Αναγκαία η δημόσια διαβούλευση
*του Γιάννη Αρμεύτη
Πριν από λίγες ημέρες ανακοινώθηκε από το Υπουργείο Συγκοινωνιών η ανέγερση νέου Αρχαιολογικού Μουσείου στη Λεμεσό. Μια προοπτική η οποία εισπράττεται θετικά από τους Λεμεσιανούς, οι οποίοι χρόνια τώρα διεκδικούν τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου χώρου, που να αναδεικνύει την πολιτιστική κληρονομιά, φέρνοντας τους κατοίκους πιο κοντά στην ιστορία της πόλης.
Η πρόταση που συνόδευσε την ανακοίνωση, για χωροθέτηση του μουσείου μέσα στη θάλασσα, δίπλα στη Μαρίνα και μπροστά από το Κεραμείο και την ΚΕΟ, προσωπικά δεν με βρίσκει σύμφωνο για μια σειρά από περιβαλλοντικούς, οικονομικούς αλλά και διαδικαστικούς λόγους. Η δημιουργία ενός μουσείου μέσα στη θάλασσα προϋποθέτει τεράστιο οικονομικό κόστος, εγείροντας σοβαρούς προβληματισμούς για τη βιωσιμότητα του. Παράλληλα προκύπτουν σημαντικά περιβαλλοντικά ζητήματα που αφορούν τις επιπτώσεις που θα έχει στην ακτογραμμή και στο θαλάσσιο περιβάλλον, ένα έργο το οποίο ουσιαστικά θα αποτελεί ένα νέος τείχος στη θάλασσα. Το νέο αρχαιολογικό μουσείο μπορεί και πρέπει να λειτουργήσει ως ένα έργο-σταθμός για την πόλη, ως game changer σε ότι αφορά την πολιτιστική, τουριστική και οικονομική ανάπτυξη της πόλης τις επόμενες δεκαετίες.
Η χωροθέτηση ενός μουσείου και οι συνέπειες του στη ζωή της Λεμεσού θα πρέπει να δράσουν καταλυτικά ως προς την αναβάθμιση της πόλης και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Είναι επίσης μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για την υλοποίηση του Σχεδίου Βιώσιμης Αστικής Κινητικότητας. Με αυτόν τον τρόπο, το μουσείο θα μπορεί να έχει μεγάλη επισκεψιμότητα, αποσυνδέοντας τη μετάβαση σε αυτό, από το αυτοκίνητο. Υιοθετώντας δηλαδή, τις καλές πρακτικές άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, που εντάσσουν τέτοια έργα σε ένα ευρύτερο σχέδιο αναβάθμισης περιοχών, δημιουργίας δικτύων και βελτίωσης του αστικού περιβάλλοντος.
Η χωροθέτηση ενός τέτοιου έργου είναι εξαιρετικής σημασίας για την επίτευξη των προαναφερόμενων στόχων. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να προηγηθεί ουσιαστική δημόσια διαβούλευση για το θέμα. Η τοπική κοινωνία, οι ενεργοί πολίτες της Λεμεσού, η επιστημονική κοινότητα και οι τεχνοκράτες της πόλης, δεν μπορούν παρά να είναι παρόντες και συμμέτοχοι στη διαδικασία λήψης τέτοιων σημαντικών αποφάσεων. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, μπορεί να αντληθεί η γνώση και η εμπειρία άλλων πόλεων, να κοινοποιηθούν καλές πρακτικές και εν τέλει να επιλεγεί η βέλτιστη δυνατή λύση. Δυστυχώς η έως σήμερα διαδικασία φαίνεται να παρακάμπτει αυτό το θεμελιώδες στοιχείο.
Πεποίθησή μου είναι ότι πρώτη επιλογή θα έπρεπε να είναι η μελέτη ανασχεδιασμού και επέκτασης του υφιστάμενου χώρου. Μόνο στην περίπτωση που οι ειδικοί καταλήξουν ότι κάτι τέτοιο δεν αποτελεί βέλτιστη λύση, θα έπρεπε να ξεκινήσει η διαδικασία διερεύνησης εναλλακτικών επιλογών. Σε αυτό το ενδεχόμενο, η θέση στο καρνάγιο, μεταξύ νέου λιμανιού και Μαρίνας αλλά και τα τεμάχια της Επαρχιακής Διοίκησης σε συνδυασμό με το τεμάχιο της Α’ Αστικής Σχολής στο κέντρο της πόλης, θα μπορούσαν να αποτελέσουν δύο καλές επιλογές.
- Η μεν πρώτη, θα απαιτούσε σημαντικότερα έργα ώστε η περιοχή να διαμορφωθεί κατάλληλα, με την απομάκρυνση των κάβο μαραγκών και τη δημιουργία των δικτύων και του γραμμικού αστικού πάρκου προμενάδας επί της Ακταίας Οδού. Με τον τρόπο αυτό, μία διαδρομή που σήμερα κάθε άλλο παρά τιμά τη Λεμεσό, θα αποκτήσει ζωή. Ένα επιπλέον συγκριτικό πλεονέκτημα του συγκεκριμένου σημείου, είναι η δυνατότητα χωροθέτησης θέσεων στάθμευσης στο νέο Λιμάνι. Από εκεί, με μετεπιβίβαση σε μέσα μαζικής μεταφοράς, όπως Τραμ, θα μπορεί να γίνεται η μετάβαση προς το Μουσείο και στη συνέχεια προς τη Μαρίνα και το Κέντρο.
- Η δεύτερη, αφορά το Κέντρο της πόλης και συγκεκριμένα το κτήριο στην Επαρχιακή Διοίκηση και την Α’ Αστική Σχολή Λεμεσού, σε τεμάχιο 15.000 τ.μ. Η εκεί εγκατάσταση θα μπορούσε να λειτουργήσει ως επιταχυντής ανάπτυξης και βελτίωσης της ποιότητας ζωής στο Κέντρο της πόλης. Ένα Κέντρο που πρέπει να ευνοεί την εύκολη διακίνηση κατοίκων και τουριστών, αποτελώντας πυρήνα οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Επιπλέον, η πεζοδρόμηση της Ανεξαρτησίας, η απαλλαγή του Κέντρου από τα αυτοκίνητα με τη δημιουργία αξιόπιστων εναλλακτικών μέσων μετακίνησης και η αξιοποίηση του υφιστάμενου κτηριακού αποθέματος του Κέντρου, αποτελούν βασικούς άξονες πολιτικής που μπορούν και πρέπει να συνοδεύσουν το ενδεχόμενο εγκατάστασης του νέου Μουσείου στην περιοχή.
Εν κατακλείδι, το νέο αρχαιολογικό μουσείο έχει αδιαμφισβήτητη αξία για τη Λεμεσό. Αυτή η αξία δεν εδράζεται μόνο στη χρήση του, αλλά και στον ρόλο του ως μοχλό πολιτιστικής, τουριστικής και οικονομικής ανάπτυξης. Από ένα τόσο σημαντικό έργο δεν μπορεί να απουσιάζει η διαβούλευση. Και είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν κι άλλες εποικοδομητικές προτάσεις. Η συλλογική γνώση μπορεί και πρέπει να αξιοποιηθεί. Πάντα μέσα από έναν ειλικρινή και σωστά δομημένο κοινωνικό διάλογο.
*Αρχιτέκτονας, μέλος της Πρωτοβουλίας «Για τη Λεμεσό»