Με αφορμή την πυρκαγιά που ξέσπασε στο διατηρητέο αρχοντικό «Παυλίδη» στη Λεμεσό
«Δίχως την ισχυρή βούληση του κράτους να προστατέψει ή να επιβάλει σε ιδιώτες (ή και στο ίδιο) την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς με σοβαρές ρήτρες και δραστικά μέτρα για όσους παρανομούν, οποιαδήποτε στρατηγική θα αποτύχει»
ΓΡΑΠΤΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΕΤΕΚ:
Η φωτιά που ξέσπασε στο διατηρητέο αρχοντικό «Παυλίδη» στη Λεμεσό επαναφέρει, δυστυχώς, τη συζήτηση γύρω από την αδυναμία και την έλλειψη βούλησης από την πολιτεία και την κοινωνία, να προστατεύσουν και να αξιοποιήσουν την αρχιτεκτονική κληρονομιά του τόπου μας – με σοβαρές συνέπειες στην πολιτιστική μας ταυτότητα, στην ασφάλεια και ευημερία των αστικών μας κέντρων, εντέλει στην ποιότητα ζωής όλων μας.
Το περιστατικό αποτελεί μόνο μία εκ των πολλών απωλειών κτισμάτων μεγάλης αρχιτεκτονικής και πολιτιστικής αξίας την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία. Πολλοί επιχειρηματίες γης αγοράζουν τα διατηρητέα για να εκμεταλλευτούν τους συντελεστές δόμησης και αφήνουν τα κτήρια να καταρρεύσουν εφόσον δεν έχουν άλλο όφελος από αυτά. Πολλά κρατικά μνημεία και διατηρητέα που έχουν αποκατασταθεί παραμένουν δίχως καμία χρήση με αποτέλεσμα να επέρχεται η φθορά. Πολλοί ιδιοκτήτες δεν αιτούνται καν την ανακήρυξη των ακινήτων τους σε διατηρητέα, λόγω του ότι μειώνεται η αξία μιας πιθανής επένδυσης. Ακόμη, ιδιοκτήτες διατηρητέων δεν φροντίζουν να συντηρούν τα ακίνητα που έχουν στην κατοχή τους, εγκαταλείποντάς τα με συνεπακόλουθο και πάλι τη φθορά. Ένα θέμα πολυπαραγοντικό που απαιτεί μια ολιστική στρατηγική και γενναίες αποφάσεις, αν θέλουμε πράγματι να διασώσουμε ως πολύτιμο δημόσιο αγαθό την αρχιτεκτονική μας κληρονομιά.
Υπάρχουν νομοθετικές πρόνοιες, κίνητρα και διαδικασίες που θα ανέμενε κανείς πως αν ενεργοποιούνταν σωστά θα ήταν αρκετά για να πετύχουμε τον στόχο μας, ώστε να προλαμβάνουμε περιστατικά σαν και αυτό στη Λεμεσό. Ωστόσο, συνεχώς βρισκόμαστε στη θέση να δρούμε πυροσβεστικά, περισώζοντας ό,τι μπορούμε χωρίς να είμαστε αποτελεσματικοί, με αποσπασματικά μέτρα και παρεμβάσεις που προφανώς δεν αρκούν. Δεν έχει νόημα η εξουσία του Δήμου να παρεμβαίνει για τις επικίνδυνες οικοδομές αν δεν υπάρχει καταγραφή και ψηφιοποίηση, ηλεκτρονικό αρχείο και συστηματική παρακολούθηση των διατηρητέων, τόσο της κατάστασής τους, όσο και της χρήσης τους. Με την ίδια λογική δεν έχει νόημα η θέσπιση κινήτρων, εάν οι διαδικασίες είναι δύσκαμπτες και δημιουργούν καθυστερήσεις που αποτρέπουν από την αξιοποίησή τους ή αν μετά την αξιοποίηση των κινήτρων τα κτίσματα αφήνονται ξανά στην τύχη τους από τους ιδιοκτήτες τους.
Η αρχιτεκτονική κληρονομιά πρέπει να καταγραφεί ψηφιακά, ως μεμονωμένα κτήρια και ως σύνολα συμπεριλαμβανομένου και του φυσικού τους τοπίου, και να αξιολογηθεί με την αξιοποίηση του ακαδημαϊκού χώρου και του ιδιωτικού τομέα. Τα χρήματα που το κράτος συγκεντρώνει από μνημεία, μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους πρέπει να επιστρέφονται στον πολιτισμό, με σύγχρονες πρακτικές για τη διαχείριση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, η οποία μπορεί να συγχρηματοδοτεί τη δράση του, μαζί με τον κρατικό προϋπολογισμό. Παράλληλα, είναι σημαντικό να δοθούν περισσότερα κίνητρα στους ιδιοκτήτες για να αξιοποιήσουν τα κτήρια, όχι ως μουσεία, αλλά ως ζωντανές μονάδες του πολεοδομικού ιστού με νέες χρήσεις, καθώς και περισσότερα αποτρεπτικά κίνητρα ώστε να μην αφήνονται στην εγκατάλειψη. Ομοίως, χρειάζεται να δοθούν κίνητρα αλλά και καθοδήγηση στις τοπικές Αρχές για να προστατεύσουν τους παραδοσιακούς πυρήνες των οικισμών αξιοποιώντας τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για να διατηρήσουν την ταυτότητά τους, αλλά και για να τους ενσωματώσουν οργανικά στη ζωή των κοινοτήτων. Η ταυτόχρονη εφαρμογή σύγχρονων μεθόδων ενεργειακής αναβάθμισης των διατηρητέων οικοδομών που συνδυάζονται με τις εργασίες αποκατάστασής τους είναι επίσης ένας τομέας με προστιθέμενη αξία στον οποίο το κράτος μπορεί να επενδύσει. Αυτά είναι ζητήματα που το Επιμελητήριο έχει επανειλημμένα θέσει και τεκμηριώσει στην πολιτεία, με εκθέσεις και αναλυτικές εισηγήσεις.
Είναι απαραίτητο πολίτες και αρμόδιες αρχές να αναλάβουν τις ευθύνες τους, αλλά και το κράτος να λύσει αποτελεσματικά ζητήματα όπως το ιδιοκτησιακό που αποτελεί τροχοπέδη, καθώς και να επενδύσει οικονομικά στη διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Χωρίς την ισχυρή βούληση του κράτους να προστατέψει ή να επιβάλει σε ιδιώτες (ή και στο ίδιο) την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς με σοβαρές ρήτρες και δραστικά μέτρα για όσους παρανομούν, οποιαδήποτε στρατηγική θα αποτύχει.
Η ίδρυση του Υφυπουργείου Πολιτισμού αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα σε αυτή την προσπάθεια. Ο δεσμός πολιτιστικής κληρονομιάς και βιωσιμότητας είναι άρρηκτος και αποτελεί ένα πεδίο στο οποίο οφείλουμε να επενδύσουμε ως κοινωνία. Η δε προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς αποτελεί ξεκάθαρα συλλογική ευθύνη.