Αρχική Πρόταση Ο “Μαύρος Χρυσός” της Αγίας Φύλας

Ο “Μαύρος Χρυσός” της Αγίας Φύλας

Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
(Το μάζεμα των χαρουπιών)
(Απόσπασμα από το βιβλίο του Πέτρου Παντελίδη,
«΄Ετσι θυμούμαι το χωριό μου, την Αγία Φύλα», ‘Εκδοση 1992)
Τα χαρούπια είναι ο μαύρος χρυσός για την Αγία Φύλα και όλα τα χωριά της περιοχής. Είναι το κύριο εισόδημα τους. Ολόκληρη η περιοχή γύρω από τα χωριά αυτά, αλλά ακόμα και στα ημιορεινά είναι καλυμμένη από τις χαρουπιές. Δένδρο χωρίς πολλές απαιτήσεις, δε ζητά ούτε νερό, ούτε άλλες χρονοβόρες περιποιήσεις. Σχεδόν εγκαταλειμμένο, κάθε χρόνο ετοιμάζει τον καρπό του και τον Αύγουστο είναι έτοιμο για τη συγκομιδή. Τα χαρούπια πωλούνται αρκετά ακριβά, πέντε ως οκτώ λίρες το καντάρι, ανάλογα με τη σοδειά και τη ζήτηση. Κοπιαστική δουλειά η συγκομιδή των χαρουπιών, αλλά πολύ προσοδοφόρα. Για τούτο ονομάζουν τα χαρούπια “μαύρο χρυσό”.
Το μάζεμα των χαρουπιών, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Διοικητή Λεμεσού, θα άρχιζε την επόμενη Δευτέρα. ‘Ετσι το Σάββατο το απόγευμα άρχισαν να καταφθάνουν στο χωριό εποχιακοί εργάτες, οι “αρκάτες”, όπως τους έλεγαν στην καθομιλουμένη που ζητούσαν δουλειά στο μάζεμα των χαρουπιών. Αλλά οι πολλοί εργάτες άρχισαν να έρχονται την Κυριακή. Πρωί πρωί άρχισαν να καταφθάνουν ομάδες – ομάδες. ‘Ηταν συνήθως οικογένειες. Ο άνδρας με τη γυναίκα του, τα παιδιά τους και ένα ή δυο ζωντανά. Είχαν μαζί τους, φορτωμένα στα ζώα τους, τα στρωσίδια για να κοιμούνται και σακούλια με τα γεννήματά τους ‘Οσπρια, αμύγδαλα, σταφίδες, σιουτζιούκκο, κρασί, ζιβανία. Αυτά θα τα εμπορεύονταν. Θα τα πωλούσαν είτε στον εργοδότη τους, είτε σε άλλους και θα πρόσθεταν ακόμα λίγα χρήματα στο εισόδημα που λογάριαζαν να έχουν από το μάζεμα των χαρουπιών. ‘Έρχονταν συνήθως από τα χωριά της Πιτσιλιάς. Από το Καλό Χωριό, τον ‘Αγιο Θεόδωρο, τα Σπήλια, το Σαράντι και άλλα χωριά. Μερικοί έρχονταν ακόμα και από χωριά της Πάφου. Δύσκολη η ζωή, λιγοστά τα έσοδα, λίγες οι δουλειές για μεροκάματο. Φτωχοί οι άνθρωποι των χωριών αυτών προσπαθούσαν να συμπληρώσουν τα λίγα εισοδήματά τους με εποχιακές δουλειές.
Το μάζεμα των χαρουπιών ήταν δύσκολη και κουραστική δουλειά. Ο εργοδότης ξυπνούσε τους εργάτες του, πριν χαράξει το φως και όλοι, άνθρωποι και ζώα, ξεκινούσαν για το κτήμα με τα χαρουπόδενδρα, που θα μάζευαν εκείνη τη μέρα. Στον ώμο ακουμπισμένη η απαραίτητη βάκλα. Πριν προβάλει ο ήλιος στον ορίζοντα, έπρεπε να είναι στο χωράφι και με το πρώτο φως άρχιζαν δουλειά. Οι “βακλάτορες” άρχιζαν το βάκλισμα των χαρουπιών. Δουλειά που ήθελε γερή μέση και μπράτσα δυνατά. Μόλις ο μαύρος καρπός άρχιζε να πέφτει στο έδαφος, οι γυναίκες και τα παιδιά άρχιζαν το μάζεμα. Γέμιζαν τα καλάθια, τα έπαιρναν στο σακκί, τα έριχναν μέσα μέχρι να γεμίσει. Το μεσημέρι σταματούσαν για ένα γρήγορο λιτό γεύμα και ξανά δουλειά, ώσπου να βραδιάσει. Δώδεκα και δεκατέσσερις ώρες την ημέρα δουλειά. Και το μεροκάματο χαμηλό. Δέκα – δεκαπέντε σελίνια, άντε μια λίρα την ημέρα. ‘Όμως είχε ένα πλεονέκτημα. Στη δουλειά αυτή εργαζόταν όλη η οικογένεια και τα ζώα μαζί. Ο αρχηγός της οικογένειας παζάρευε μεροκάματο για όλη την οικογένεια και για τα ζώα του. ‘Έτσι για δέκα -δεκαπέντε μέρες όλη η οικογένεια δούλευε, έτρωγε στο σπίτι του αφεντικού, δεν είχε έξοδα και στο τέλος έπαιρνε συγκεντρωμένο ένα ποσό, που διαφορετικά θα ήθελε μήνες δουλειάς να το πάρει ένα άτομο. ‘Έτσι εκατοντάδες εργάτες γέμιζαν τις πλατείες των χαρουποχωριών τέτοιες μέρες, ψάχνοντας για δουλειά.
Την Κυριακή το μεσημέρι η πλατεία ήταν γεμάτη. Ο καφενές της εκκλησιάς στις δόξες του. Μεγάλη κοσμοσυρροή. Κι οι δρόμοι του χωριού γεμάτοι. Πολλές κοπέλες και νεαροί πηγαινοέρχονταν μέσα στα χωριό, αναμένοντας μέχρι ο πατέρας τους να κλείσει συμφωνία με κάποιο εργοδότη, για να μετακομίσουν σπίτι του.
Εκεί στα καφενεία η προσφορά και η ζήτηση εργατικών χεριών έδινε κι έπαιρνε. Μερικοί περίμεναν τα περσινά τους αφεντικά, να τα πουν, να συμφωνήσουν, να εργοδοτηθούν και φέτος κοντά τους. Μερικοί ζητούσαν καινούρια αφεντικά, δεν τους άρεσε το περσινό αφεντικό, ήταν τσιγγούνης στο φαγητό και απαιτητικός στην εργασία. Οι διαπραγματεύσεις έδιναν και έπαιρναν. ‘Έπρεπε ο αριθμός των μελών της οικογένειας να ταιριάζει με την απαίτηση του εργοδότη. ‘Υστέρα έπρεπε να συμφωνηθεί ένα συνολικό μεροκάματο για όλα τα μέλη της οικογένειας και τα ζώα. Κάποτε μερικές οικογένειες χώριζαν, βρίσκοντας ξεχωριστό εργοδότη.
Φέτος ο Σιαλής ήθελε πολλούς εργάτες. Είχε φυσικά τους τακτικούς του, που κάθε χρόνο έρχονταν και τον εύρισκαν. Ευχαριστημένοι οι ίδιοι από τον εργοδότη, ευχαριστημένος εκείνος από τους εργάτες του, θεωρούσαν δεδομένη τη συνεργασία τους. Ούτε εκείνοι έψαχναν για εργοδότη, ούτε εκείνος για εργάτες. Φέτος όμως δεν ήταν αρκετοί. Ο Σιαλής είχε νοικιάσει το “Δάσος” και χρειαζόταν πολλούς εργάτες, για να τελειώσει το μάζεμα ως τα μέσα του Σεπτέμβρη, πριν φύγει ο γιος του για το πανεπιστήμιο στην Ελλάδα. ‘Ετσι άρχισε το ψάξιμο και τις διαπραγματεύσεις. Δε δυσκολεύτηκε πολύ να βρει τους εργάτες που ήθελε. Είχε όνομα καλού εργοδότη και πρόσφερε εργασία για αρκετές μέρες. ‘Ετσι πολλοί ήθελαν να τους εργοδοτήσει, έστω και με χαμηλότερο ημερομίσθιο.
Το “Δάσος” ήταν μια μεγάλη έκταση κυβερνητικού δάσους, γύρω από το στρατόπεδο των Πολεμιδιών με χιλιάδες χαρουπόδεντρα. Πολύς καρπός, μεγάλη συγκομιδή, όσο κέρδος και να άφηνε το κάθε καντάρι, το διάφορο ήταν μεγάλο. Για τούτο πολλοί κτηματίες το ήθελαν. Η Κυβέρνηση έβγαλλε στον πλειστηριασμό τον καρπό των χαρουπιών. Το τελάλισμα γινόταν σε ορισμένη μέρα και ώρα στη Λεμεσό. Εκεί οι ενδιαφερόμενοι, που είχαν εκτιμήσει από πριν την ποσότητα του καρπού, «αρτηρούσαν» στο πλειστηριασμό, μέχρι ο τελάλης να τους κατακυρώσει την προσφορά τους, άλα ούνα, άλα τούε, άλα τρε.
Η πλατεία θύμιζε σκηνές εμποροπανήγυρης. Ζώα δεμένα εδώ και εκεί, κόσμος να πηγαινοέρχεται, μερικοί είχαν απλωμένα είδη για πώληση, άλλοι κάθονταν στα καφενεία Μερικοί είχαν ήδη βρει εργοδότη, μετακόμισαν στο σπίτι του, έστρωσαν στην αυλή τα πράγματά τους, πλύθηκαν, φρεσκαρίστηκαν και επέστρεψαν στο καφενείο, να πιούν καφέ, να περάσουν το απόγευμα ξεκούραστοι. Αύριο τους ανέμενε σκληρή δουλειά. Το βράδυ τα καφενεία έκλεισαν νωρίς. ‘Ολοι έπρεπε να ξυπνήσουν πριν κράξουν οι πετεινοί.
Πριν ακόμα χαράξει το φως όλη η Αγία Φύλα ήταν στο πόδι. Σε κάθε αυλή ασυνήθιστη κίνηση, άνθρωποι ετοιμάζονταν, έβαλλαν στα ζώα το σαμάρι, φόρτωναν στα δισάκια την κούζα με το νερό, τα σακιά, το ψωμί και τις ελιές. ‘Υστερα άνοιγε το ξεπόρτι και η ομάδα ξεκινούσε για την αποστολή της. Δεν υπήρχε σπίτι που να μην ετοιμάζεται για τα χαρούπια.
Την ώρα που ήλιος ετοιμαζόταν να δρασκελίσει τα “Βικλιά”, το χωριό είχε κιόλας εκκενωθεί. Ψυχή δεν έβρισκες στο δρόμο. Κι όταν ο ήλιος άρχιζε να χρωματίζει τα σπίτια και τους δρόμους, το χωριό ήταν έρημο. Τα καφενεία και τα μπακάλικα κλειστά. Που και που καμμιά ανήμπορη γριούλα έδινε σημεία ζωής στο χωριό. ‘Οσοι εργάζονταν στη Λεμεσό, αυτή τη βδομάδα έπαιρναν άμισθη άδεια για να μαζέψουν τα χαρούπια τους. Κι εκείνοι που είχαν δικά τους καταστήματα ή εργαστήρια, τα άφηναν κλειστά αυτές τις μέρες. Εκείνη την ώρα τα πρώτα φορτωμένα ζώα, με το μεγάλο “σακί” στην πλάτη γεμάτο χαρούπια κατηφόριζαν για το χωριό, κατεβαίνοντας από τα “Βικλιά”, τον “Ασκητή”, τα “Κοτζινόγεια”, από το “Δάσος”, από το δρόμο της Παλώδιας, ή ανηφορίζοντας από το δρόμο της Λεμεσού. Δυο ή τρία τα ζώα και μαζί τους ένας εργάτης, το παιδί κάποιου εργάτη ή ο μικρός γιος του εργοδότη. Οδηγούσε τα ζώα στο μακρινάρι του σπιτιού, που ήταν η αποθήκη του μαύρου χρυσού ή στο χώρο που η Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία είχε στήσει καντάρι και παραλάμβανε χαρούπια από τους παραγωγούς.
‘Ετσι ως αργά το απόγευμα μόνο φορτωμένα ζώα με τον αγωγιάτη κυκλοφορούσαν στην Αγία Φύλα. Το μεσημέρι στην επιστροφή τα ζώα ήταν φορτωμένα με νέα κούζα με νερό, με την κατσαρόλα γεμάτη πιλάφι, τα ψωμιά, τις ελιές, το κρεμμύδι για το μεσημεριανό φαγητό.
Δυο φορές την ημέρα σταματούσε το βάκλισμα και το μάζεμα. Μια κατά το “πρώεμα” για το “μπούκωμα”. Οι εργάτες άφηναν τη βάκλα και προγευμάτιζαν, να πάρουν δύναμη, να συνεχίσουν. Ελιές, ψωμί και κρεμμύδι, τομάτα, αγγουράκι. ‘Υστερα έπιναν δροσερό νερό και ξανά κάτω από τα δέντρα, ως το μεσημέρι. ‘Οταν έφτανε η κατσαρόλα με το φαγητό σταματούσαν και πάλι. Γέμιζαν τα πιάτα τους με το φαγητό την ημέρας, πιλάφι πουργούρι, φασόλια, λουβιά, φακή και έτρωγαν λαίμαργα. Η κούραση και ο καθαρός αέρας τους άνοιγε την όρεξη. ‘Έτρωγαν ύστερα το καρπούζι, άναβαν τσιγάρο, κάθονταν στη σκιά μερικά λεπτά για ξεκούραση. Κι ύστερα πάλι το τελευταίο μέρος της ημερήσιας δουλειάς ως αργά το απόγευμα.
‘Οταν άρχιζε να σουρουπώνει άρχιζε η παρέλαση της επιστροφής των εργατών. Μπροστά τα ζώα με το τελευταίο φορτίο και πίσω οι εργάτες, οι γυναίκες, τα παιδιά. Ξεθεωμένοι στην κούραση μόλις που αντάλλασσαν τις απαραίτητες λέξεις. Βιάζονταν να φτάσουν σπίτι, να νιφτούν, να δροσιστούν, να πιούν νερό, να κάτσουν στο τραπέζι και μετά να κοιμηθούν κάτω από τα δέντρα ή τον ηλιακό της αυλής. Ο ύπνος ερχόταν γρήγορα, τον έφερνε η κούραση, τα μάτια σφαλούσαν και στον ύπνο τους οι εργάτες έβλεπαν γραμμή τα χαρουπόδεντρα φορτωμένα, που περίμεναν βάκλισμα και μάζεμα του καρπού.
Η ίδια εικόνα της Δευτέρας συνεχίστηκε και την Τρίτη και την Τετάρτη. Την Πέμπτη άρχισαν να κυκλοφορούν άνθρωποι στην Αγία Φύλα. ‘Ηταν μερικοί που τέλειωσαν με τα χαρούπια τους, τα δέντρα που είχαν ήταν λίγα. Την Κυριακή άνοιξαν και τα καφενεία και από τη Δευτέρα η ζωή άρχισε να βρίσκει τον παλιό της ρυθμό. Ακόμα έλειπαν πολλοί έξω στα χωράφια, μάχονταν με τις βάκλες, μάζευαν τον καρπό κουβαλούσαν τα σακκιά, αλλά οι πιο πολλοί είχαν τελειώσει. Συνέχιζαν μερικοί μεγαλοκτηματίες και όσοι είχαν νοικιάσει ξένο καρπό.
Οι ξένοι εργάτες, όταν τέλειωνε η δουλειά του αφεντικού τους, προσπαθούσαν να βρουν ακόμα κανένα δυο μεροκάματα. Αποτείνονταν σ’ αυτούς που είχαν ακόμα πολλές μέρες δουλειά. Μερικοί προσλάμβαναν κι άλλους εργάτες, να τελειώνουν μια ώρα νωρίτερα, άλλοι όμως έμεναν στον παλιό προγραμματισμό. Τις νύκτες στα καφενεία έβλεπες τώρα και μερικούς ξένους εργάτες. ‘Ηταν αυτοί που έψαχναν για μεροκάματο, ή αποχαιρετούσαν τους γνωστούς και τους φίλους. Μερικοί είχαν ακόμα γεννήματα απούλητα και έκαμναν την τελευταία προσπάθεια. Τα πρωινά πολλοί ήταν έτοιμοι για αναχώρηση. Αποχαιρετούσαν τους εργοδότες τους, με τους οποίους είχαν δημιουργήσει φιλικές σχέσεις, φόρτωναν τα ρούχα τους στα ζώα τους και έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής. Μακρύς ο δρόμος ως το χωριό, δύσκολο να φτάσουν σε μια μέρα. Το βράδυ θα διανυκτέρευαν στο ύπαιθρο, κάτω από τα δέντρα και τον ουρανό.