Όποια χρώματα και αν βάλεις, όποιες εικόνες και αν του αποδώσεις, το άρωμα του παραμένει το ίδιο και η γλυκύτητα της γεύσης του μαγεύει τον ουρανίσκο και ευφραίνει τα σωθικά σου.
Χρώματα, εικόνες και αρώματα της κυπριακής γης. Ένα κρασί του οποίου η ιστορία αναδύεται στις ακτές του Ομήρου, περνά από το γκρίζο του μεσαίωνα και την υπερβολή της Αναγέννησης, βγαίνει νικητής από την απαγόρευση του ισλαμιστή Τούρκου και μπαίνει στα σαλόνια της ανεπτυγμένης Ευρώπης του 20ού αιώνα.
Το άρωμα και η γεύση του παραμένουν το ίδιο μεθυστικά και η ιστορία του περικλείεται σε 120 μόνο τετραγωνικά χιλιόμετρα γης. Κανένα άλλο μέρος σε ολόκληρο τον πλανήτη δεν έχει αυτό το άρωμα, δεν μπορεί άλλωστε να το αποκτήσει.
Στην Κύπρο, ο ήλιος κάνει τα παιγνίδια του με το χώμα και τα αμπέλια. Τα σταφύλια απλώνονται στη γη και δέχονται το χάδι του παντοκράτορα τ’ ουρανού.
Ο παλιός κυπριακός πίθος αναλαμβάνει στη συνέχεια το δικό του μερίδιο στο «θαύμα», συνεχίζει το έργο της φύσης και το νέκταρ αποκτά το θεσπέσιο άρωμα του και ολοκληρώνει το πιο γνήσιο κρασί της κυπριακής γης. Το κρασί που κάποιοι από τους πολλούς κατακτητές του νησιού, κάποτε, τότε γύρω στο 1200 μ.Χ, επιχείρησαν να κάνουν δικό τους. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να του δώσουν το όνομα της στρατιάς τους.
Κι έτσι, το κυπριακό νάμα, ο απόστολος των κρασιών, ο νικητής του πρώτου διεθνούς διαγωνισμού οίνου απέκτησε το όνομα Κουμανδαρία από το τάγμα των Ναϊτών που είχαν στήσει τότε την «Μεγάλη τους Κομανδαρία” (διοίκηση) στο Κολόσσι.
Καμία άλλη γη και κανένα βιομηχανικό μεγαθήριο στον κόσμο δεν μπορεί όμως να αντιγράψει τη γλυκύτητα αυτού του κυπριακού οίνου. Έτσι, η κουμανδαρία έγινε ένα με την ιστορία του τόπου και το φτωχικό τραπέζι των Ελλήνων του νησιού, πέρασε στα Θεία και μπήκε στο δισκοπότηρο για τη θεία κοινωνία.
Πέρασε όμως και τη θάλασσα και έφθασε μέχρι τις κοσμικές δεξιώσεις των Ευρωπαίων και έτσι έγινε πασίγνωστη στον κόσμο και τελικά κατοχυρώθηκε.
Το μυστικό της βρίσκεται καλά φυλαγμένο στη γη 14 χωριών της επαρχίας Λεμεσού: Άγιος Γεώργιος, Άγιος Κωνσταντίνος, Άγιος Μάμας, Άγιος Παύλος, Αψιού, Γεράσα, Δωρός, Ζωοπηγή, Καλό Χωριό, Καπηλειό, Λάνια, Λουβαράς, Μονάγρι και Συλίκου. Σε αυτά τα χωριά άρχισε η ιστορία της και σε αυτά συνεχίζεται.
Τους δρόμους της κουμανδαρίας ακολουθήσαμε και εμείς. Γεράσα, Καλό Χωριό, Ζωοπηγή. Η διαδρομή ευχάριστη και το χειμωνιάτικο τοπίο σε προκαλούσε να γευτείς καλή κουμανδαρία, σιουσιούκο και αμύγδαλα της περιοχής.
Στην Ζωοπηγή, ήταν ο πρώτος μας σταθμός. Ο κοινοτάρχης Νίκος Καλλής μας περίμενε στην είσοδο του χωριού για να μας οδηγήσει στο μουσείο Κουμανδαρίας που με μεγάλο κόπο οργανώθηκε στην κοινότητα και κρύβει μέσα του ολόκληρη την ιστορία του ειδικού αυτού κρασιού της Κύπρου. –
«Το παράξενο με την κουμανδαρία είναι ότι για την κατασκευή της η τεχνολογία ακολούθησε την παράδοση και η παράδοση ποτέ δεν συμβιβάστηκε με την τεχνολογία», μου είπε ο κ. Καλλής μόλις περάσαμε την πόρτα του μουσείου και βρεθήκαμε μπροστά στα παλιά ξύλινα πιεστήρια. –
Δηλαδή πώς γίνεται αυτό; «Είναι απλό, ενώ γενικά στην οινοβιομηχανία τα μηχανήματα δημιουργήθηκαν απλώς για να διευκολύνουν την κατασκευή κρασιού, στην περίπτωση της κουμανδαρίας τα μηχανήματα έγιναν ας πούμε μόνο «ηλεκτρικά», δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν είναι ακριβώς ο ίδιος με τον τρόπο που λειτουργούσαν και τα χειροκίνητα παλαιότερα.
Στο μουσείο της Ζωοπηγής η ιστορία της Κουμανδαρίας ζωντανεύει. Ο παλιός εξοπλισμός, τα ξύλινα χειροκίνητα πιεστήρια, οι στέρνες, τα πρώτα αγγεία σερβιρίσματος του γλυκύτατου κρασιού. Στους τοίχους η ιστορία με λόγια και εικόνες.
Ο κ. Καλλής ανέλαβε να μας ρίξει στα βάθη των αιώνων παίρνοντας μια-μια τις εικόνες και εξιστορώντας πώς το κρασί που «αποτέλεσε αιτία για πόλεμο» έφθασε μέχρι τις μέρες μας: – «Από διάφορες ιστορικές αναφορές, είναι επιβεβαιωμένο ότι η Κύπρος παράγει κρασί για περισσότερο από 4.000 χρόνια.
Οι αρχαίοι, λάτρεις της φύσης και της ομορφιάς, διάλεξαν το γνωστότατο κρασοπαραγωγό νησί της Κύπρου ως κέντρο λατρείας της Αφροδίτης, θεάς της γονιμότητας και του έρωτα, καθώς και του Διόνυσου, θεού του κρασιού.
Ο μεγάλος τραγικός συγγραφέας Ευριπίδης, διαλέγει «τις ομαλές πλαγιές» του Ολύμπου στην Κύπρο για κατοικία των Μουσών, των Χάριτων και του Βάκχου που είναι πάντα έτοιμοι για κάθε γιορτή και χαρούμενο γλέντι.
Ο γεωγράφος Στράβωνας αναφέρεται στα ωραία κυπριακά κρασιά, ο φυσιολόγος Πλίνιος περιλαμβάνει το όνομα της Κύπρου σε μια λίστα παραγωγών χωρών ακριβών κρασιών, ο Ησίοδος τον 8ο αιώνα π.Χ. αναφέρεται σ’ αυτό το κρασί σαν “Κυπριακή Μάννα”. ο Άγιος Γρηγόριος μιλά για την αφθονία των κυπριακών κρασιών, ο Απόνιος αναφέρεται στα μεγάλα τσαμπιά των κυπριακών σταφυλιών και δικαίως έχει την παλαιότερη παράδοση από οποιοδήποτε άλλο κρασί σ’ ολόκληρο τον κόσμο».
Κάθε ζωγραφιά στους τοίχους του μουσείου μια ξεχωριστή ιστορική εποχή. Από την αρχαιότητα στο Βυζάντιο και από εκεί στην κατάληψη της Κύπρου από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο. Η Κουμανδαρία είχε μέχρι εκείνη την εποχή πολλά και αόριστα ονόματα. –
«Σύμφωνα με την ιστορία, κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, όταν ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος το 1191 πήγαινε προς τους Αγίους Τόπους, μια μεγάλη θαλασσοταραχή τον ανάγκασε να βρει καταφύγιο στην Κύπρο. Δεν άργησε όμως να έρθει σε ρήξη με τον τότε Βασιλέα της Κύπρου, Ισαάκιο Κομνηνό.
Η ρήξη αυτή τον μετέτρεψε βεβαίως στη συνέχεια σε νέο κατακτητή του νησιού. Κτίζει το Κάστρο του στο Κολόσσι και εκεί παντρεύεται τη Βερεγγάρια και στους γάμους τους απολαμβάνουν αυτό το υπέροχο τοπικό κόκκινο κρασί. Ο Ριχάρδος ονομάζει αυτό το κρασί ως «Το κρασί των βασιλέων και ο βασιλιάς των κρασιών».
Μέχρι το τέλος του αιώνα, πουλάει το νησί στο Τάγμα των Ναϊτών Ιπποτών και αυτοί με τη σειρά τους στον Γκυ Ντε Λουζινιάν. Παρόλα αυτά κρατούν ένα φέουδο κοντά στη Λεμεσό, όπου καλλιεργούν αμπέλια. Το φέουδο αναφέρεται ως «Μεγάλη Διοίκησή La Grande Commanderie».
Οι Ναϊτες Ιππότες μαθαίνουν να παρασκευάζουν το κρασί και αρχίζουν να το εξάγουν στους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης». Η φήμη της Κουμανδαρίας εξαπλώνεται. Αρκετοί ήταν οι ξένοι έμποροι που προσπάθησαν να την αντιγράψουν μεταφέροντας μοσχεύματα των δύο βασικών ποικιλιών σταφυλιού (μαύρο και ξυνιστέρι) στις χώρες τους. Μάταια όμως.
Κανένα κρασί δεν είναι ίδιο με την κουμανδαρία, αφού το κλίμα και η μορφολογία του εδάφους δεν επιτρέπουν την αντιγραφή του σε κανένα άλλο μέρος του πλανήτη.
Ο κ. Καλλής συνέχισε την περιγραφή του και το άρωμα που αναδυόταν από τις γεμάτες με το γλυκό κρασί της Κύπρου δεξαμενές του παλιού οινοποιείου (στο οποίο έχει στηθεί το μουσείο) μας έβαζε ακόμα πιο βαθιά στους δρόμους της Κουμανδαρίας.
Στο παρελθόν ακολουθείτο τελετουργία Η τεχνολογία μπήκε στην ιστορία της κουμανδαρίας πολύ πρόσφατα, στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα. Ο κ. Μιλτιάδης ένας από τους παλιούς κατασκευαστές κουμανδαρίας στη Ζωοπηγή θυμάται: –
«Απλώναμε τα σταφύλια να λιαστούν στην αυλή της εκκλησίας επειδή δεν υπήρχε άλλος χώρος τόσο μεγάλος στο χωριό για να τα χωρέσει. Μετά είχαμε εκεί τα πιεστήρια και ύστερα ο καθένας έπαιρνε το κρασί στο πιθάρι του. Έτσι εκάμναμε την κουμανδαρία, έτσι την κάμνουν τζιαι τωρά.
Τα σταφύλια πρέπει να ψηθούν καλά, ύστερα να τα απλώσεις στον ήλιο για 10-12 μέρες και το μυστικό είναι ότι δεν πρέπει να τα πιάσει καθόλου υγρασία. Το “baume” (πυκνότητα του σακχάρου) είναι τόσο ψηλό που έτυχε να βρούμε σε πολλά χωριά μέσα σε πιθάρια 500-600 χρονών εξατμισμένη κουμανδαρία η οποία έμοιαζε με παστέλλι τζιαι μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι». Αιτία πολέμου στην Τουρκοκρατία και δόξα στην Αγγλοκρατία Τους Ευρωπαίους κατακτητές της Κύπρου ακολούθησε η τουρκοκρατία και τότε ήταν που σύμφωνα με την παράδοση η Κουμανδαρία αποτέλεσε «αιτία πολέμου»: –
«Λέγεται ότι η Κουμανδαρία έπαιξε και κάποιο τραγικό ρόλο στην ιστορία της Κύπρου. Η ιστορία αυτή, αφορά την κατάληψη της Κύπρου από τον Σουλτάνο της Τουρκίας Σελίμ Β’ ο οποίος κατέλαβε το νησί το 1571 υποστηρίζοντας ότι «σε αυτό το νησί υπάρχει ένας θησαυρός που μόνο ο βασιλιάς των βασιλέων αξίζει να κατέχει».
Βεβαίως η ιστορία αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί εντελώς ακριβής, αφού η τουρκική πολιτική δεν ήταν καθόλου ευνοϊκή για την παραγωγή κρασιού, καθώς ο θρησκευτικός φανατισμός και η οθωμανική νομοθεσία απαγόρευαν τη συνέχιση της παράδοσης».
Με την επάνοδο όμως των Άγγλων στο νησί το 1878 τα πράγματα αλλάζουν αν και οι τότε ευγενείς του νησιού προτιμούσαν το κυπριακό «σιέρυ». Ωστόσο η Κουμανδαρία άρχισε και πάλι να κερδίζει έδαφος. Επί Αγγλοκρατίας άλλωστε κατοχυρώθηκε ως τοπικός οίνος.
Με την ανεξαρτησία, το 1963, δημοσιεύθηκαν οι πρώτοι νομικοί κανόνες από την Κυβέρνηση. Το 1965 η κυπριακή Βουλή ενέκρινε το βασικό νόμο. Το 1973 ψηφίζεται δεύτερη νομοθεσία που έθετε σε ισχύ τους κανονισμούς σχετικά με τον έλεγχο για την «ονομασία προέλευσης των κρασιών.
Το 1990 το υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του περιέγραψε τα όρια της γεωγραφικής ζώνης «κουμανδαρία» προσδιορίζοντας τα χωριά που την απαρτίζουν. Το 2007 ολοκληρώθηκε από το κρατικό χημείο έρευνα η οποία κατέδειξε τη μοναδικότητα της Κουμανδαρίας ανάμεσα σε εκατοντάδες δείγματα παρόμοιων κρασιών τόσο της Κύπρου και της Ελλάδας όσο και άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Η ανάλυση μάλιστα των ερευνητών αποτέλεσε και την αφορμή για την τυποποίηση του κρασιού αυτού στην Ε.Ε.»!
ΠΗΓΗ: Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ/ 1/2011…