Μετά την απόφαση για αλλαγή της πολιτικής και τον τερματισμό της επαλήθευσης με τη μοριακή μέθοδο των θετικών αποτελεσμάτων από rapid test αντιγόνου, όσοι πολίτες εντοπίζονται θετικοί με τη μέθοδο της ταχείας εξέτασης ανίχνευσης αντιγόνου θεωρούνται επιβεβαιωμένα κρούσματα COVID-19 και, κατ’ επέκταση, οφείλουν να τίθενται σε περιορισμό και να ενημερώνουν άμεσα τις στενές επαφές τους.
Αυτόματα αρχίζει η διαδικασία της ιχνηλάτησης και οι στενές επαφές που το ίδιο το κρούσμα δηλώνει στη Μονάδα Επιδημιολογικής Επιτήρησης, οφείλουν να τηρούν κατά γράμμα την πιο κάτω διαδικασία:
– Όταν ένα πρόσωπο ενημερωθεί από άτομο του περιβάλλοντός του που εντοπίστηκε θετικό στον ιό SARS-CoV-2 ότι θα δηλωθεί στη Μονάδα Επιδημιολογικής Επιτήρησης ως στενή επαφή, οφείλει αυτόματα να αυτοπεριορίζεται και να αναμένει οδηγίες από το Υπουργείο Υγείας.
– Τα άτομα που δηλώνονται ως στενές επαφές κρούσματος λαμβάνουν εντός 24 ωρών από την αποστολή των στοιχείων τους από το κρούσμα, γραπτό μήνυμα με τις οδηγίες για τις στενές επαφές.
– Ακολούθως, γίνεται εντός των επόμενων ημερών τηλεφωνική επικοινωνία από το Υπουργείο Υγείας και διευθετείται ραντεβού για δειγματοληψία για τη διενέργεια εξέτασης PCR μέσω των Ιατρείων Δημόσιας Υγείας. Σε καμία περίπτωση τα άτομα που δηλώνονται ως στενές επαφές δεν πρέπει να μεταβαίνουν για εξέταση ή στα σημεία όπου διενεργούνται rapidtests, παραβιάζοντας τον περιορισμό τους. Εξάλλου, η διενέργεια τεστ αμέσως μετά την επαφή με το θετικό κρούσμα μπορεί να δώσει παραπλανητικά αποτελέσματα και δεν απαλλάσσει ένα άτομο με αρνητικό αποτέλεσμα από την υποχρεωτική απομόνωση.
– Η περίοδος της απομόνωσης των στενών επαφών καθορίζεται στις 14 μέρες. Το άτομο που ορίζεται ως στενή επαφή μπορεί να αποδεσμευτεί από την καραντίνα νωρίτερα από τις 14 ημέρες, εφόσον κάνει PCR τεστ την 10η ημέρα από την επαφή του με επιβεβαιωμένο κρούσμα και έχει αρνητικό αποτέλεσμα και νοουμένου ότι δεν παρουσιάζει συμπτώματα. Σε περίπτωση συμπτωματολογίας της λοίμωξης COVID-19 οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια της απομόνωσης, θα πρέπει να ενημερώνεται ο Προσωπικός Ιατρός και να ακολουθούνται οι ιατρικές οδηγίες.
Η παραβίαση των πιο πάνω κατευθυντήριων οδηγιών και η μη τήρηση της καραντίνας, πέραν από τους σοβαρούς κινδύνους που εγκυμονεί για τη Δημόσια Υγεία, αποτελεί και παραβίαση των σχετικών Διαταγμάτων και το Υπουργείο Υγείας προχωρά σε καταγγελίες προς την Αστυνομία.