Μένουμε Κύπρο και γνωρίζουμε από την αρχή όλα τα μέρη του τόπου μας
Μέσα σε μια μικρή κοιλάδα και στις γύρω πλαγιές της που περιβάλλονται από μικρά και μεγάλα βουνά, οροπέδια, απότομες πλαγιές και γκρεμούς, όλα αμπελόφυτα, σε μέσο υψόμετρο 750 μέτρα και σε απόσταση 35 περίπου χιλιομέτρων από την πόλη της Λεμεσού, βρίσκεται κτισμένο το γραφικό αμπελοχώρι της Βάσας Κοιλανίου.
Η Βάσα είναι ένα από τα σημαντικότερα αμπελοχώρια της περιοχής και φημιζόταν και σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους για τα αμπέλια της. Αναφορά κάνει ο Μας Λατρί για την εξαγωγή μεγάλων ποσοτήτων βασιώτικης σταφίδας. Η Βάσα και σήμερα κατέχει μια προνομιακή θέση παγκύπρια στην παραγωγή σταφίδας. Ιδιαίτερα όμως ο Α. Γκωντρύ μεταξύ άλλων αναφέρει τα ακόλουθα. …το Όμοδος, η Βάσα και το Άρσος παρέχουν τα καλύτερα μαύρα κρασιά του νησιού.
Η Βάσα είναι το πέμπτο αμπελοχώρι της Λεμεσού με βάση την καλλιεργήσιμη έκταση με αμπέλια , είναι δε μεταξύ των πρώτων χωριών που η καλλιεργούμενη με αμπέλια έκταση ξεπερνά το 40% της ολικής του έκτασης.
Το χωριό, όπως και όλα τα αμπελοχώρια της περιοχής, γνώρισε μεγάλες πληθυσμιακές αλλαγές. Το 1881 οι κάτοικοι του ήταν 397, για να αυξηθούν στους 512 το 1891, στους 690 το 1911, στους 785 το 1921 και στους 871 το 1946. Το φαινόμενο της αστυφιλίας κτύπησε και την Βάσα όπως και όλα τα κρασοχώρια με αποτέλεσμα οι κάτοικοι του να μειωθούν στους 741 το 1960, στους 551 το 1973 και στους 367 το 1982. Στην τελευταία απογραφή του 2001 οι κάτοικοι ήταν 170. Αξίζει να αναφερθεί πως η Βάσα το 1946 ήταν το δέκατο έκτο χωριό σε πληθυσμό χωριό της Λεμεσού από ένα σύνολο 127 χωριών.
Η Βάσα συνδέεται στα βορειοανατολικά με το Όμοδος και τις Πλάτρες, στα νοτιοδυτικά με την Μαλλιά και το Άρσος, στα νοτιοανατολικά με την Ποταμιού και στα νότια με την Κισσούσα και την Πάχνα.
Το χωριό πήρε το όνομα του, που είναι καθαρά αρχαίας ελληνικής προέλευσης από την λέξη Βάσσα ή Βήσσα που σημαίνει δασώδης κοιλάδα.
Στην Αρκαδία της Πελοποννήσου υπήρχε κατά την αρχαιότητα οικισμός με την ονομασία Βάσσαι όπου βρισκόταν και ο περίφημος ναός του Επικούρου Απόλλωνα. Η ονομασία λοιπόν του χωριού μπορεί πολύ πιθανόν να σχετίζεται με την εποίκιση της Κύπρου από τους Αρκάδες. Στο χωριό μάλιστα υπήρχε ιερό του Απόλλωνα στο χώρο που σήμερα είναι κτισμένη η κεντρική εκκλησία, γεγονός που ενισχύει την παραπάνω άποψη.
Η Βάσα υπήρξε σημαντικό φέουδο κατά τα μεσαιωνικά χρόνια. Ήταν κτήμα των σταυροφόρων βαρόνων Ιβελίων της Γιάφφας. Ο Gunnis μάλιστα αναφέρεται σε απομεινάρια θεμελίων πύργου σε λόφο στο κέντρο του χωριού, προφανώς στο λόφο πίσω από την εκκλησία όπως ανακαλύφθηκαν το 1993 συλλογές από ενετικά ξίφη.
Το χωριό είναι συμπαγούς συγκεντρωτικού τύπου. Στον τύπο αυτό του οικισμού εκτός από τον κοινωνικό παράγοντα, βοήθησε σε μεγάλο βαθμό και το ανάγλυφο της περιοχής. Στη Βάσα διατηρείται ακόμα και σήμερα η γοητευτική παραδοσιακή αρχιτεκτονική με λιθόστρωτους δρόμους, μακρυνάρια, δίχωρα και ανώγια, κτισμένα με άψογη πελεκητή ασβεστόπετρα. Σε αρκετά σπίτια υπάρχουν ακόμη τα παλιά πατητήρια, αλλά και τα σύγχρονα πιεστήρια για την παραγωγή του φημισμένου βασιώτικου κρασιού καθώς και οι αποστακτήρες για την παραγωγή της ζιβανίας.
Η Βάσα διαθέτει καταλύματα για διαμονή, ταβέρνες και οινοποιεία καθώς και το Μουσείο της ΠΟΕΔ όπου αναφέρεται στην “Ιστορία της Δημοτικής Εκπαίδευσης στην Κύπρο”.
Πληροφορίες από την ιστοσελίδα του Κοινοτικού Συμβουλίου Βάσα Κοιλανίου