
Η συνεχής ασυνεννοησία και οι διαφορετικές εκτιμήσεις μεταξύ των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών για τα αίτια της ρύπανσης στη θαλάσσια περιοχή της Λεμεσού αναδεικνύουν, με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, την ανάγκη για ξεκάθαρη ανάληψη ευθυνών και ουσιαστικές παρεμβάσεις από την κυβέρνηση. Το πρόβλημα, που εδώ και χρόνια παραμένει άλυτο, όχι μόνο δεν περιορίζεται αλλά επιδεινώνεται, καθώς οι πιέσεις στην παράκτια ζώνη πολλαπλασιάζονται.
Η ρύπανση στη θάλασσα της Λεμεσού έχει γίνει ιδιαίτερα εμφανής την τελευταία περίοδο, αποτέλεσμα της ταχείας ανάπτυξης, των μεγάλων εμπορικών έργων και της ανεξέλεγκτης ιδιωτικής δραστηριότητας στο παραλιακό μέτωπο.
Παρά τις αλλεπάλληλες συζητήσεις ανάμεσα στις Τοπικές Αρχές, περιβαλλοντικές οργανώσεις και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, λύση δεν έχει δοθεί με την ευθύνη, σύμφωνα με κοινή παραδοχή, να βαραίνει τις διαφωνίες μεταξύ των κρατικών υπηρεσιών που αδυνατούν να συμφωνήσουν για τις πηγές της ρύπανσης και, κατ’ επέκταση, για τα μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν.
Από τη μία πλευρά, το Τμήμα Περιβάλλοντος, το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων και ο ΕΟΑ Λεμεσού υποστηρίζουν ότι βασική αιτία της ρύπανσης είναι οι απορρίψεις αποβλήτων από πλοία και σκάφη. Στον αντίποδα, το Υφυπουργείο Ναυτιλίας εκφράζει διαφορετική εκτίμηση, επισημαίνοντας ότι σημαντικό μέρος του προβλήματος οφείλεται σε δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα στην ξηρά.
Τονίζοντας ότι η προστασία της θάλασσας και η διασφάλιση της δημόσιας υγείας αποτελούν ευθύνη της Πολιτείας και όχι πεδίο ιδιωτικών συμφερόντων, η κ. Νικολάου σημείωσε πως απαιτείται άμεσα η δημιουργία ενιαίου μηχανισμού θαλάσσιας εποπτείας, επαρκώς στελεχωμένου και εξοπλισμένου με σύγχρονα μέσα παρακολούθησης.
Παράλληλα, υπογράμμισε την ανάγκη αυστηρής εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας και της Σύμβασης της Βαρκελώνης, καθώς και τη σημασία της διαφάνειας και της δημόσιας πρόσβασης στα δεδομένα ρύπανσης, ώστε οι πολίτες να γνωρίζουν την πραγματική κατάσταση της θάλασσας.
Με πληροφορίες από Dialogos.com.cy
***Φωτογραφία αρχείου








