Δυο φίλες, τόσο διαφορετικές και τόσο ίδιες, κάνουν διάλογο για σοβαρά και μη, για το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον της πόλης και του εαυτού τους, βολτάροντας στον Μόλο εν καιρώ πανδημίας
Όταν βλέπω ήλιο έξω, δεν μπορώ να τον αγνοήσω. Δεν μπορώ να αντισταθώ. Με προκαλεί. Δεν θέλω να μπλεχτώ στους αυτοκινητόδρομους. Αποφασίζω να πάρω την παραλιακή οδό. Σχηματίζω το τηλέφωνο της Ιζαμπέλ. «Εσύ είσαι αστή», της λέω. «Είσαι παιδί της πόλης. Εγώ είμαι παράλια και χωριατοπούλα». Κάτι μου λέει και γελώ. Είναι θεραπεία στην καραντίνα το γέλιο. Πρέπει να γράψω λίστα με τα γιατρικά κατά του συνδρόμου της καραντίνας. Καταγράφω νοητά τα πρώτα τέσσερα που μου έρχονται: Ήλιος, θάλασσα, κρασί, γέλιο.
Έκανε φοβερό κρύο. Μου είπε θα έρθει οδηγώντας παραλιακά. Μένω κέντρο, οπότε εννοείται έφτασα νωρίτερα. Πάρκαρα κοντά στον Μόλο. Βγήκα για βόλτα και φωτογραφίες, μα έκανε τόση ψύχρα που άλλαξα γνώμη και επέστρεψα στο αμάξι μου. Το κρύο της Λεμεσού, σε συνδυασμό με την υγρασία της θάλασσας μπαίνουν κάτω από το δέρμα σου. Έτσι ακριβώς όπως κάποιες στιγμές της ζωής σου σε πάγωσαν και δεν μπορείς ποτέ να ξεχάσεις το συναίσθημα. Κάτι δευτερόλεπτα ή και μέρες που πάγωσες ολόκληρη και δεν ήξερες αν το κρύο ερχόταν από έξω ή από μέσα. Νομίζω αυτό Κουλίτα είναι στίχος σε ένα ποίημα που έγραψα. Κάποιες φορές ξεχνάω τι έχω γράψει εγώ η ίδια. Το πιστεύεις; Κι άλλες νομίζω ότι ζω μέσα σε ένα ποίημά μου.
Μέχρι να φτάσω οδικώς στο κέντρο, στον μόλο, ο ήλιος έφυγε. Πειράχτηκα. Ήθελα ήλιο και θάλασσα. Φυσάει τόσο πολύ. Σταγόνες από τα κύματα δροσίζουν τα μάγουλα, όταν περπατώ πλάι στο νερό. Δεν περπατώ μόνη μου. Πολλοί Λεμεσιανοί κάνουν το ίδιο. Είμαι ερωτευμένη με την πόλη μου. Ναι, μπορώ να το πω. Έχω έρωτα με τούτη την πόλη με το όνομα Λεμεσός. Η Λεμεσός, αυτή τη στιγμή είναι ένα ποίημα και τη ζω και εγώ όπως η Ιζαμπέλ πολλές φορές ζει μέσα στο ποίημα της. Αν, όμως, τελικά υποκύψει στην πολιορκία του αρπακτικού, αρχοντοχωριάτικου, ξένου κεφαλαίου, φοβάμαι πως πολύ σύντομα θα μετατραπεί σε τερατούργημα. Χρειαζόμαστε ηθική διοίκηση. Χρειαζόμαστε στο τιμόνι της πόλης ανθρώπους που την πονάνε. Ευτυχώς, βλέπω την Ιζαμπέλ να κάθεται στο παγκάκι και οι άσχημες σκέψεις για το μέλλον της πόλης μου διακόπτονται.
Στον Μόλο, λοιπόν. Βγαίνω από το αμάξι και κάθομαι σε ένα παγκάκι. «Εκεί στα σιντριβάνια» της λέω. Μονολογώ με τη θάλασσα, με μένα, με τις αναμνήσεις μου, με το παρόν. Την εποχή της πανδημίας αποκτήσαμε νέες συνήθειες. Περπατάμε πιο πολύ, ασκούμαστε, επιστρέψαμε στη φύση, όση και όπου απέμεινε. Αναζητάμε κάθε εστία πρασίνου ή δημόσιου χώρου στην πόλη με λόγο ή αφορμή την άθληση. Οπότε μπροστά μου κόσμος κάθε ηλικίας πηγαινοέρχεται πάνω-κάτω με τα πόδια, με ποδήλατα, με skates, skateboard. Έτσι πηγαινοέρχονται και οι σκέψεις μου μέχρι να έρθει η Κούλα να τη συναντήσω. Θυμάμαι πως όταν τελείωσα τις σπουδές και έκανα απόπειρες επιστροφής στην Κύπρο συνάντησα μια πολύ γκριζωπή και μονότονη χειμωνιάτικη Λεμεσό. Απουσίαζε η ζωή. Ο Μόλος βέβαια υπήρχε από πριν. Εκεί θυμάμαι συναντούσα ένα εφηβικό φλερτ. Σε κάποιο παγκάκι που δεν υπάρχει πια. Πότε θα έρθει πια η φίλη μου να κάνουμε διάλογο; Με κουράζουν οι ανθρώποι που μονολογούν. Με κουράζω και εγώ όταν το κάνω. Επιτέλους ήρθε!
Ναι, αυτό ακριβώς. Όταν επέστρεψα κι εγώ από τις σπουδές μου στη Θεσσαλονίκη, μ’ έπιασε κάτι σαν κατάθλιψη. Δεν με χωρούσε ο τόπος! Πλήξη! Με την ίδρυση όμως του ΤΕΠΑΚ, η Λεμεσός θα αποκτήσει έναν αέρα ζηλευτό. Το κέντρο της πόλης, με την παρουσία των φοιτητών, αναστήθηκε. Αυτός ο φρέσκος αέρας από το ιστορικό κέντρο θα περπατήσει με τα πόδια μέχρι την παραλία και θα ακούσει τον ήχο των κυμάτων. Φωνές και γέλια φοιτητών, γλώσσες από κάθε γωνιά του πλανήτη, η διέξοδος της θάλασσας, η εικόνα του αφρού των κυμάτων, η τσαχπινιά και η πλακατζίδικη διάθεση, όλα τούτα έχουν ένα όνομα: Λεμεσός. Ναι, φαίνεται πως ένα εμπνευσμένο χέρι άγγιξε με μαγικές πινελιές την πόλη και τη μεταμόρφωσε. Κι αυτό έκανε φανερό αυτό που σου είπα πιο πάνω: Χρειαζόμαστε ηθική διοίκηση. Επαναλαμβάνω στον εαυτό μου.
Το παραλιακό μέτωπο έχει αλλάξει – ευτυχώς- εξολοκλήρου. Και το κέντρο άνθισε και συνεχίζει να ανθίζει παρόλα τα προβλήματα που συναντάει. Κάποια στιγμή χρειάζεται να πούμε το ευχαριστώ, χωρίς πολιτικές σκοπιμότητες, σε αυτούς που κατέβαλλαν επί χρόνια τόσες προσπάθειες και για τις θεμιτές σύγχρονες αλλαγές στην πόλη, μα και ταυτόχρονα κατάφεραν να επιβιώσει και να μην κατεδαφιστεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά, ο αστικός πολιτισμός και ιστορία του προηγούμενου αιώνα της πόλης.
Υπάρχει στην Κύπρο περίπτωση να πούμε κάτι που να μην εμπεριέχει δόση πολιτικής; Υπάρχει περίπτωση να καλλιεργηθεί μια τέτοια κουλτούρα κριτικής σκέψης που να μπορεί ο μέσος Κύπριος να σκεφτεί έξω από ένα κόμμα;
Εμένα, Ιζαμπέλ, δεν με ενοχλούν τα κόμματα. Τα κόμματα χρειάζονται για να εκπροσωπούν την πολυφωνία ιδεών. Το πώς εφαρμόζονται αυτές οι ιδέες και από ποιους, αυτό είναι το ζήτημα. Κι εκεί πρέπει να ασκείται κριτική χωρίς φόβο και πάθος. Μέσα ή έξω από το κόμμα. Στο ίδιο το κόμμα που κάποιος αισθάνεται ότι ανήκει ή στο αντίπαλο κόμμα. Δεν πρέπει να φοβόμαστε την αντίθετη άποψη. Πόσες φοβίες πια να μας στερούν τον ελεύθερο αέρα;
Ξαφνικά μια γάτα γίνεται η αφορμή να επιστρέψω 4 ή 5 χρόνια πριν, σε μία καφετέρια στη Μακαρίου. Την πρώτη φορά που τη γνώρισα. «Κοίτα εγώ έχω φοβία με τις γάτες » μου ξεκαθαρίζει γιατί είχε αντιληφθεί την τεράστια σύνδεση που είχα εγώ μαζί τους. Αρχικά, ήμασταν ψηφιακές φίλες και έβλεπε τις τότε συχνές «γατοαναρτήσεις» μου. Θυμάμαι που το είπε σχεδόν απολογητικά.
Γιατί απολογούμαστε για τις φοβίες μας; Που οι πλείστες μάλιστα δημιουργήθηκαν από έναν άνθρωπο ή ένα συμβάν, αναρωτιέμαι. Γιατί τόση ενοχή;
Στην πορεία της φιλίας μας κατανόησα τη φοβία της ακόμη και αν ήταν προς τα πλάσματα που για μένα ήταν ίσως οι πρώτοι «άνθρωποι» που συνδέθηκα τόσο βαθιά σαν παιδί, που με παρηγόρησαν, που ήταν η σταθερή αγκαλιά μου. Τόσο που καθόρισαν ένα κομμάτι του χαρακτήρα μου. Εξάλλου, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος αυτής της στήλης, η φιλία μας ήταν και είναι ένα κράμα αντιθέσεων και ομοιοτήτων. Mix & Match.
Οπότε, όταν ξαφνικά είδα τη χαρά της που την πλησίασε γάτος και δεν φοβήθηκε, πρώτη φορά, και όλο επαναλάμβανε : «Ιζαμπελίτα αυτή τη γάτα δεν τη φοβάμαι. Ιζαμπελίτα δεν τη φοβάμαι!» χάρηκα και εγώ πολύ μαζί της. Και φωτογράφισα τον ενθουσιασμό της. Και η γάτα μπορώ να πω που δεν σταμάτησε να μας ακολουθεί, χάρηκε επίσης.
Ήταν απίστευτο αυτό που συνέβη. Ήταν πανέμορφη γάτα! Μια κούκλα όπως αυτές στις ζωγραφιές παιδικών παραμυθιών. Και ήρεμη. Αυτό με κέρδισε. Με σεβάστηκε. Συνήθως οι γάτοι έρχονται απρόσκλητοι επάνω σου και σου κλέβουν επιθετικά τον χώρο σου. Αυτή είχε μια ηρεμία. Ναι ήταν μια ήρεμη ψυχή γάτας. Ήθελα να έρθει κοντά μου. Αλλά ήταν «κυρία» και κάπως αρχοντική μέσα στη λευκή της γούνα. Και δεν μπορούσα να την πιέσω. Έπρεπε να τη σεβαστώ.
Λέω συχνά σε αυτούς που δεν έτυχε να αγαπήσουν γάτο ακόμη, πως όταν γίνει αυτή η σύνδεση, έστω μία φορά, από εκείνη τη μέρα θα απορείς πώς προσπερνούσες αυτά τα πλάσματα και δεν αντιλαμβανόσουνα τις τρομερές δυνάμεις δοτικότητας μα και ελευθερίας που έχουν από τη φύση τους.
Είναι αστεία αντίφαση που στον καιρό της πανδημίας και της απαγόρευσης κυκλοφορίας των ανθρώπων οι γάτες έχουν την ελευθερία να κυκλοφοράνε όπου θέλουν, ό,τι ώρα θέλουν, χωρίς μάσκα. Τις ζηλεύεις.
Ναι, έχεις δίκιο. Θέλω τη ζωή μας πίσω. Τη χωρίς μάσκα ζωή. Θα κάνουμε υπομονή, τι άλλο μπορούμε να κάνουμε! Μα όταν βλέπω τον μικρό μου ξάδελφο από μακριά να μας πλησιάζει, δεν μπορώ να μην του φωνάξω και να τον αγκαλιάσω. Δεν θυμάμαι τι λέγαμε. Μόνο πως γελούσαμε.
Πόσο δυνατή είναι η ανάγκη της συνάθροισης σκέφτομαι σαν τους κοιτάω. Έστω κι αν όλοι γύρω μας είναι ανά δύο. Θεωρώ επικίνδυνες τις τοποθετήσεις που κατηγορούν αυτή την ανάγκη, όσο και τον ιό. Που δεν την κατανοούν και δεν βρήκαν τρόπους εν καιρώ πανδημίας ώστε να σεβαστούν την ανάγκη των ανθρώπων για έξοδο, κοινωνικότητα, ψυχαγωγία. Όταν υποτιμάς τη φύση βρίσκει τρόπους και διόδους να εκτονωθεί ή ακόμη και να εκδικηθεί. Ναι, ακόμη και την ανθρώπινη φύση.
Περπατήσαμε λιγάκι, μα το κρύο ήταν τόσο δυνατό που μας έπεισε να τελειώσει αυτή η βόλτα σύντομα και να συνεχίσουμε κάθε κουβέντα στο αμάξι.
Τα χέρια μου πάγωσαν. Έγιναν μπλε ή μοβ από το κρύο. Δείχνω τα δάκτυλά μου στην Ιζαμπέλ και ζητάω παρηγοριά.
Όπως φεύγαμε συνάντησα έναν γνωστό που είχε φέρει βόλτα το σκυλάκι του, τη Μάκι.
Η Μάκι είναι πανέμορφο σκυλί! Εγώ δεν έχω κάτι άλλο να πω. Πες εσύ τα υπόλοιπα, Ιζαμπέλ.
Η Κουλίτα ασχολείται με το σκυλί και εγώ σκέφτομαι πως ξεκινήσαμε αυτή τη στήλη με την ιδέα να πηγαίναμε σε διάφορους χώρους της πόλης και μέσα από την κουβέντα μας, να τους αναδεικνύαμε. Μα για να είμαι ειλικρινής πιο πολύ τη ξεκινήσαμε με την υπόσχεση του να βρισκόμαστε τακτικά και να περνάμε καλά. Τώρα με τους χώρους εστίασης κλειστούς κάνουμε τα Mix & Match στο πόδι και τριγυρνώντας στην πόλη.
Η αλήθεια είναι ότι έχω την τάση να πιστεύω ότι όσα επηρεάζουν τους πιο πολλούς ανθρώπους με αφήνουν ανεπηρέαστη και όσα δεν τους επηρεάζουν και τα θεωρούν μικρά, εγώ τα βλέπω μεγάλα. Μα σε αυτή την πανδημία, που μπήκε έτσι απρόσκλητη στη ζωή μας, τώρα που οι άνθρωποι τεχνολογικά και επιστημονικά νιώθαμε αλώβητοι… μέτρησα πολλές «απώλειες» που δεν είμαι σίγουρη αν ήταν παράπλευρες συνέπειές της ή meant to be.
Από την άλλη η πανδημία έφερε ανθρώπους στη ζωή μου που δεν γνωρίζω αν θα είχαμε υπό άλλες συνθήκες την ευκαιρία να συνδεθούμε. Κι ίσως η σύνδεση εν καιρώ αστάθειας να έχει πιο γερές, πιο σταθερές και πιο αυθεντικές βάσεις από σχέσεις ευνοϊκών συνθηκών.
Στο αμάξι, αποχαιρετώντας τη φίλη μου, χάρηκα που παρέμεινε στη ζωή μου. Που δεν ήταν μέσα στις «απώλειες» της συναισθηματικής πανδημίας που έφερε η κυριολεκτική. Την αποχαιρετώ και χαμογελώ γιατί κάποιοι αποχαιρετισμοί είναι μόνο προσωρινοί.
Μέχρι να δώσουμε ραντεβού για το επόμενο Mix&Match κάπου στην πόλη μας.
Κούλα Στυλιανού & Μαρία-Ιζαμπέλλα Αχιλλέως