Οι ρίζες του Καρναβαλιού είναι πάρα πολύ βαθιές και στενά συνδεδεμένες με την ιστορία του Ελληνισμού, φαίνεται δε πως σαν γιορτή έχει σχέση με την αρχαιότητα, τα αρχαία Διονύσια κατά τα οποία γίνονταν οι δραματικοί αγώνες των τριών κορυφαίων της εποχής, των τραγικών μορφών της ιστορίας μας, Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη.
‘Οπως γνωρίζουμε και διαβάζουμε γι’ αυτό, οι υποκριτές – ηθοποιοί της αρχαιότητας φορούσαν προσωπεία κατά την παράσταση των τραγωδιών και κωμωδιών τους και από τη συνήθεια αυτή είναι φανερό πως προήλθε και η σημερινή μεταμφίεση κατά το διάστημα των Καρναβαλιών.
Φυσικά η λέξη Καρναβάλ έχει Γαλλική και Ιταλική πρoέλευση και σημαίνει την άρση ή αν θέλετε, το τέλος της κρεατοφαγίας. Είναι για μας τους ‘Ελληνες αυτό που λέμε Αποκριά, η οποία γιορτάζεται μεγαλόπρεπα από όλες τις τάξεις του λαού μας, ανεξάρτητα από κοινωνική ή άλλη υπόσταση. ‘ Ενας νόμος σιδερένιος, συνεπής από ψυχολογική άποψη προς τη βαθύτερη φύση που δίνει την ευκαιρία στον άνθρωπο να σπάζει τα όρια ενός συμβατικού καθωσπρεπισμού, να αφήνεται ξέγνοιαστος στους πόθους και τις επιθυμίες του και να συμπεριφέρεται όπως ο ίδιος θέλει, ανεξάρτητα από ηλικία και φύλο. Είναι μια άνεση ψυχικής ηρεμίας και υγείας, ένας εξαερσιμός μιας απόμερης σκοτεινής γωνιάς του υποσυνείδητου που τον βοηθάει να συνεχίσει ξάλαφρος και ατάραχος τον καθημερινό αγώνα για την επιβίωση του.
Με δυο λόγια θα λέγαμε πως οι Αποκριές είναι μια καλή, σοφή ψυχολογική εισαγωγή στην περίοδο της νηστείας και προετοιμασίας για τη μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης, του Πάσχα, που έρχεται σε ενάμιση περίπου μήνα αργότερα. Με τη διαδικασία της Απόκρεω, ο άνθρωπος βρίσκει διέξοδο στην ελεύθερη, ασυντόνιση και σχεδόν ασυγκράτητη έκφραση του, είναι γι’ αυτόν μια ευκαιρία να εκτονωθεί, ώστε να είναι έτοιμος να αρχίσει τη διαδικασία της νηστείας που αρχίζει την Καθαρά Δευτέρα. ‘Ετοιμος ψυχικά και σωματικά για την παρακολούθηση του Θείου Πάθους και της Μεγάλης Εβδομάδας που ακολουθεί.
Πώς γιόρταζαν όμως στην αρχαιότητα και πώς γιορτάζουν σήμερα τα Καρναβάλια οι άνθρωποι είναι ένα ερώτημα που ίσως απασχολεί όλους.
Αν προστρέχαμε στο παρελθόν θα βλέπαμε πως οι Ρωμαίοι παρέλαβαν από τους ‘Ελληνες τις γιορτές του Καρναβαλιού, γιορτάζοντας έτσι τα Σατουρνάλια, δηλαδή τα Κρόνια που ήταν γι’ αυτούς ο θεός – προστάτης της σποράς. Στη μεγάλη αυτή γιορτή των Ρωμαίων, το φαγοπότι και οι αμφιέσεις ήταν σε πρώτη διάταξη.
Κατά τους Βυζαντινούς χρόνους τα Καρναβάλια γιορτάζονταν με κάποιες παραλλαγές, σε αυτά δε δεν λαμβάνονταν υπόψη οι συμβατικοί, κοινωνικοί περιορισμοί, οι οποίοι ίσχυαν σε όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου.
Συνοπτικά οι Αποκριές διατηρούν από την αρχαιότητα ένα όχι απλώς εύθυμο, αλλά ενθουσιαστικό χαρακτήρα, πρόκειται για μια κινητοποίηση της ευθυμίας και του μεγάλου κεφιού από όλες τις μάζες του πληθυσμού και σε κάθε χώρα του κόσμου. Ιδιαίτερα για μας τους ‘Ελληνες είναι μια γιορτή όχι συνηθισμένη, αλλά αντίθετα θα λέγαμε στενά συνδεδεμένη με τη θρησκεία μας. Γι’ αυτό ακριβώς και απωθήσαμε τις εκδηλώσεις της αρχαίας Αποκριάς, διατηρώντας όμως ατόφια, όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της.
Περιγράφοντας το Καρναβάλι οι πρόγονοι μας έλεγαν ότι τα πρωτεία διατηρούσε η Ρώμη, αργότερα στο προσκήνιο βρέθηκε η Βενετία, ακολούθησε η Νίκαια και η Πάτρα, για να καταλήξουμε στο Ρίο και στη μικρή μας Κύπρο.
Στη Βενετία άνδρες, γυναίκες, παιδιά ήταν στο διάστημα της Αποκριάς μεταμφιεσμένεοι όπου και αν πήγαιναν, όπου και αν βρίσκονταν. Ο πατρίκιος (Ρωμαίος ευγενής πολίτης) κατέβαινε στο επίπεδο του αστού, ο λαϊκός ανέβαινε σε εκείνο του πατρίκιου, ο πλούσιος γινόταν ισότιμος του επαίτη (ζητιάνος) και ο ευπατρίδης (αριστοκράτης) του χειρώνακτου (εργάτη). Η προσωπιδοφορία στη Βενετία άρχιζε από τη Δευτέρα των Χριστουγέννων και διαρκούσε μέχρι την Πέμπτη, της τελευτίας εβδομάδας της Αποκριάς.
Κατά το μεσαίωνα στη Γαλλία γελωτοποιοί με μάσκες στα πρόσωπα έπαιρναν μέρος σε διάφορες εκδηλώσεις τις οποίες επιχορηγούσαν ακόμη και οι εκκλησιαστικές αρχές. Λέγεται μάλιστα ότι κάποιος αρχιεπίσκοπος το 1308 “δάνεισε” τα ιερατικά του άμφια σε γελωτοποιό, ο οποίος υποδύθηκε το ρόλο του Αρχιεπισκόπου. Επίσης αναφέρεται ότι μερικοί Αρχιεπίσκοποι και άλλοι Ιερωμένοι αφαιρούσαν τα άμφια τους και φορούσαν τη στολή του γελωτοποιού, πράγμα που εκείνη την εποχή ήταν κάτι που αν περιήρχετο σε γνώση της εκκλησίας, σίγουρα θα δημιουργούσε σκάνδαλο.
Από πολλά χρόνια τώρα το Καρναβάλι γιορτάζεται σε όλα τα μέρη του κόσμου με την ίδια διάθεση και ενδιαφέρον από όλους τους ανθρώπους. Πιο γνωστά σε όλους μας είναι τα Καρναβάλια της Βενετίας, της Νίαιας, της Πάτρας και ασφαλώς του Ρίο που κατέχει αυτή τη στιγμή τα σκήπτρα, αφού εκεί η ατμόσφαιρα που δημιουργείται τις μέρες του Καρναβαλιού είναι πανοραμική, φαντασμαγορική και δικαιολογημένα αλησμόνητη. Κάνοντας μια παρένθεση, θα υπογραμμίζαμε πως στο Ρίο Ντε Ζανέϊρο ο κόσμος ζει για ένα και μόνο σκοπό. Για το Καρναβάλι και μόνο το Καρναβάλι. Γι’ αυτό αναπνέει, γι’ αυτό εργάζεται ολόχρονα και γι’ αυτό κάνει αμέτρητες θυσίες χωρίς να φείδεται κόπων, μόχθων και εξόδων. Υπάρχουν εκεί ακόμη και Σχολές όπου διδάσκονται και μαθαίνονται τα μυστικά της μεγάλης αυτής γιορτής. Σε κάθε γειτονιά, σε κάθε σπίτι το πρώτο που συναντά κανείς είναι το Καρναβάλι. Με τη σκέψη του κοιμούνται και με τη σκέψη του ξυπνούν και όταν έρθει η μεγάλη στιγμή ξεχύνονται κατά χιλιάδες στους δρόμους για να γλεντήσουν, να χαρούν τη σάμπα, το μπολέρο και κάθε λογής γνωστού και άγνωστου σε μας χορού, εκπροσωπώντας τη γειτονιά τους, τον τόπο που γεννήθηκαν. Και όταν τελειώσει το “πανηγύρι” αρχίζουν δουλειά για την επόμενη χρονιά. ‘ Ισως αυτός να είναι και ο λόγος που σαν πει κανείς Ρίο ο νους του ασυναίσθητα πηγαίνει αμέσως στο Καρναβάλι, χωρίς να ξέρει το γιατί, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει μια πρέπουσα και λογική εξήγηση.
Το Καρναβάλι της Λεμεσού είναι όπως και να το κάνουμε μια γιορτή που την περιμένουμε όλοι με αγωνία και πολλή λαχτάρα. ‘Αρχισε από παλιά να γιορτάζεται οργανωμένα, όταν ομάδες γλεντζέδων από όλα τα κοινωνικά στρώματα της πόλης διοργάνωναν στα σπίτια τους συγκεντρώσεις με μοναδικό στόχο τη διασκέδαση. Και όταν το κρασί τους άναβε το κέφι, κατά δεκάδες έβγαιναν στους δρόμους για να οργανώσουν αυτοσχέδιες παρελάσεις με γαϊδούρια, άμαξες, καρότσες και ποδήλατα.
Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής ένιωθαν απέραντη ικανοποίηση να βλέπουν συνανθρώπους τους ντυμένους μάσκες να σατιρίζουν πράγματα, άτομα και καταστάσεις που είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με την καθημερινή ζωή και την τότε πραγματικότητα.
Αυτού του είδους οι καρναβαλίστικες εκδηλώσεις θα μπορούσαμε να λέγαμε πως χάθηκαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό με το πέρασμα του χρόνου, εξαιτίας κυρίως του αδυσώπητου νόμου της εξέλιξης και με τις ευκαιρίες που δίνονται για συνεχή 24ωρη διασκέδαση σε κλειστούς, αλλά και ανοικτούς χώρους. Οι άνθρωποι είναι γεγονός πως άλλαξαν σήμερα, ο τρόπος ζωής τους διαφοροποιήθηκε, ακολούθησε με δυο λόγια το σκληρό δρόμο της μηχανικής προόδου, ενώ ο ρομαντισμός έκανε μια σημαντική οπισθοχώρηση.
Φυσικά το Καρναβάλι συνεχίστηκε και θα συνεχιστεί δια μέσου των αιώνων, πέτυχε σίγουρα να γίνει πιο εντυπωσιακό, πιο φανταχτερό και γενικά οι όλες εκδηλώσεις του οργανώνονται πια μέσα στο αντίστοιχο πνεύμα της εποχής. Οι σημερινές κοινωνικές συνθήκες με τα μεγάλα προβλήματα και τις έγνοιες έκαναν τον άνθρωπο να χάσει κάπως την παλιά του διάθεση και το χιούμορ, το οποίο πάντα τον χαρακτήριζε. Γι’ αυτό και το Καρναβάλι παρουσιάζεται σήμερα με περισσότερες ομάδες και άρματα που έχουν μεγαλύτερο καλλιτεχνικό, παρά σατιρικό χαρακτήρα.
‘ Ενα μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία του Λεμεσιανού Καρναβαλιού είναι παραδεκτό από όλους ότι έπαιζαν πάντα οι Κανταδόροι με τις κιθάρες, και τα μαντολίνα τους. Που γύριζαν τους δρόμους με τα πόδια, στεκόντουσαν κάτω από τα μπαλκόνια των συμπολιτών τους και με τις καντάδες τους μάγευαν νέες και γέρους, άνδρες και παιδιά. Σήμερα η πόλη μεγάλωσε, οι αποστάσεις έγιναν ατέλειωτες, όμως οι Κανταδρόμοι δεν εγκατέλειψαν την προσπάθεια τους. Γυρίζουν τους δρόμους ντυμένοι στα χρυσαφένια και πολύχρωμα κοτούμια τους, καθισμένοι πάνω στα μηχανοκίνητα άρματα τους, ή πεζοι κατά ομαδεςκαι μας ψυχαγωγούν, θυμίζοντας μας τις παλιές καλές εκείνες εποχές.
‘Οσο για τους χορούς αυτοί πια δεν γίνονται στα σπίτια και στις αίθουσες των κινηματογράφων, αλλά στα μεγάλα και απέραντα σαλόνια των ξενοδοχείων, γιατί απλούστατα αυτό απαιτεί η αλλαγή του τρόπου ζωής του σημερινού ανθρώπου.
Ο Δήμος Λεμεσού πάντα πρωτοπόρος, προσπάθησε από τα παλιά τα χρόνια να διατηρήσει και να συνεχίσει όσο περισσότερο μπορούσε τον ίδιο παραδοσιακό τρόπο γιορτασμού των Καρναβαλιών. Χωρίς να φεισθεί κόπων, μόχθων και εξόδων, έστω και αν είχε να αντιμετωπίσει δύσκολους καιρούς και καταστάσεις που πέρασε και περνά μαζί με όλο τον κόσμο του νησιού μας.
Το Λεμεσιανό πνεύμα δεν πέθανε και δεν θα πεθάνει ποτέ, αντίθετα θα διατηρήσει ολοζώντανες μερικές από τις πιο πανάρχαιες συνήθειεα. Τα παιδιά της νεότερης γενιάς μας έμαθαν να αγαπούν και να προσμένουν το Καρναβάλι. Και από την αγάπη τους αυτή γεννήθηκε και η ιδέα, μοναδική στο είδος της για την καθιερωμένη πια στην πόλη μας μεγάλη παιδική παρέλαση. Που ξεκίνησε δειλά – δειλά με τη συμμετοχή μιας εκατοντάδας παιδιών για να φθάσει σήμερα τις χιλιάδες που με ωραίες ιδέες, πλούσια αμφίεση και πολύ κέφι κάνουν ακόμη και τους μεγάλους να τους παρακολουθούν με ενδιαφέρον, να τους καμαρώνουν και να τους χειροκροτούν.
Το Λεμεσιανό Καρναβάλι, όποια και αν είναι τα προβλήματα του, όσες δυσκολίες και αν βρίσκει στο δρόμο του , ζει και θα ζει πάντα, υπάρχει και θα υπάρχει για πάντα, γιατί αυτό μας δίδαξαν οι παλαιότεροι, γιατί αυτό διδάσκουμε και εμείς στους νεότερους.