Η δημιουργία του ΤΕΠΑΚ και η εγκαθίδρυση του στο κέντρο της Λεμεσού ήταν το αποτέλεσμα πολλών θετικών παραγόντων αλλά κυρίως ήταν η συνισταμένη της ισχυρής βούλησης και το αποτέλεσμα της απαίτησης των δημοτών και των αρχών της πόλης.
Η Λεμεσός διεκδίκησε και πήρε το Πανεπιστήμιο, προβάλλοντας τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα και τον ρόλο της ως η ατμομηχανή της κυπριακής οικονομίας.
Η ύπαρξη αξιόλογων και διαθέσιμων κυβερνητικών κτιρίων ήταν ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο για την αρχική στέγαση του Πανεπιστημίου, αυτό όμως που κατέστησε το όραμα πραγματικότητα ήταν η αγάπη, η φροντίδα και η στοργή με την οποία αγκάλιασαν το νέο πανεπιστήμιο όλοι οι φορείς της πόλης, ο Δήμος Λεμεσού, το ΕΒΕΛ, το Συνεργατικό Ταμιευτήριο, οι ιδιοκτήτες ακινήτων, ο τεχνικός κόσμος και όλοι οι επαγγελματικοί φορείς.
Το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως έκανε ένα εξαιρετικό σχεδιασμό για στέγαση του Πανεπιστημίου σε δυο γειτονικούς πόλους, στο ιστορικό κέντρο και στη περιοχή του Παλιού Νοσοκομείου. Ταυτόχρονα διαμόρφωσε ένα εκτεταμένο κατάλογο κτιρίων και ανοικτών χώρων που έπρεπε να αποκτηθούν για να εξυπηρετηθούν οι αρχικές και οι μακροπρόθεσμες στεγαστικές ανάγκες του ΤΕΠΑΚ.
Οι τιμές των ακινήτων στο κέντρο της πόλης ήταν πολύ προσιτές και αν όλες οι εμπλεκόμενες κρατικές υπηρεσίες αποφάσιζαν με τη δέουσα ταχύτητα και αποτελεσματικότητα, το Πανεπιστήμιο θα είχε αποκτήσει όλα τα απαραίτητα, για τα επόμενα είκοσι χρόνια, κτίρια.
Δυστυχώς οι τεχνοκράτες του Υπουργείου Οικονομικών επέμεναν στην απαλλοτρίωση αντί της αγοράς των κτιρίων, γεγονός που περιέπλεξε νομικά το θέμα και αύξησε και το κόστος, με αποτέλεσμα την απόκτηση μόνο μικρού μέρους των όσων προκρίθηκαν ότι χρειάζονταν.
Δεν ήταν όμως μόνο αυτό. Ενώ υπήρχαν αποφάσεις των συσκέψεων υπό τον τότε Πρόεδρο α. Τάσσο Παπαδόπουλο για μετακίνηση του Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού, των υπηρεσιών που στεγάζονται στο Παλιό Νοσοκομείο και της Α΄ Τεχνικής Σχολής και τις οποίες επαναβεβαίωσαν οι επόμενοι Πρόεδροι της Δημοκρατίας, οι τεχνοκράτες ορισμένων Υπουργείων και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι αγνόησαν τις αποφάσεις και έμειναν γαντζωμένοι στα «δικά τους», με διάφορες δικαιολογίες και προφάσεις. Ενώ αρχικά μιλούσαν για «παλιά αποικιακά κτίρια», για «αχούρια», ξαφνικά αυτά έγιναν σπουδαία και αναντικατάστατα.
Φωτεινή εξαίρεση το Υπουργείο Εσωτερικών και το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, τα οποία με συντονισμένες ενέργειες καθόρισαν νέο χώρο για τη μεταφορά της Α΄ Τεχνικής Σχολής και από ότι αντιλαμβανόμαστε το έργο προχωρεί κανονικά.
Η τρίτη άτυχη στιγμή ασφαλώς ήταν οι επιπτώσεις από την οικονομική κρίση, η οποία από το 2011 επέβαλε σοβαρούς περιορισμούς στα διαθέσιμα ποσά για απαλλοτριώσεις και αποκαταστάσεις κτιρίων και οδήγησε αναπόφευκτα τις αρχές του ΤΕΠΑΚ στην αναζήτηση στεγαστικών λύσεων με ενοικιάσεις και προσαρμογές ιδιωτικών κτιρίων.
Τα πιο πάνω όμως δεν μπορούν να αποτελούν σήμερα επιχείρημα για την εγκατάλειψη του εγκριμένου πολυετούς, στεγαστικού προγραμματισμού και την διολίσθηση σε άλλες λύσεις που ουσιαστικά υπονομευουν το έργο και τις επενδύσεις που έγιναν μέχρι σήμερα.
Μας ανησυχούν ιδιαίτερα οι τοποθετήσεις που φανερώνουν διαθέσεις εγκατάλειψης των πολιτικών αποφάσεων και των πολύχρονων και δαπανηρών μελετών.
Αναφέρεται πλέον ως χώρος επέκτασης η περιοχή του Βερεγγάρια, που βρίσκεται βορείως του υπεραστικού και φυσιολογικά δημιουργούνται ερωτήματα:
Γιατί επιχειρείται απομάκρυνση από τους αρχικούς σχεδιασμούς;
Γιατί δεν προωθείται η αρχική απόφαση;
Γιατί μπαίνει θέμα δημιουργίας φοιτητικών εστιών και εργαστηρίων, όχι στην περιοχή του Παλιού Νοσοκομείου, αλλά κάπου μακριά, χωρίς καμιά μελέτη και με μοναδικό κριτήριο την διαθεσιμότητα γης;
Αρχικά μιλούσαν για δημιουργία εκεί κάποιων ανοικτών εγκαταστάσεων και αθλητικών χώρων. Τώρα πλέον γίνεται ανοικτά λόγος μεταφορά εκεί ουσιωδών υπηρεσιών.
Γιατί εγκαταλείπεται η αρχική απόφαση, η οποία πάρθηκε κατόπιν εκτεταμένης συζήτησης με όλους τους εμπλεκομένους;
Γιατί παραμερίζεται πλήρως το τεράστιο πλεονέκτημα ότι οι φοιτητές θα διακινούνται μέσα σε μερικά λεπτά από τα υφιστάμενα κτίρια στα νέα;
Γιατί διασπάται η κτιριακή υποδομή του Πανεπιστημίου σε τόσο απομακρυσμένους χώρους;
Αν γίνουν τα πιο πάνω, με μαθηματική ακρίβεια σε μερικά χρόνια το Πανεπιστήμιο, σιγά- σιγά θα μετακομίζει και θα επεκτείνεται μόνο στους χώρους του Βερεγγάρια, εγκαταλείποντας το κέντρο.
Τα εμβληματικά, διοικητικά και άλλα αρχικά κτίρια θα μετατραπούν σε δευτερεύοντα ή και μουσειακά εκθέματα που θα θυμίζουν απλώς την ίδρυση του ιστορικά.
Αν φύγει το Πανεπιστήμιο από τη πόλη, τα αρνητικά αποτελέσματα θα είναι αλυσιδωτά ιδιαίτερα για το κέντρο το οποίο πιθανότατα, θα πισωδρομήσει στην κατάσταση που ήταν πριν το 2000.
Διότι η πόλη, οι αρχές και οι άνθρωποι της τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια προσανατολίστηκαν και προσαρμόστηκαν πολεοδομικά, οικοδομικά και οικονομικά στην προοπτική του Πανεπιστημίου. Το Σχέδιο Πόλης διαμορφώθηκε με βάση αυτά τα δεδομένα που περιλαμβάνουν την φοίτηση, στέγαση και εξυπηρέτηση των καθηγητών, σπουδαστών και διοικητικών με οικιστικά καταλύματα, χώρους εστίασης , αναψυχής και πολλά άλλα.
Διερωτόμαστε πραγματικά πόσοι από τους Λεμεσιανούς παρακολουθούν τις εξελίξεις και αν έχουν αντιληφθεί τον κίνδυνο που παραμονεύει.
Οι ευθύνες της Κυβέρνησης, των τεσσάρων υπουργείων που εμπλέκονται, του ΤΕΠΑΚ, των βουλευτών της Λεμεσού, των επιστημονικών και επαγγελματικών φορέων είναι τεράστιες διότι προωθούν ή το λιγότερο ανέχονται μια σταδιακή αλλά ουσιαστική ανατροπή αποφάσεων και σχεδιασμών, σε βάρος του Δήμου Λεμεσού.
Ιδιαίτερο βάρος ευθύνης αναλαμβάνει ο Δήμαρχος και το Δημοτικό Συμβούλιο Λεμεσού, που οφείλουν να είναι οι θεσμοθετημένοι υπερασπιστές και οι φρουροί των συμφερόντων της πόλης.
Μας δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν τους απασχολεί το θέμα. Πρέπει όμως να γνωρίζουν ότι η διαφαινόμενη μετακίνηση του Πανεπιστημίου θα πλήξει καίρια την πόλη της Λεμεσού και θα εκθέσει όλους, ανεξαίρετα και ανεπανόρθωτα.
Κρίστιαν Αργυρίδου Χρίστου
Αρχιτέκτονας