύπρο περισσότερες δυνατότητες για να καλύψουν τις ανάγκες τους.
Ειδική αναφορά έκανε στο πλαφόν που έχει τεθεί για το διακινούμενο φορτίο στο λιμάνι λάρνακας, το οποίο όταν υπερβαίνει το καθορισμένο όριο των 900 χιλιάδων τόνων το κράτος πληρώνει αποζημίωση στους ιδιώτες. Σημείωσε ακόμα ότι η ΑΛΚ δεν μπορεί να πραγματοποιήσει έργα διαπλάτυνσης και διεύρυνσης των δυνατοτήτων του λιμανιού Λεμεσού, κατασκευάζοντας νέο κρηπίδωμα που να μπορεί να αξιοποιείται, γιατί οι συμφωνίες δεν το επιτρέπουν.
Ο βουλευτής της ΕΔΕΚ Ηλίας Μυριάνθους δήλωσε ότι η συμφωνία της κυβέρνησης με την ιδιωτική εταιρεία διαχείρισης του λιμανιού είναι ετεροβαρής σε βάρος της πολιτείας και προς όφελος του ιδιώτη.
Από τη συμφωνία επιβεβαιώνεται ότι το κράτος έχει και θα έχει σημαντική απώλεια εσόδων και καταστρατηγεί την αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού, είπε και έκανε λόγο για μετατροπή της διαχείρισης του λιμανιού σε μονοπωλιακό καθεστώς προς όφελος των ιδιωτών, αφού με τις ρήτρες του συμβολαίου υποβαθμίζεται και το λιμάνι της Λάρνακας.
Είπε επίσης ότι «με τις συμφωνημένες ταρίφες για εισαγωγές και εξαγωγές κατά κύριο λόγο έχουν προκύψει κατακόρυφες αυξήσεις στις υπηρεσίες που αφορούν τα προϊόντα εξαγωγών με αποτέλεσμα τα κυπριακά προϊόντα να δέχονται ακόμα ένα πλήγμα στην ανταγωνιστικότητά τους».
Πηγή: KYΠΕ