Από έφηβη ακόμη «βυθίστηκε» σε ένα γοητευτικό κόσμο, ενέδωσε σε απαγορευμένες ηδονές, γνώρισε μυθικές μορφές και έφυγε μόνη της μέσα σε ένα διαμέρισμα στο Πεδίο του Άρεως
Η νεαρή μαθήτρια με την ποδιά δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από τον Ανδρέα Μπάρκουλη, τον οποίο συναντούσε κρυφά επί δύο χρόνια, από τότε που ήταν 13 ετών και τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν για πρώτη φορά.
Λεγόταν Διαμάντω Κουτροπούλου -το μισούσε το βαφτιστικό της όνομα- ήταν κόρη αξιωματικού της Χωροφυλακής και ορφανή από μητέρα, την οποία είδε να πεθαίνει μπροστά στα μάτια της, μέσα στο σπίτι που ζούσαν στην Κόρινθο όταν ήταν 12 ετών.
Η μετακόμιση στην Αθήνα άνοιξε πολύ νωρίς τα μάτια της μικρής, που από την επαρχία βρέθηκε στην Αθήνα της δεκαετίας του ‘60, μαθήτρια του 6ου Γυμνασίου Θηλέων στην Κυψέλη.
Το Διαμάντω έγινε Ματούλα και μετά ήρθε ο Μπάρκουλης, που ερωτεύθηκε την αθωότητά της και δεν την άγγιξε μέχρι να κλείσει τα 15 της χρόνια. Απλά πήγαινε και την έπαιρνε από το Γυμνάσιο με το αυτοκίνητο προκαλώντας εμφράγματα στις νεαρές μαθήτριες, που έπεφταν πάνω του, ζητώντας αυτόγραφο.
Όταν την «άγγιξε», ο πατέρας της έγινε έξαλλος με την κόρη του, ζητώντας να του αποκαλύψει το όνομα του εραστή της, κάτι που η Ματούλα αρνήθηκε να κάνει.
Κι αυτό ήταν η αρχή για μια ζωή που τα είχε όλα ενίοτε στον υπερθετικό βαθμό γι’ αυτή τη γυναίκα-πειρασμό που την ερωτεύθηκαν παθιασμένα, αλλά σχεδόν πάντα δραπέτευε, σαν μια αγριόγατα που δεν μπορούσε να ζήσει σε κλουβί.
Έζησε τους τελευταίους μήνες της πολυτάραχης ζωής της σε ένα διαμέρισμα στο Πεδίο του Άρεως, κοντά στα δικαστήρια της Ευελπίδων και έφυγε μόνη της, έχοντας αφήσει πίσω της μια ιστορία που θα μπορούσε άνετα να γίνει ταινία…