Του Αδάμου Κόμπου
“Ρωτώντας ή αναφέρνοντας για τη «κούρβα του Καμηλάρη» στο Ζακάκι, τους σημερινούς νέους, δεν νομίζω να γνωρίζουν που βρίσκεται και πολύ δικαιολογημένα. Στους παλαιότερους βέβαια είναι πολύ γνωστό αυτό το σημείο στο Ζακάκι.
Είναι αρκετά τοπωνύμια ή και σημεία αναφοράς τα οποία εχρησιμοποιούντο παλιά στη πόλη μας, και ήσαν αρκετά χρήσιμα για τον εντοπισμό και προσανατολισμό των συμπολιτών μας, προς άλλους γειτονικούς σ’ αυτούς τόπους. Κάποια απ’ αυτά με το πέρασμα του χρόνου έχουν ξεχαστεί αφού δεν χρησιμοποιούνται πλέον.
Όμως πιστεύω ο Δήμος μας θα πρέπει να τα εντοπίσει τοποθετώντας πινακίδες με την αναγραφή του κάθε τοπωνυμίου, ή σημείου αναφοράς, διατηρώντας και διαφυλάττοντας μ’ αυτό το τρόπο, την ιστορία και παράδοση μας. Ακόμη αφού γίνουν μελέτες, να γραφτεί το ιστορικό του κάθε τοπωνυμίου ή σημείου αναφοράς.
Ένα τέτοιο σημείο που ήταν αρκετά γνωστό στη πόλη μας είναι η «κούρβα του καμηλάρη». Αυτή η κούρβα ή στροφή είναι επί της λεωφόρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ στην είσοδο του Ζακακίου ερχόμενοι από το κέντρο της Λεμεσού.
Είναι απέναντι σχεδόν από το κτίριο όπου βρίσκεται ο τηλεοπτικός σταθμός ΝΤV και δίπλα από τη μάντρα αυτοκινήτων VW της εταιρείας Τσεριώτης.
Η κούρβα ή στροφή υπάρχει εκεί και σήμερα, είναι λίγο όμως πιο βελτιωμένη, μπορώντας ο καθένας να τη διακρίνει. Παλιά το οδόστρωμα της σημερινής λεωφόρου Φραγκλίνου Ρούσβελτ, ήταν πολύ στενό, όπου μόλις χωρούσε ένα αυτοκίνητο. Εάν ερχόταν από απέναντι άλλο αυτοκίνητο ή αμάξι θα έπρεπε κάποιος από τα δύο οχήματα να κατέβει από το οδόστρωμα μέσα στα χώματα και τις πέτρες του «παγκέττου».
Έτσι αυτή η «κούρβα του καμηλάρη» ήταν λίγο δύσκολη και επικίνδυνη, αναφερόμενη βέβαια και σαν σημείο αναφοράς.
Εκεί ακριβώς στη κούρβα αυτή υπήρχε «καμηλαρκό», δηλαδή μια μάντρα ή χάνι, με γκαμήλες και η κατοικία καθώς κι’ άλλα βοηθητικά υποστατικά. Αυτή η μάντρα ήταν κτισμένη με πληνθάρια (πηλός από χώμα, αναμεμιγμένα με άχυρο), και φαινόταν σαν ένα μικρό κάστρο. Η πόρτα εισόδου και εξόδου των γκαμήλων ήταν αρκετά ψηλή για να τις χωρεί να περνούν ελεύθερα.
Το «καμηλαρκό» αυτό ανήκε στο μακαρίτη σήμερα Σταύρο Κωνσταντίνου, και το δημιούργησε γύρω στο 1938-40. Υπήρχαν περίοδοι όπου διατηρούσε περισσότερες των 30 γκαμήλων. Συνήθως όμως ο αριθμός τους ήταν γύρω στις 20. Αυτές οι γκαμήλες, ήταν ένα πολύ σημαντικό μεταφορικό μέσο όπου διάφορα φορτία, κυρίως αγροτικά προϊόντα, εμεταφέροντο από τα κρασοχώρια στη Λεμεσό. Επίσης παρόμοια εμπορεύματα εμεταφέροντο από την Πάφο ή τη Λάρνακα, προς κι’ από τη Λεμεσό.
Σαν τέτοια προϊόντα ήσαν τα κρασιά, ή ζιβανίες σε ασκιά «μουδούρκια», άχυρα, σιτάρι, κριθάρι, χαρούπια κι’ άλλα αγροτικά προϊόντα. Οι γκαμήλες ήσαν «κατταρκασμένες» όταν εκινούντο, (περπατούσαν η μία πίσω από την άλλη), υπακούοντας στις εντολές του οδηγού, που βρισκόταν μπροστά καβάλα πάνω σε αρσενικό κάμηλο.
Συνήθως οι γκαμήλες που ακολουθούσαν ήσαν θηλυκές. Ο οδηγός του καραβανιού των γκαμήλων για αρκετά χρόνια ήταν ένας ηλικιωμένος τουρκοκύπριος πρώην λοχίας της αστυνομίας, με το όνομα Ρηφάττης. Περισσότερο δε γνωστός στους παλιούς λεμεσιανούς ήταν ο βοηθός του Ρηφάττη ο Αχιλλέας ή Αχιλλής από το Άρσος. Ήταν γνωστός διότι είχε το χαρακτηριστικό μικρό κεφάλι. Ο Αχιλλής ζει σήμερα στο χωριό Άρσος και είναι αδελφός των δύο αδελφιών που κυκλοφορούν στη Λεμεσό ντυμένοι στρατιωτικά, έχοντας κι’ αυτοί μικρά κεφάλια.
Το καραβάνι, με τις γκαμήλες το θυμάμαι που περνούσε μπροστά από το σπίτι μας με τα χαρακτηριστικά κουδουνάκια τους, επί της Φραγκλίνου Ρούσβελτ. Ήταν πράγματι εντυπωσιακό αυτό το πέρασμα, τόσων γκαμήλων που εκινούντο πολύ αργά, δεμένες η μια πίσω από την άλλη, ευρισκόμενες σε μια γραμμή, φορτωμένες με διάφορα προϊόντα.
Ο οδηγός καθόταν στη πρώτη γκαμήλα πάνω ψηλά στη πλάτη της, όπως κι’ ο βοηθός του σ’ άλλη γκαμήλα, κι’ εμείς οι μικροί τους θαυμάζαμε.
Το καραβάνι με τις γκαμήλες διατηρήθηκε μέχρι το 1964 όπου μετά από τη πρόοδο που παρατηρήθηκε στις μεταφορές με μηχανοκίνητα οχήματα, κρίθηκε αναγκαίο να διαλυθεί. Έτσι οι καημένες γκαμήλες κατάληξαν να γίνουν πολύ ωραίος παστουρμάς.
Οι γκαμήλες σύμφωνα με τις μαρτυρίες του γιου του ιδιοκτήτη μακαρίτη Σταύρου Κωνσταντίνου, κ. Πανίκου Κωνσταντίνου που απέκτησε αρκετή πείρα ασχολούμενος μικρός μ’ αυτές, ετρέφοντο με άχυρο μαζί με μπαμπακόσπορο ή κριθάρι.
Το αξιοσημείωτο μ΄ αυτές που παρέμεινε και χρησιμοποιείται και στους ανθρώπους είναι το γεγονός ότι κρατούν «δάκκαμα». Δηλαδή εάν κάποιος συμπεριφερόταν σκληρά κι’ όχι με καλό τρόπο σε κάποια γκαμήλα, αυτή δεν το ξεχνούσε ποτέ. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να εκδικηθεί.
Έτσι συνέβηκε σε κάποιο νεαρό που είχαν στη δούλεψη τους (ήταν μισταρκός), όπου βρήκε την ευκαιρία η γκαμήλα που κακομεταχειρίστηκε δαγκώνοντας τον από το πόδι και σηκώνοντας τον πάνω ψηλά, κτυπώντας τον κάτω. Γλίτωσε τη ζωή με την παρέμβαση του ιδιοκτήτη καμηλάρη Σταυρή. Όμως οι γκαμήλες δεν ξεχνούσαν και τους φίλους τους που τις φρόντιζαν με αγάπη.
Όταν την περίοδο εκείνη απεβίωσε ευρισκόμενος μόνος του έξω στο ύπαιθρο ο παππούς του κ. Πανίκου Κωνσταντίνου, η αγαπημένη του γκαμήλα έκλαιγε απαρηγόρητη από πάνω του καλώντας έτσι για βοήθεια, εντοπίζοντας τον νεκρό οι δικοί του”….