Το 1972, ο καθηγητής Τζον Γιούντκιν, έγραφε στο βιβλίο του «Pure White and Deadly» (Αγνά λευκή και θανάσιμη), ότι αν έρχονταν στο φως, έστω κι ένα μικρό μέρος των όσων οι επιστήμονες γνωρίζουν για τη ζάχαρη αυτή θα έπρεπε να απαγορευτεί από τη διατροφή μας ταχύτατα.
Το βιβλίο πήγε πάρα πολύ καλά, εκείνος όμως πλήρωσε πολύ υψηλό τίμημα γι’ αυτό. Οι ζαχαροβιομηχανίες αποκάλεσαν το έργο του «προπαγάνδα» και «επιστημονική φαντασία», τα επιστημονικά περιοδικά αρνούνταν να δημοσιεύσουν τις ανακοινώσεις του, θεωρήθηκε ένας μοναχικός εκκεντρικός. Πέθανε το 1995 απογοητευμένος και λησμονημένος.
Πληρωμένες έρευνες
Ο πόλεμος της ζάχαρης δεν είναι καινούργιος. Πριν από λίγους μήνες, το περιοδικό της Αμερικανικής Ιατρικής Ένωσης (JAMA) αποκάλυψε ότι τη δεκαετία του 1960 η βιομηχανία της ζάχαρης είχε πληρώσει δεκάδες χιλιάδες δολάρια σε επιστήμονες του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ για να εκδώσουν μια έρευνα που να συνδέει την καρδιοπάθεια με τα λιπαρά στα γαλακτοκομικά κι όχι με τη ζάχαρη. (Διαβάστε αναλυτικά: Πώς το λόμπι τις ζάχαρης εξαγόραζε έρευνες για την υγεία)
Το Associated Press από τη μεριά του, είχε αποκαλύψει τον Ιούνιο ότι το λόμπι των ζαχαρωτών είχε πληρώσει ερευνητές για να καταλήξουν στο εξής συμπέρασμα: «Τα παιδιά που τρώνε γλυκά σνακ είναι πιο αδύνατα σε σχέση με εκείνα που δεν τρώνε.
Το λόμπι της ζάχαρης
Αναγνωρίζοντας το ρόλο κλειδί που παίζει η υπερκατανάλωση ζάχαρης στην ενίσχυση του κινδύνου για την παχυσαρκία, καρδιαγγειακές παθήσεις, διαβήτη τύπου 2 και τερηδόνα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, στις αρχές του 2015, έκανε έκκληση ενήλικες και παιδιά να μειώσουν την ημερήσια κατανάλωση ζάχαρης σε λιγότερο από το 10% της συνολικής πρόσληψης ενέργειας, και ακόμη καλύτερα κάτω από το 5% (25 γραμμάρια ή έξι μικρές κουταλιές – τη στιγμή που ένα κουτάκι αναψυκτικό περιέχει δέκα κουταλιές).
Κι όμως, τον Ιανουάριο του 2016 η Κομισιόν πρότεινε σχέδιο κανονισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σύμφωνα με το οποίο η περιεκτικότητα των βρεφικών τροφών σε ζάχαρη θα ανερχόταν ως το 30% της ενέργειας των τροφών αυτών. Οι ευρωβουλευτές θα απέρριψαν την πρόταση (με 393 ψήφους κατά και 303 υπέρ), όπως, όμως, σημειώνει σε αναφορά του τον Ιούλιο το «Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο των Πολυεθνικών», η τελευταία «είναι ένα πρόσφατο παράδειγμα του πως οι βιομηχανίες τροφίμων μάχονται ενάντια στην υιοθέτηση ρυθμιστικών μέτρων για την κατανάλωση ζάχαρης στην ΕΕ».
Στην ίδια αναφορά, σημειώνεται ότι ομάδες συμφερόντων και εταιρείες που εκπροσωπούν το «λόμπι της ζάχαρης» δαπανούν ετησίως 21,3 εκατομμύρια ευρώ για να πιέσουν την ΕΕ στη μη λήψη τέτοιων κανόνων.
Ζάχαρη όπως… αλκοόλ και τσιγάρο
Την άποψη ότι η ζάχαρη θέτει κινδύνους για την υγεία που δικαιολογούν τον έλεγχό της ακριβώς όπως το τσιγάρο και το αλκοόλ συμμερίζεται ο καθηγητής Ρόμπερτ Λάστιγκ, καθηγητής ενδοκρινολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαν Φρανσίσκο και συγγραφέας του βιβλίου «Fat Chance: The Bitter Truth About Sugar».
«Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το τσιγάρο, το αλκοόλ και η διατροφή είναι οι βασικοί παράγοντες πρόκλησης των μη μεταδοτικών ασθενειών. Δυο από τα τρία, το αλκοόλ και ο καπνός ρυθμίζονται από τις κυβερνήσεις για να προστατευτεί η δημόσια υγεία. Το ερώτημα είναι ποιες όψεις της διατροφής μας θα έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο μιας ρυθμιστικής παρέμβασης;»
«Η απάντηση είναι η πρόσθετη ζάχαρη που περιέχεται στα επεξεργασμένα τρόφιμα. Το 74% των τροφίμων που πωλούνται στα αμερικανικά παντοπωλεία περιέχουν ζάχαρη, αποκρύπτοντάς τη, έτσι, στις συσκευασίες από τους καταναλωτές. Ένας αυξανόμενος αριθμός επιδημιολογικών μελετών καταδεικνύει ότι η υπερκατανάλωση ζάχαρης μπορεί να προκαλέσει όλες τις ασθένειες που συνδέονται με το μεταβολικό σύνδρομο: διαβήτης, υπέρταση, παχυσαρκία, καρδιοαγγειακά νοσήματα, ενώ μερικές μελέτες συνδέουν την ζάχαρη με τον καρκίνο και την άνοια».
Ο φόρος της ζάχαρης
«Πώς μπορούμε, όμως, να επέμβουμε στην κατανάλωση, ζάχαρης; Επιβάλλοντας ενδεικτικά φόρο σε όλα τα επεξεργασμένα τρόφιμα και ποτά που περιέχουν οποιαδήποτε μορφή πρόσθετων ζαχάρων, να θέσουμε ένα ηλικιακό όριο (όπως τα 17) για την αγορά ποτών με πρόσθετη ζάχαρη, κυρίως τα αναψυκτικά, και υποχρεώνοντας τις εταιρείες τροφίμων να μειώσουν την ποσότητα ζάχαρης που προσθέτουν σε αυτά. Η ζάχαρη είναι φθηνή, εύγευστη και πουλάει. Άρα, οι εταιρείες έχουν μικρό κίνητρο να κάνουν αυτές τις αλλαγές από μόνες τους», σημειώνει στη «Σχεδία» ο κ. Λάστινγκ.
Πολλές είναι πράγματι οι χώρες που έχουν επιβάλλει πρόσθετο φόρο και άλλους περιορισμούς στη ζάχαρη οδηγώντας μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις στη μείωση της κατανάλωσης.
Προειδοποιητικά μηνύματα
Στις πολιτείες της Καλιφόρνιας, της Νέας Υόρκης και την πόλη της Βαλτιμόρης συζητιέται η θέσπιση νομοθεσίας που θα υποχρεώνει όσους πωλούν ή διαφημίζουν αναψυκτικά, αθλητικά ποτά, καφέδες, τσάγια να έχουν ενημερωτικές ετικέτες πάνω σε αυτά που θα αναγράφουν ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα με πρόσθετη ζάχαρη «συμβάλλουν στην τερηδόνα, το διαβήτη και την παχυσαρκία», σε ολοένα και περισσότερες χώρες τίθενται περιορισμοί ή απαγορεύσεις στη διαφήμιση ανθυγιεινών τροφίμων για τα παιδιά.
Παράλληλα, σε άλλα κράτη υιοθετούνται πολιτικές εξοβελισμού των προϊόντων που περιέχουν ζάχαρη από το σχολείο. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι εκείνη του Ισραήλ, όπου από τον περασμένο Απρίλιο προβλέπεται η απαγόρευση πώλησης στα σχολεία, αλλά και συμπερίληψης στα σχολικά γεύματα όλων των σνακ με ζάχαρη (σοκολάτες, αναψυκτικά, αρτοσκευάσματα με ζάχαρη, κρουασάν), με αυτά να αντικαθίστανται από φρέσκα φρούτα, λαχανικά, ακόμη και πάστες χωρίς ζάχαρη.
Είναι η ζάχαρη εθιστική;
Μπορούμε, άραγε, να παραλληλίσουμε τον εθισμό που προκαλεί η ζάχαρη με εκείνον που προκαλεί η ζάχαρη με εκείνον που προκαλούν τα ναρκωτικά;
Αυτό υπογραμμίζει η διαιτολόγος – διατροφολόγος κ. Μαριέττα Μιχαήλ. «Θεωρώ ότι από την πλευρά του εθισμού η ζάχαρη είναι ναρκωτικό. Όταν τρώμε κάτι που έχει ζάχαρη ανεβαίνει απότομα το ζάχαρό μας προκαλώντας μια αίσθηση εφορίας και μετά πέφτει απότομα, αυτό μας κάνει να μη νιώθουμε καλά, παρουσιάζουμε στερητικό σύμπτωμα το οποίο μας κάνει να επιθυμούμε εκ νέου την πρόσληψη ζάχαρης. Τα άτομα που θέλουν να κόψουν τελείως τη ζάχαρη από τη διατροφή τους τις πρώτες μέρες νιώθουν δυσφορία, τους δημιουργούνται συναισθήματα όπως άγχος, αγωνία, κόπωση, μειωμένη δραστηριότητα του εγκεφάλου».
Στην Ελλάδα…
«Οι Έλληνες είναι τελείως ανενημέρωτοι για τη ζάχαρη. Μπορεί να καταναλώσουν προϊόντα που έχουν κρυμμένη ζάχαρη και να μην το γνωρίζουν. Υπάρχει παντού, στις κονσέρβες, στις σάλτσες, στο ψωμί. Υπάρχουν προϊόντα που λένε ότι δεν έχουν ζάχαρη και έχουν σιρόπι γλυκόζης, που είναι κι αυτό επιβλαβές. Σε πολλές συσκευασίες τροφίμων, πάλι αναγράφεται η ζάχαρη με την επιστημονική της ονομασία, σουχρόζη, επίτηδες για να μπερδεύεται ο κόσμος».
«Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν έχουμε καμία πολιτική μείωση της κατανάλωσης ζάχαρης. Κι αυτό ενώ τέσσερα στα δέκα ελληνόπουλα σχολικής ηλικίας είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα. Την ίδια στιγμή, μόνο το 12% των κυλικείων δημοτικών σχολείων πωλούν φρέσκα φρούτα, ενώ το ποσοστό στη Σλοβενία είναι 95%. Η ζάχαρη μπορεί να βγει εντελώς από τη διατροφή μας, έχει κενές θερμίδες, δεν προσφέρει κανένα θρεπτικό συστατικό. Μπορούμε να την αντικαταστήσουμε με το μέλι, τα χαρούπια, το πετιμέζι, τη στέβια. Θα νομοθετούσα, μάλιστα, να απαγορευτεί η κατανάλωση ζάχαρης στα παιδιά τουλάχιστον μέχρι τα έξι τους χρόνια, όπου έχουμε το σχηματισμό των δοντιών».
Απόσπασμα από το ρεπορτάζ του Σπύρου Ζωνάκη στο περιοδικό «Σχεδία»
Πηγή: tvxs.gr