Της Αγγελικής Γαζή*
Για την Μαρίνα Λεμεσού και το Παλιό Λιμάνι έχουν διατυπωθεί πολλά θετικά και αρνητικά όπως εξάλλου συμβαίνει με κάθε νεοεισερχόμενη παρέμβαση, η οποία ενδύεται τα πολιτισμικά,κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά χαρακτηριστικά της καθημερινής ζωής.
Αφήνοντας σε άλλους την καταγραφή των θετικών και αρνητικών παραμέτρων το δικό μου σχόλιο αποτελεί απόρροια κοινωνικής παρατήρησης της πόλης που με φιλοξενεί τα τελευταία έξι χρόνια.
Άξιο κοινωνικοπολιτισμικής και ερμηνευτικής προσέγγισης αποτελεί, κατά την άποψή μου, η εμφανής απαξίωση του Δημόσιου Χώρου απο τον Κύπριο πολίτη, η οποία μάλιστα αποκτά και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Σε συζήτηση με φίλο, πολιτικό επιστήμονα και αναλυτή πληροφορήθηκα ότι στο νησί υπάρχουν δύο μόνο Πλατείες: η Πλατεία Ηρώων της Λεμεσού (1) και ακόμη μία στο χωριό Όμοδος.
Η πλατεία με το καφενείο /τα καφενεία της αποτελούν θεωρητικά τον Δημόσιο Χώρο μιας συγκεκριμένης μικρής κοινωνίας. Σε αυτούς τους Δημόσιους Χώρους οι πολιτισμοί δημιουργούνται κυρίως κατά την διάρκεια του ελεύθερου χρόνου.
Πρόκειται για χώρους στους οποίους σχολιάζεται η σύγχρονη πνευματική κίνηση, γίνονται συζητήσεις για θέματα αισθητικής, τέχνης, πολιτικής, προγραμματίζονται δημόσιες εκδηλώσεις. Διάφορες κατηγορίες κοινωνικών πληθυσμών μπορούν να συνυπάρξουν στις πλατείες και τα καφενεία για να διασκεδάσουν, να συζητήσουν, να φλυαρίσουν, να «κουτσομπολέψουν».
Αποτελούν χώρους που προσδίδουν στην καθημερινότητα χαρακτηριστικά τελετουργίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν ένα συμβολικό κόσμο «συμποσιασμού», βήμα στο οποίο η επικοινωνία των πολιτών μεταξύ τους γίνεται με άμεσο τρόπο και καθείς μπορεί να μιλά, να ακούει τους άλλους, να ψυχαγωγείται.
Με βάση τους παραπάνω ισχυρισμούς προφανής καθίσταται η απουσία Δημόσιων Χώρων στην Κύπρο. Τόσο χωροταξικά, όσο και ως μέρος του κοινωνικού ιστού του τόπου, ο Δημόσιος Χώρος είναι σχεδόν πλήρως απαξιωμένος.
Θεωρώ ότι η Μαρίνα της Λεμεσού και το Παλιό Λιμάνι έρχονται να καλύψουν την όψιμη ανάγκη του Κύπριου πολίτη για τη σύσταση ενός «προσκηνίου», την ανάγκη μιας «δημοσιοποίησης», μιας παρουσίας σε χώρο, όπου κανείς εν τέλει απενοχοποιείται να θεαθεί.
Αφήνοντας κατά μέρος την εξόχως σημαντική συζήτηση αναφορικά με την ποιότητα της συνάθροισης στον Δημόσιο Χώρο, η Μαρίνα της Λεμεσού και το Παλιό Λιμάνι μοιάζουν να συμβολοποιούν την ανάγκη του Κύπριου πολίτη να εξέλθει από τον ιδιωτικό(2) και να εισέλθει στο δημόσιο χώρο.
Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνεύσει κανείς αυτή την πρωτοφανή, για τα κυπριακά δεδομένα, καθημερινή βραδινή βόλτα στους συγκεκριμένους χώρους, όχι μόνο από περαστικούς και «ξένους», αλλά από τον ίδιο τον Κύπριο πολίτη που απενοχοποιείται να «χαλάσει» την καθημερινή ρουτίνα και να διεκδικήσει την άμεση ορατότητα, έστω και με έναν αμήχανο αρχικά τρόπο.
Σε ένα υβριδικό κόσμο σημείων και συμβόλων ο συγκεκριμένος χώρος συμπυκνώνει την νεοκλασσική αρχιτεκτονική με αυτή της Μέσης Ανατολής, τα δυτικά brands με τα ψαροκάικα, τα πολυτελή σκάφη με τις «εκτεταμένες» οικογένειες (παππούς, γιαγιά, γονείς, παιδιά κτλ) που καταφθάνουν από τα κοντινά χωριά για την βόλτα,τα νεαρά ζευγάρια με τα μωρά αγκαλιά, τους έφηβους κατά την έξοδο του Σαββατόβραδου, τα βραδινά επίσημα ενδύματα των ντόπιων με το navy look των ιδιοκτητών των γιοτ.
Σε ένα παράλληλο σχεδόν συμπαγές και άρα συνεκτικό και ανακουφιστικό ηχοτοπίο ο χώρος «χωνεύει» στην πραγματικότητα, ίσως για πρώτη φορά τόσο συνολικά, τόσο απόλυτα αλλά και τόσο καταπραυντικά όλες τις αντιθέσεις αυτού του τόπου, ενισχύοντας μια διαδικασία προσαρμογής της κυπριακής κοινωνίας σε μια περισσότερο δυτικότροπη βιογραφική αφήγηση.
Ο χώρος της Μαρίνας Λεμεσού και του Παλιού Λιμανιού ικανοποιεί βασικές ανθρωπολογικές ανάγκες του ατομοκεντρικού πολιτισμού, απενοχοποιεί τον Κύπριο πολίτη ενισχύοντας τον συγχρωτισμό του σε έναν Δημόσιο Χώρο, όπου θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι προσδίδει στην Λεμεσό – αλλά και στο νησί εν γένει – αυτό που ο Κ. Παλαμάς έγραφε για τα καφενεία: «σας παρέχει του ωραιότερου είδους την απομόνωση, την μοναξιά μέσα εις τον κόσμο, την γαλήνη μέσα στην ταραχή, την μελέτη μέσα εις την τύρβη….» και ίσως εν τέλει καταφέρει να συρρικνώσει τον προνεωτερικό φόβο που κατατρύχει το νησί: αυτόν της αυτοέκθεσης.
(1) Πλατεία στην οποία, έως και πριν από 4-5 χρόνια, συνωστίζονταν τα λαϊκά καμπαρέ της πόλης.
(2) Η έμφαση στην μαξιμαλιστική προσέγγιση της κατασκευής της «οικίας», ή ακόμη η απουσία φαναριών για πεζούς (π.χ. στον Πεντάδρομο Λεμεσού) καταδεικνύουν εξάλλου και το αυξημένο ενδιαφέρον για το ιδιωτικό έναντι του δημοσίου.
*Η Αγγελική Γαζή είναι Επικ. Καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και Σπουδών Διαδικτύου του ΤΕΠΑΚ….