Κυπριακά αρώματα στην αρχαιότητα
Μια ομάδα ιταλών αρχαιολόγων που πραγματοποιεί ανασκαφές στην Κύπρο πιστεύει ότι έχει ανακαλύψει το αρχαιότερο αρωματοποιείο στον Κόσμο. Βρίσκεται στην περιοχή του χωριού Πύργος στη Λεμεσό στην τοποθεσία Μαυροράχη.
Η αρχαιολογική ανακάλυψη έγινε δεκτή με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, σε σημείο που το Discovery Channel ετοιμάζει ειδικό ντοκιμαντέρ. Χρονολογικά οι εγκαταστάσεις του εργοστασίου ανήκουν μεταξύ πρώιμης και μέσης εποχής του Χαλκού και συγκεκριμένα γύρω στο 2000 π.Χ. περίπου.
Μεταξύ 90 αντικειμένων αργίλου έχουν βρεθεί δύο πλήρεις αποστακτήρες. Η ανακάλυψή τους, προηγείται χρονικά της τεχνικής της απόσταξης 2600 ετών.
Σύμφωνα πάντα με τις ανασκαφές το 4000 ετών αρωματοποιείο διέθετε τα περιζήτητα προϊόντα του σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο.
Το Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Ιταλικού Εθνικού Συμβουλίου κάνει έρευνες όσον αφορά την πολιτιστική κληρονομιά, με σκοπό να φέρουν ξανά στο φως την ιστορία που δένει την Κύπρο με την αρωματοποιία.
Τα στοιχεία που παρουσιάζονται, αποκαλύπτουν ότι στην αρχή της 2ης χιλιετίας π.Χ., η Κύπρος παρήγε ήδη αρώματα από άγρια φυτά του Τροόδους. Τα ίδια αρώματα αναφέρονται από τους αρχαίους συγγραφείς, τόσο στα Αιγυπτιακά Ιερογλυφικά, όσο και στη Βίβλο, ως άρωμα Kypros, μετά σαν Ciprininum και άλλα διάσημα Κυπριακά αρώματα ως Sausympkinon, Myrtinum και Amarikinon.
Κάνοντας χρήση της ιστορικής αναλογίας, ο Κυπριακός αυτός οίκος των Ετεοκυπρίων συνιστούσε κάτι αντίστοιχο με τους σημερινούς οίκους Channel, Cucci, και Bulgari.
Σύμφωνα με τους ιταλούς αρχαιολόγους του Εθνικού Κέντρου Ερευνών της Ρώμης, το εργοστάσιο αποτελείτο από τρία τμήματα: Ένα πιεστήριο για την παραγωγή μικρών ποσοτήτων λαδιού, εργαστήριο παραγωγής κρασιού και ένα σύστημα εκκαμίνευσης του χαλκού.
Πρόκειται για το αρχαιότερο αρωματοποιείο στον κόσμο” δηλώνει η Maria Rosario Belgiorno, επικεφαλής της αρχαιολογικής ομάδας των Iταλών, η οποία κατά την νέα αρχαιολογική περίοδο θα επιχειρήσει να αναστηλώσει το εργοστάσιο.
«Βρίσκεται σε καλή κατάσταση και διαπιστώνουμε τη χρήση πολύ εξειδικευμένης τεχνολογίας με τα μέτρα της εποχής» τονίζει η κ. Belgiorno.
Οι Ετεοκύπριοι, πρώτοι αρωματοποιοί στη ΜεσόγειοΗ βιοτεχνία των Ετεοκυπρίων του Πύργου παρήγαγε συνολικά 14 είδη αρωμάτων, τα οποία τοποθετούνταν σε ειδικά δοχεία, πολλά από τα οποία βρέθηκαν διάσπαρτα στην γύρω περιοχή.
Οι ιταλοί αρχαιολόγοι κατάφεραν μέχρι στιγμής να αποκαταστήσουν 12 από τα μυροδοχεία που βρέθηκαν κατά την ανασκαφή. Σύμφωνα με την ανάλυση που έγινε σε χημείο μέχρι στιγμής έχει αποκρυπτογραφηθεί σε μεγάλο βαθμό η βάση της παραγωγής των αρωμάτων.
Πρόκειται για απόσταγμα δάφνης, κανέλας, γλυκάνισου, περγαμόντο και μυρτιάς αναμεμιγμένα με λάδι. Η βιοτεχνία σύμφωνα με την έως τώρα πορεία των ανασκαφών ήταν μεσαίου μεγέθους.
Στην περιοχή βρέθηκαν υπολείμματα πιθαριών λαδιού των 500 λίτρων κάτι που φανερώνει ότι η αρωματοποιία στην περιοχή αποτελούσε μαζί με την επεξεργασία του χαλκού μια από τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες.
Τα προϊόντα της Κυπριακής βιοτεχνίας αρωμάτων του Πύργου σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των αρχαιολόγων εξάγονταν στη Μινωική Κρήτη και μάλιστα σε πολύ ψηλές τιμές.
Τα αρώματα αυτά χρησιμοποιούνταν ευρέως από τις γυναίκες της υψηλής κοινωνίας της εποχής, αλλά η χρήση τους ήταν διαδεδομένη και στις ταφικές τελετές, αφού η επάλειψη των νεκρών ήταν μέρος της ιεροτελεστίας της ταφής.
Ο ρωμαίος ιστορικός Πλίνιος αναφέρεται στα συγγράμματα του στην Κύπρο κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στα αρώματα που παρήγαγε το νησί. Σύμφωνα με τον Πλίνιο η Κύπρος κατασκεύαζε κατά την αρχαιότητα τα πιο διάσημα αρώματα γι αυτό ακριβώς ήταν και περιζήτητα.
Στο έργο του encyclopaedic Historia Naturalis, αναφέρεται σε όλα τα γνωστά αρώματα της εποχής του και κατονομάζει τα συστατικά με τα οποία κατασκευάζονταν. Αναφορικά με την ποιότητα των κυπριακών αρωμάτων ο Πλίνιος είναι κατηγορηματικός:
«Τα Κυπριακά ήταν τα καλύτερα αρώματα και ήταν πρώτα σε ζήτηση στις αγορές της ανατολικής Μεσογείου. Μετά έρχονταν τα αιγυπτιακά». Παρόλα αυτά οι Κύπριοι πολύ πιθανό μυήθηκαν στην κατασκευή αρωμάτων από τους Αιγυπτίους.
Η κατασκευή αρωμάτων στην Αίγυπτο μαρτυρείται από την προδυναστική περίοδο, αλλά τέθηκε σε εμπορική βάση στα χρόνια του Ραμσή του Γ’ (1165 π.Χ). Οι Φαραώ μάλιστα είχαν την αποκλειστικότητα της κατασκευής και εμπορίας των αρωμάτων, αφού τους απέφεραν τεράστια κέρδη.
Το αρωματοποιείο στον Πύργο της Λεμεσού σταμάτησε να υπάρχει μετά από κάποιο μεγάλο σεισμό. Ο σεισμός επέβαλε την άμεση εγκατάλειψη του, κάτι που ευνόησε τους σημερινούς αρχαιολόγους, αφού κάτω από τα χαλάσματα διασώθηκαν πάρα πολλά στοιχεία τα οποία φέρνει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.
Είναι το αρχαιότερο στον Κόσμο;Ο Stephan Kanlian, πρόεδρος του τμήματος μεταπτυχιακών σπουδών κοσμετολογίας και αρωματοποιίας του Ινστιτούτου μόδας της Νέας Υόρκης αμφισβητεί τη θέση ότι η βιοτεχνία αυτή αποτελεί την αρχαιότερη στον Κόσμο:
«Μπορεί να είναι το αρχαιότερο καλοδιατηρημένο εργοστάσιο αρωμάτων στον κόσμο, αλλά όχι το αρχαιότερο», τόνισε σε συνέντευξη του στο Discovery, το οποίο ετοιμάζει μεγάλη έρευνα με στόχο τα τηλεοπτικά αποκαλυπτήρια του αρχαιολογικού χώρου. ‘Οπως επισημαίνει ο Kanlian «στην Αίγυπτο χρησιμοποιούνταν αρώματα για την ταφή των μουμιών πολύ νωρίτερα».
Εξάλλου η Lisa Fong, πρώην πρόεδρος της Artisan Natural Perfumers Guild, και ιδιοκτήτρια της εταιρίας Artemisia Natural Perfumes, τονίζει ότι βρέθηκαν παρόμοια αρώματα το 3000 π.Χ στο Πακιστάν.
Από την τυπολογία των αγγείων που βρέθηκαν στο εργοστάσιο αρωματοποιίας στον Πύργο, ήταν δυνατό να προσδιοριστούν τρεις μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν για να πάρουν τις αρωματικές ουσίες, που περιγράφτηκαν πολλούς αιώνες μετά από τον Θεόφραστο, τον Διοσκουρίδη και τον Πλίνιο τον πρεσβύτερο: ο βρασμός των φλοιών, η απόσταξη και η διάλυση σε ζεστό νερό και ελαιόλαδο.
Η πρώτη διαδικασία χρησιμοποιείτο ειδικά για την εξαγωγή της ρητίνης και των ελαίων από το φλοιό, τα οποία, στο τέλος της επεξεργασίας, συμπιέζονταν μέσα σε ένα ύφασμα μεταξύ δύο ραβδιών.
Η δεύτερη, η απόσταξη, χρησιμοποιείτο για να εξαγάγει τα αιθέρια έλαια και η τρίτη, η διάλυση στο νερό, στο ελαιόλαδο ή στο αμύγδαλο για να εξαγάγει το άρωμα από τις ρίζες, από τα φύλλα και από άλλα μέρη των φυτών.
Η ποιότητα του ελαιόλαδου διαδραμάτιζε ένα σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της διάλυσης που, σύμφωνα με τον Πλίνιο τον πρεσβύτερο, θα έπρεπε να ήταν τόσο καθαρό όσο το “onfacium” που εξάγεται από τις πράσινες ελιές του Σεπτεμβρίου.
Η συσκευή απόσταξης του Πύργου είναι το σημαντικότερο ιστορικό στοιχείο. Σήμερα, μετά από διάφορες συγκρίσεις και βιβλιογραφικούς ελέγχους μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι οι δύο συσκευές για την απόσταξη, που βρέθηκαν στον Πύργο, είναι οι αρχαιότερες που βρέθηκαν ποτέ.
Στην πραγματικότητα, ο διάσημος αποστακτήρας του Taxila, που φωτογραφήθηκε από το χημικό Paolo Rovesti το 1975 στο μουσείο Taxila στο Πακιστάν, δεν είναι παλαιότερος από το 500 π.Χ.. Αντίθετα, είναι παρόμοια με πολλές πήλινες συσκευές που βρέθηκαν πολύ αργότερα στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο .
Οι τεχνικές για την απόσταξη αρωματικών ουσιών και οινοπνεύματος έχουν περιγραφεί ακριβώς μετά από τον 9-10ο αιώνα μ.Χ.. (Το βιβλίο για τη χημεία των αρωμάτων και την απόσταξη του Yabuk al-Kindi (803-870), το ”Summa Perfectionis” του Gerber (Jabir ibn Hayyan) και το βιβλίο ”Canone della Medicina” του Avicenna (Ibn – Sina, 980-1037).
Ακόμα και σήμερα, η διαδικασία για την εξαγωγή των αιθέριων ελαίων και των αρωματικών υδάτων γίνεται όταν λεπτά μόρια τερπενίων από βότανα και άνθη που έχουν τεθεί σε ένα δοχείο βρασμού, περνούν σαν ατμός μέσα από το κεφάλι ενός αποστακτήρα στους σωλήνες, από όπου στάζουν στο δοχείο περισυλλογής.
Στο τέλος της διαδικασίας, τα αιθέρια έλαια επιπλέουν στην επιφάνεια του αρωματισμένου νερού και μπορούν να συλλεχθούν εύκολα χρησιμοποιώντας ένα χωνί.
Η μεγάλη συσκευή του Πύργου βρέθηκε κάτω από τους πεσμένους τοίχους, με αποτέλεσμα να γίνει ένας σωρός από συντρίμμια που κάηκαν μερικώς από την πυρκαγιά που προκλήθηκε από το σεισμό.
Η χρήση των πήλινων αποστακτήρων στην Κύπρο είναι τεκμηριωμένη μέχρι αργά τον τελευταίο αιώνα (υπάρχει δείγμα στο μουσείο Γεροσκήπου). Επιπλέον, τα πειράματα που έγιναν με ένα αντίγραφο επιβεβαίωσαν ότι ο αποστακτήρας του Πύργου θα μπορούσε να παραγάγει αιθέρια έλαια και αρωματικά ύδατα, όπως κάθε άλλος νεώτερος γυάλινος ή μεταλλικός αποστακτήρας.
Μια ασυνήθιστη και ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι η σύνδεση μεταξύ του κυπριακών παραδοσιακών πήλινων αποστακτήρων και του Leonardo Da Vinci που, σε ένα ταξίδι που πληρώθηκε από την Caterina Cornaro, ήρθε στην Κύπρο μεταξύ του τέλους του 1400 και της αρχής του 1500, για να ξανασχεδιάσει το φρούριο της Αμμοχώστου.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο νησί κατασκεύασε το σκίτσο και τις γραφικές σημειώσεις του αποστακτήρα που καταχωρήθηκε στον Codex Atlantic 1114, που φυλάγεται στην Biblioteca Ambrosiana του Μιλάνου.
Η μελέτη του αποστακτήρα βοήθησε τον Leonardo να εφεύρει ένα νέο αποστακτήρα από τερακότα με την κυκλοφορία κρύου νερού γύρω από το κεφάλι. Το πρότυπο εκτίθεται στο μουσείο του Leonardo στην πόλη Vinci.
Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στις χοάνες που βρίσκονται στο εργοστάσιο αρωμάτων, οι οποίες είναι μια πραγματική καινοτομία στο μεσογειακό ρεπερτόριο. Τα αντικείμενα αποτελούνται από ένα σφαιρικό κύπελλο με λαβή και μακρούς σωλήνες που τοποθετούνται κάθετα κάτω από τη βάση.
Μια παρόμοια χοάνη βρέθηκε στις ανασκαφές της Αλάμπρας στο δωμάτιο 8 της οικοδομής IV, που σχετίζεται με υλικό παρόμοιο με το εργοστάσιο αρωμάτων του Πύργου, συμπεριλαμβανομένου ενός πιθανού κεφαλιού από λαμπίκο.
Η εξέλιξη των αρωμάτωνΟ Kenneth Peterson, ιδιοκτήτης της εταιρείας “The Cosmetic Chemist”, χρησιμοποιεί στην κατασκευή αρωμάτων πρακτικές των αρχαίων. Ο Peterson, πρώην φαρμακοποιός, αναγνωρίζεται ως ένας από τους πρωτοπόρους στην κατασκευή σύγχρονων αρωμάτων χρησιμοποιώντας φρούτα, αρωματικά φυτά, βανίλια, αγγούρι.
Σύμφωνα με τον Peterson η ανασκαφή της Κύπρου είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Όπως δήλωσε στο Discovery, «οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ως βάση για την κατασκευή των αρωμάτων το λάδι της ελιάς.
Στη συνέχεια οι Γάλλοι άρχισαν να χρησιμοποιούν το λαρδί». Συγκεκριμένα οι Γάλλοι αρωματοποιοί άπλωναν ένα κομμάτι λαρδί σε ένα επίπεδο πιάτο και τοποθετούσαν πάνω σε αυτό διάφορα αρωματικά υλικά, όπως γιασεμί.
Μετά από λίγη ώρα αφαιρούσαν τα αρωματικά φυτά και τοποθετούσαν φρέσκα. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβανόταν συνεχώς έως ότου το λαρδί πάρει το άρωμα του φυτού. Στη συνέχεια αποστραγγιζόταν και αναμιγνυόταν με αλκοόλ.
Ακολούθως μέσα από μια διαδικασία απόσταξης επέτρεπαν την συλλογή ενός αρωματικού υγρού το οποίο όμως, σύμφωνα πάντα με τον Peterson, δεν είχε την ποιότητα των σημερινών αρωμάτων, απεναντίας ή οσμή του ήταν ιδιαίτερα παράξενη.
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η κατασκευή αρωμάτων βιομηχανοποιήθηκε και εγκαταλείφθηκαν οι παραδοσιακές μέθοδοι. Από τότε έως σήμερα τα αρώματα αποτελούν χημικές ενώσεις. Η Κύπρος βέβαια και ο οίκος των Ετεοκύπριων εξαιτίας των ανασκαφών των Ιταλών θα παραμείνει στην ιστορία ως μια από τις πρωτοπόρους στον τομέα αυτό.
Από τη Μυκηναϊκή περίοδο, καταγράφονται στο εμπόριο του νησιού 3 αρώματα κατά το δεύτερο μισό της 2ης χιλιετίας π.Χ.
Αργότερα πολλά κυπριακά αρώματα έγιναν διάσημα κυρίως στη Μεσόγειο, ειδικά στην Αίγυπτο, όπου συναντώνται συνταγές στα ιερογλυφικά. Επιπλέον, οι μυρωδιές της Κύπρου αναφέρονται από συγγραφείς όπως ο Θεόφραστος, ο Διοσκουρίδης και ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος.
Το όνομα πολλών ιστορικών αρωμάτων άλλαξε και χάθηκε μέσα στους αιώνες, αλλά η φήμη των αρωμάτων που παράγονται στην Κύπρο επέζησαν στους μεσαιωνικούς χρόνους και κατά την Αναγέννηση διαδόθηκαν στην Ευρώπη μέχρι που η François Coty έδωσε το όνομα του νησιού σε μια από τις δέκα οικογένειες αρωμάτων του κόσμου.
Στην πραγματικότητα το νησί παρά τους πολλούς κατακτητές και τις φυσικές καταστροφές, δεν έπαψε ποτέ να παράγει αρώματα, είτε για αισθητικούς είτε για θρησκευτικούς σκοπούς. Η Chypre de Coty είναι η πρώτη «φαμίλια» αρωμάτων η οποία μέχρι σήμερα, αγκαλιάζει το 60% όλων των αρωμάτων παγκόσμια.
Η έρευνα για την προέλευση και την ιστορία της συγκεκριμένης οικογένειας μαρτυρά την μακρά πορεία και ιστορική σχέση της Κύπρου με την αρωματοβιομηχανία.
Έτσι έχει συσταθεί ένα σχέδιο έρευνας το οποίο θα προσπαθήσει να αναδημιουργήσει τα στοιχεία του κυπριακού αρχαίου πολιτισμού, ενισχύοντας και παγιώνοντας τη συνοχή των ιστορικών δεδομένων.
Το ΜΥΣΤΙΚΟ (Mystikο) είναι το όνομα του αρώματος που ανακαλύφθηκε από τη Μαρία Ροσάρια Μπελτζιόρνο, Ιταλίδα αρχαιολόγο και τη βοτανολόγο Γιαννούλα Λαζάρου από τη Κοράκου και το οποίο περιέχει πέντε βασικά στοιχεία του διάσημου Kypros – Chypre: Ελαιόλαδο, Κίτρο, Ματζουράνα, Αγιόκλιμα και Λάβδανο.
Η αναπαραγωγή της αρχαίας συνταγής πραγματοποιείται αυστηρά στα εργαστήρια της Γιαννούλας Λαζάρου, για την οποία αναπαραγωγή χρησιμοποιούνται άγρια φυτά του Τροόδους που αποτελούν μεγάλο πολιτιστικό, περιβαλλοντικό και ιστορικό θησαυρό που αγνοείται σήμερα στο κόσμο των αρωμάτων.
Η χλωρίδα της Κύπρου, όπως καταγράφεται από τον R.D. Meikle Βοτανολόγο των Βασιλικών Κήπων στο Κew, του Ηνωμένου Βασιλείου, περιλαμβάνει τόσο άγρια φυτά όσο και καλλιέργειες.
Μεταξύ αυτών: Foeniculumvulgare, Hybrida Lavandula, Lavandula Stoechas, Mentha Viridis, Origanumcordifolium, Origanum Majorana Amaracos, Rosmarinus τα officinalis, το fruticosa Salvia και τα officinalis, το perfoliata Sideritis, το capitatus και το Centaurea Akamantis τα οποία προστατεύονται αυστηρά από τη Συνθήκη της Βέρνης.
Η επιβεβαίωση της ιστορικής αλήθειας για την απίστευτη αυτή σχέση, επιβεβαιώνεται και με τα αρχαία ευρωπαικά εμπορευματοκιβώτια που φέρουν το όνομα «Cipria», και τα οποία μετέφεραν τα διασημότερα καλλυντικά στο κόσμο από τον 15ο αιώνα.
Ο Leonardo Da Vinci που ήρθε στην Κύπρο γύρω στο 1500 γράφει ότι: «από την νότια ακτή της Σικελίας μπορεί κανείς να δει στο νότο το όμορφο νησί της Κύπρου, το οποίο ήταν η γη της θεάς Αφροδίτης, και πολλοί πλοηγοί που ελκύονται από την ομορφιά της, τσάκισαν τα καράβια και τα κατάρτια τους στη μέση των σκοπέλων, από τα κύματα.
Εδώ η ομορφιά των ευχάριστων λόφων βάζει σε πειρασμό τους περιπλανώμενους ναυτικούς να αναζωογονηθούν όπου οι άνεμοι μετριάζονται, από το νησί με τις περιβάλλουσες θάλασσες και τις ευώδεις μυρωδιές».
Πηγή: Από το ανέκδοτο ιστορικό βιβλίο “Ιστορία του Κυπριακού κρασιού” του Κυριάκου Παπαδόπουλου (Σπούδασε χημεία και οινολογία στην Πράγα, αποκτώντας το δίπλωμα “Master of science in chemistry and food technology”)…