Κυριακή. Κι είναι βάσανο ο φίλος που φωνάζει εκδρομή.
Αποκοιμήθηκα και αργήσαμε να ξεκινήσουμε. Είχα πει με διδακτικό ύφος: Κουλίτα, θα ξεκινήσουμε νωρίς, πριν από το μεσημέρι. Η αντίστροφη ρόλων -να έχω καθυστερήσει εγώ – βοηθάει κάθε σχέση στην αποδοχή, στην ανεκτικότητα, στην ενσυναίσθηση. Η Κουλίτα με περίμενε με υπομονή κι ας πια δεν ήταν μεσημέρι, μα μπαίναμε στο απόγευμα.
Για πού με ρωτάει;
Βόλτα ορεινή Λεμεσό λέω.
Μπαίνουμε στο αμάξι μου. Κίτρινο, τοσοδούλικο το αμάξι. Όμορφη και ευτυχισμένη η φίλη μου. Μου αρέσει που είναι δίπλα μου. Αγαπώ τις εκδρομές με ανθρώπους που αγαπώ.
Η Λεμεσός δεν είναι μόνο η θάλασσά της. Η Λεμεσός είναι και το όμορφο βουνό της και όλα τα χωριά του. Όταν η Ιζαμπέλ λέει πως θέλει να πάμε βουνό, ξέρω πως θέλει να με πάρει βόλτα στο χωριό της, που έχει και το όνομα έχει και τη χάρη. Με το κίτρινό της φιατάκι, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο χωριό που λέγεται Βουνί! Το βουνό και η φύση είναι διέξοδος στην εποχή της πανδημίας. Ως φιλόλογος έχω εμμονή με τις λέξεις. Παίζω στο μυαλό μου τη λέξη «διέξοδος» και σκέφτομαι πως φτιάχνεται από το «διά» και το «έξοδος» και η «έξοδος» από το «εκ» και την «οδό». Σκέφτομαι πόσο μας λείπει η ψυχαγωγική έξοδος και όλες οι οδοί ψυχαγωγίας! Ταλαιπωρήθηκε η ψυχή μας από λέξεις σχετικές με εγκλεισμό… Κι όμως ήρθε η άνοιξη…
Μια εποχή που η φύση ανοίγει. Όλα ανοίγουν. Μια εποχή φέτος συμβολική, γιατί περίμενα μετά την πανδημία να ξανανοίξει η ζωή, τα στέκια μας, οι παλιές μας συνήθειες. Κι άλλοι, που πέρασαν ακόμη πιο δύσκολα, περίμεναν να ξεκινήσει η ζωή τους, η δουλειά τους, πάλι κανονικά. Επανεκκίνηση. Αναγέννηση. Αυτό είναι η άνοιξη και φέτος επιβάλλεται να έρθει νωρίς.
Βλέπω αμυγδαλιές στον δρόμο. Από τότε που διάβασα τον μύθο για την αμυγδαλιά ένιωθα μια ταύτιση κι ας ακούγεται μελό και ψευδορομαντικό. Ανθίζω μέσα σε χειμώνες. Τρελή και παράλογη. Καταλήγω ότι η άνοιξη είναι εσωτερική υπόθεση κι όχι εξωτερική γιατί αν και έκανε φοβερό κρύο ακόμη… όλα μέσα μου φώναζαν άνοιξη. Εσύ Κουλίτα; Τι σκέφτεσαι;
Σκέφτομαι ότι είμαι χωριατοπούλα. Αν με ρωτούσαν τρία στοιχεία της ταυτότητάς μου, το ένα θα ήταν πως είμαι από χωριό. Μεγάλωσα παίζοντας στα χώματα, στα γήπεδα. Το καλοκαίρι έμπαινα σπίτι όταν νύχτωνε και φορούσα συνέχεια μια από εκείνες τις λευκές αθλητικές μπλούζες που μέχρι το βράδυ ήταν γεμάτη ιδρώτα και λεκέδες. Το πρωί, μόλις ξυπνήσω, ανοίγω παντζούρια γιατί θέλω να δω φως. Όταν βρεθώ σε χώρο χωρίς παράθυρα, ψάχνω εξόδους κινδύνου. Ηρεμώ όταν βλέπω πράσινο. Ηρεμώ όταν βλέπω ήλιο. Είμαι ευτυχισμένη όταν βλέπω ήλιο και πράσινο.
Ξαφνικά της προτείνω να πάμε Σούνι. Εκεί ανάμεσα στα πεύκα είναι ένα ατέλειωτο σπίτι, απομεινάρι μιας ζωής που δεν ολοκληρώθηκε. Μα εκεί ανάμεσα στα πεύκα είναι και παιδικές μου αναμνήσεις. Κυριακές, Καθαρές Δευτέρες, αργίες 25ης και 1ης Απριλίου. Ημέρες ελευθερίας στη φύση. Η Κουλίτα συγκινείται με το σπίτι που έμεινε στα μισά. Σκέφτομαι ότι κάθε ατέλειωτο σπίτι είναι σαν ένα ατέλειωτο ποίημα. Εγώ πλέον τα σπίτια τα βλέπω πολύ διαφορετικά. Από την οικονομική κρίση και μετά υπάρχει μια “δυσκολία” στην “ευκολία” του μέσου Κύπριου στο να αποκτήσει κάτι που είναι θεμελιώδες δικαίωμα. Το δικαίωμα στην κατοικία. Πλέον αυτό το δικαίωμα διακλαδώνεται σε άλλες λέξεις: τράπεζα, δάνειο, δόσεις, τόκοι.
Τυχεροί όσοι έχουν ένα κομμάτι γης που τους ανήκει. Πιο τυχεροί όσοι ξέρουν ότι αυτοί ανήκουν στη γη και όχι το αντίστροφο.
Θυμάμαι μια γριούλα σε μια εκπομπή που είπε : Εγώ εν τζιαι θέλω πολλά για να είμαι ευτυχισμένη. Ένα μικρό σπίτι και έναν κήπο ως που φτάνουν τα αμμάθκια μου.
Ξαπλώνω στο χορτάρι. Γίνομαι λίγο παιδί. Εκείνο το παιδί που έχτισε σπίτια από κουκουνάρια και πέτρες και που ένιωθε ότι είχε όλη τη ζωή μπροστά της, χρόνια πριν. Που δεν θα έκανε τόσα λάθη. Που θα όριζε αυτή το μέλλον της. Που θα έχτιζε ένα σπίτι μέσα στο δάσος.
Υπάρχει μια κυπριακή έκφραση, Ιζαμπέλ, που λέει το εξής: «Σε αυτό το κομμάτι γης ρίζει ο τάδε και ένας δεύτερος τάδε και ένας τρίτος τάδε». Και τούτο δηλώνει συνιδιοκτησία γης. Κάθε φορά που ακούω αυτή την κυπριακή έκφραση ενθουσιάζομαι με το ρήμα «ρίζω» . Αναρωτιέμαι αν το κυπριακό ρήμα «ρίζω» προέρχεται από το ρήμα «ορίζω» ή τη λέξη «ρίζα» . Ανοίγω το λεξικό της Μεσαιωνικής και Νεότερης Κυπριακής Διαλέκτου του Κ.Γ. Γιαγκουλλή (δώρο πολύτιμο από τον πρώην δήμαρχο Λεμεσού, Αντρέα Χρίστου) και διαβάζω : ρίζω-ορίζω [αρχ. ορίζω] κατέχω εξουσιάζω, διατάζω. «Σαν έναν κτήμαν έρημον που ’ν έχει να το ρίσουν».
Έτσι έγινε ο τόπος μας, η γη μας; Ένα κτήμα που δεν μας ανήκει πια; Ένα κτήμα που οι κτηματίες και οι ιδιοκτήτες δεν είναι πια οι ντόπιοι; Κι αφού μάς παίρνουν οι τράπεζες τη γη μας, μήπως σε λίγο καιρό δεν θα μπορούμε να ορίσουμε, να εξουσιάσουμε τη γη μας; Να σου πω τι είπε ο Σεφέρης, Ιζαμπέλ; Πόσο κουραστικοί είναι οι φιλόλογοι όταν παραπέμπουν συνεχώς στο τι είπε ο τάδε ποιητής! Μα πρέπει να σου πω τι είπε. Άντεξέ με. Λοιπόν, είπε:
« Ο άνθρωπος έχει ρίζες, κι όταν τις κόψουν πονεί, βιολογικά, όπως όταν τον ακρωτηριάσουν.
Φοβάμαι πως λόγω οικονομικών συνθηκών, φεύγουν οι νέοι για έξω, μεταναστεύουν για δουλειά, εμείς που μένουμε αναγκαστικά πουλάμε τη γη μας και χάνουμε τις ρίζες μας, Ιζαμπέλ. Δεν ρίζουμε πια. Τελικά τι είμαστε; Τι είμαι; Είμαι η λεμονιά της αυλής του σπιτιού μου. Θα το κάνω ποίημα μια μέρα αυτό. Και θα σου πω πόσο μου άρεσε μικρή να τρώω λεμονόκουπες ξινές. Μα τώρα είναι η σειρά σου να μιλήσεις.
Έχω γράψει ένα ποίημα για τη λεμονιά στην αυλή του σπιτιού μου. Πόσο ο-μοιάζουμε, Κουλίτα. Συνεχίζουμε για το Βουνί. Το χωριό μου. Είναι το πιο όμορφο χωριό στον κόσμο λέει ο πατέρας μου όταν κάποιες φορές με έβαζε να σταματήσουμε στον δρόμο για να το αγναντέψει από μακριά. Ξέρω ότι έτσι λέει ο καθένας για το χωριό του. Στο χωριό που γεννήθηκε ο πατέρας μου πλέον δεν έχει σπίτι. Ούτε και εγώ. Μα όταν βλέπω το δίπατο αρχοντικό που κάποτε ανήκε στην οικογένεια Αχιλλέως, στο κέντρο του χωριού, εγώ το νιώθω δικό μου κι ας λέει άλλα ο τίτλος ιδιοκτησίας.
Όλα κλειστά στο χωριό. Το πανέμορφο γραφικό καφενείο κλειστό. Μιλώ με τον κύριο Αντρέα για το πώς πέρασαν την πανδημία οι μόνιμοι κάτοικοι. Η ζωή στο χωριό σε επιστρέφει στις βασικές σου ανάγκες. Κάτι που μας υπενθύμισε και εμάς η πανδημία. Ίσως η ζωή στο χωριό να ήταν τελικά πιο ελεύθερη στα χωριά χωρίς πολλούς ελέγχους και διατάγματα. Ο κύριος Αντρέας είναι από το Ριζοκάρπασο. Εκεί είναι οι δικές του ρίζες κι ας τώρα είναι στο Βουνί και το νιώθω την ώρα που μου μιλάει για τα παιδικά του χρόνια και τους κοινούς μας γνωστούς πώς η μνήμη αυτή ποτέ δεν ξεριζώθηκε. Δεν έχω πάει Ριζοκάρπασο, σκέφτομαι σαν μου μιλάει. Θα πάω και θα σταθώ τζιαμαί ακριβώς στη μούττη της Κύπρου και θα φωνάξω τόσο δυνατά που θα με ακούσουν μέχρι τη Συρία: Με ακούτε; Υπόσχομαι στην Κουλίτα να τη ξαναφέρω όταν θα είναι όλα ανθισμένα στο χωριό κι η φύση και τα κτίρια και οι ανθρώποι του. Βγάζουμε σέλφι ξανά.
Η Ιζαμπέλ συνεχίζει την κουβέντα με τον κύριο Αντρέα κι έτσι εγώ βρίσκω την ευκαιρία να χαθώ στα στενά του χωριού. Μπορεί όλα να είναι κλειστά κι έρημα, μα πετυχαίνω ένα ζευγάρι να περπατάει χεράκι χεράκι. Τους φωτογραφίζω από μακριά χωρίς να με βλέπουν. Δεν φαίνεται ποιοι είναι. Δεν πρόσεξα αν φορούσαν μάσκα. Το βλέμμα μου εστίασε στο χεράκι χεράκι. Ακόμα κι όταν όλα είναι κλειστά κι έρημα και παντού απλώνει τα βέλη του ο ιός και κλέβει τις ανάσες και φλογίζει με πυρετικά σαραντάρια τα πρόσωπα των ανθρώπων, ακόμα και τότε ο έρωτας ζει. Είναι όλα εκεί. Στο χεράκι χεράκι. Σε αυτό το άγγιγμα. Στα δύο σώματα. Είναι άνοιξη και είναι καιρός που η φύση φροντίζει την αναπαραγωγή.
Τι είναι έρωτας; Μια υπενθύμιση ότι είμαστε ζωντανοί. Τα σώματα δεν καίνε μόνο από πυρετό. Καίνε κι από έρωτα.
Κι έτσι όπως κοιτάζω το ερωτευμένο ζευγάρι μέσα στο γενικό lockdown να συνεχίζει να ζει και να ερωτεύεται σκέφτηκα εκείνο το «Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,/ Κι όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε». Και χωρίς να το θέλω σκέφτομαι τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού και την έξοδο του Μεσολογγίου και γελάω με τον εαυτό μου και τους συνειρμούς του. Γιατί τελικά γίναμε Ελεύθεροι Πολιορκημένοι. Και ψάχνουμε την έξοδο. Η ορεινή Λεμεσός προσφέρει αυτή την έξοδο. Συγκεκριμένα, το χωριό Βουνί είναι μια όμορφη διέξοδος από το τεχνητό, ψευδομοντέρνο ύφος κάποιων περιοχών της πόλης.
Δεν το χορταίνεις το χωριό, ακόμα και τόσο έρημο. Μα αρχίζει σχεδόν να σουρουπώνει για τα καλά. Και πρέπει να φύγουμε. Πάμε προς το αυτοκίνητο. Ένα ακόμα Mix & Match τελειώνει.
Μια εκδρομή τελειώνει. Μια νέα εβδομάδα αρχίζει. Μια φιλία δυναμώνει. Κι η ζωή… η ζωή συνεχίζεται παρ’όλη την πίκρα ή τις δυσκολίες της.
Και κάποιες φορές φτιάχνεις εσύ το μέλι και τη ζάχαρη να τη γλυκάνεις και δεν περιμένεις καλύτερους καιρούς. Κι άλλες φορές, αν είσαι τυχερός, το μέλι στο χαρίζουν άνθρωποι που σε αγαπάνε. Έτσι απλόχερα γιατί σου αξίζει, ρε.
Από την εκδρομή θα κρατήσω δεκάδες στιγμές, μα και μία που πες το από ανάγκη, πες από έλλειψη λόγω εγκλεισμού, κάναμε το αμάξι δισκοθήκη με ραδιόφωνο στο φουλ και χορεύαμε μέσα στο αμάξι.
Υ.γ.: Αφιερωμένο στη Ρεβέκκα μας από το Σούνι, μιας από τις πιο θαρραλέες γυναίκες που γνωρίζουμε.
Κουλα Στυλιανου & Μαρία-Ιζαμπέλλα Αχιλλέως