Με πρόφαση την επιστροφή στη Λεμεσό ενός παλιού του φίλου από την Αίγυπτο, ο Ι. Α. Τριτοφτίδης μόνιμος επιφυλλιδογράφος της εφημερίδας «Αλήθεια» μας δίνει τη φορά αυτή, στην έκδοση της ημερομηνίας 20 Ιουλίου 1923 ( 100 σχεδόν χρόνια πριν), μέσα από ένα γλαφυρό και παραστατικό άλλα και με αρκετή δόση λεπτού χιούμορ, το κλίμα μιας εποχής στη Λεμεσό αυτής της δεκαετίας του ΄20, συγκρίνοντας το μάλιστα με αυτό του τέλους του 19ου αιώνα.
Το κείμενο είναι μακροσκελές και λεπτομερές. Σας μεταφέρουμε εδώ μόνο μικρά αποσπάσματα:
«Κάποιος που απουσίασε κάμποσα χρόνια στο εξωτερικό, μας επανήλθε με το προτελευταίο βαπόρι για να δροσιστεί κι αυτός από τα Αιγυπτιακά χαμψίνια στα δικά μας βουνά και τες Κυπριώτικες εξοχές. Όταν έφευγε απ’ εδώ ήταν η εποχή εκείνη που η Λεμεσός είχε περιφρονητικά τα νώτα της στραμμένα προς την θάλασσαν, ο δε Δημόσιος Κήπος ήτα ένα χωράφι ιδιωτικό πολύ έξω από την πόλιν.
Ήτο η εποχή που τα νερά της θάλασσας μας διέσχιζαν τα αξέχαστα βαπόρια της Έισα-Μίνορ Κόμπανι, η «Χίλντα», η «Φορτούνα», η «Ελπίδα» και που από το παντοπουλείον της Κουνναπιάς επέστρεφεν ένας με το καλάθι γεμάτο και ρέστα ακόμη στο χέρι από το σελίνι που προώριζε για την διατροφήν του. Σήμερον όμως που μας επανέρχεται με την διπλή χρυσή καδένα και το μαύρο από έβενο μπαστούνι με την χρυσή λαβή, με τα δακτυλίδια του στα δάκτυλα και τες Αιγυπτιακές στο πορτφεϊγ του, τίποτε από την περασμένη του ζωή που είξευρε, δεν βρίσκει.
Αραιωμένες μόνο κατά φάλαγγες των γνωστών του και αγνώριστες πολλές της πόλης τοποθεσίες, αφού ψάχνει να βρή το σπίτι του Δασκάλου του Αντρέα, την προεξοχή του Σκαρνούφα, του Ταλιαδώρου το χάνι, του Σίννου τα Καμηλαριά, με τόσην επιμονή και με τόσην επιθυμίαν όσην έχει ο επισκεπτόμενος το Κάϊρον να αντικρύση τες Πυραμίδες και την Σφίγγα»…
«- Όλα αυτά φίλε μου, ανάγονται εις την Ιστορίαν, του είπα: το απόγευμα σε περιμένω στην «Βιέννη» για να κάνουμε μια βόλτα μαζί…
Εις τας 5 ½ συναντήθημεν και σαν καλός ξεναγός με ένα αμάξι που πήρα από τον σταθμόν της παραλίας διηυθύνθημεν το πρώτον προς το Κομισαριάτο: του ήτο γνωστόν το μέρος αφού άγει την ηλικίαν της εδώ αγγλικής κατοχής, του έκαμεν αίσθησιν η τόση νέκρα αφού ενυπάρχει εκεί τόση φυσική ζωή»…
« Εθαύμασε κατόπιν το Παντοπουλείον μα δεν μπόρεσε και πάλιν να μη αφήση ένα απορίας μουρμούρισμα και ένα θαυμασμού ξεφωνητό όταν, πριν να το διαψεύσω, εφαντάσθηκεν ότι το περιτοίχισμα εκείνο της πλατείας με τους τζίγκους και τους τενεκκέδες εχρησίμευε για μάνδρισμα των προβάτων των αγομένων επί σφαγήν.
Περάσαμεν κατόπιν την προκυμαίαν καθ’ όλην αυτής την έκτασιν, από του σταθμού των αμαξών μέχρι του μέρους αυτής το οποίον τόσον συχνά το τελωνείον χρησιμοποιεί δι’ αποθήκην και εθαυμάσαμεν μαζί τον φλοίσβον του κύματος και το μωσαϊκόν του κόσμου του καθισμένου εκεί, μα και συγχρόνως την ιδιότροπην αντίληψιν να αναμιγνύεται προς την έκθεσιν του ωραιόκοσμου εκείνου και η έκθεσις τόσων επίπλων, μεταχειρισμένων σκευών διαλαλουμένων προς πώλησιν υπό τους ήχους της φιλαρμονικής με την διαπεραστικήν φωνήν του κάθε πλανώδιου τελλάλη και τα απαίσια τελλαλίσματα του και προς την περιπατητικήν παρέλασιν η οικτρά τοιαύτη των επαιτούντων πτωχών και των κάθε ακόμη εκμεταλλευτών των σωματικώς αναπήρων.
Καταμετρήσαμεν μαζί την αποβάθραν με τους αλερετουριστάς θαυμαστάς της και εδώ εθαυμάσαμεν την αντοχήν των ποδών των ενδιαφερομένων, αμφοτέρων των φύλων, οι οποίοι επί 3 και 4 ακόμη ώρας πηγαινοέρχονται χωρίς να προσέχωσιν ή να λαμβάνουσιν υπ’ όψιν των τα διανυόμενα χιλιόμετρα, αλλά μονάχα των οφθαλμών τας οπτικάς ακτίνας και των χειλέων τας σπασμώδεις κινήσεις επισφραγιζομένης κατ’ αυτόν τον τρόπον και της ιατρικής αληθείας ότι το ιώδιον ωφελεί την κυκλοφορίαν»
Ευχαριστούμε για πολλοστή φορά τον κύριο Τίτο Κολώτα, γι΄αυτό το υπέροχο άρθρο.