Οταν πριν από κάποια χρόνια άρχισε να γίνεται λόγος για ύπαρξη κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου, μάλλον αυτό αντιμετωπίστηκε με κάποια επιφυλακτικότητα. Ωσπου προχώρησε το θέμα, έγινε η επιβεβαίωση και ξεκίνησαν οι συστηματικές ενέργειες για κατοχύρωση και βέβαια εκμετάλλευση αυτού του φυσικού πλούτου.
Στο καθημερινό μας λεξιλόγιο άρχισαν πλέον να κυριαρχούν ονόματα και όροι όπως «Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη», «οικόπεδο 12» ή «Αφροδίτη», «πλατφόρμες» και «γεωτρύπανα», ενώ εμπλουτίσαμε ξαφνικά τις γνώσεις μας σε θέματα οικονομίας και ενέργειας μέσα από τον καταιγισμό πληροφοριών για τους ενεργειακούς κολοσσούς που ενδιαφέρθηκαν να ερευνήσουν την κυπριακή ΑΟΖ και να φέρουν στην επιφάνεια το γκάζι και το πετρέλαιο της μικροσκοπικής Κύπρου, η οποία ξαφνικά βρέθηκε στο επίκεντρο του παγκόσμιου οικονομικού και πολιτικού ενδιαφέροντος.
Και, βέβαια, μια τέτοια ανακάλυψη δεν θα μπορούσε να μην αποτελέσει επιπλέον σημείο αντιπαράθεσης, όχι μόνο με τον κακό γείτονα αλλά και μεταξύ μας… με τα κόμματα και τους πολιτικούς ηγέτες να γίνονται ξαφνικά ειδήμονες και να αντιμάχονται για τον τρόπο εκμετάλλευσης αυτής της πηγής πλούτου… «Να προπουλήσουμε… να συνεργαστούμε με την τάδε χώρα… να κλείσουμε συμφωνία με τη δείνα πετρελαϊκή εταιρεία» και άλλα τέτοια.
Και μέσα σ’ όλα αυτά, ο απλός κόσμος (που είναι αμφίβολο αν έχει ακόμα βγάλει άκρη για το τι ακριβώς γίνεται), μέσα στην ανέχεια και την οικονομική του στενοχώρια, εκμεταλλεύτηκε με τον δικό του τρόπο το φυσικό μας αέριο μετατρέποντάς το σε ανέκδοτα ή περιλαμβάνοντάς το στις διάφορες καρναβαλίστικες επινοήσεις…
Τα τελευταία, λοιπόν, χρόνια, μπήκε στη ζωή μας ο ενεργειακός πλούτος της Κύπρου… Ωστόσο, το όραμα της ανεύρεσης φυσικών πηγών ενέργειας ξεκίνησε στην Κύπρο πριν από αρκετές δεκαετίες και μάλιστα από τη Λεμεσό.
Τη σχετική πληροφόρηση, με αρκετές ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, μας την δίνει ο ερευνητής της ιστορίας της Λεμεσού, Τίτος Κολώτας, ο οποίος, ανάμεσα στις περιπτώσεις ξένων εταιρειών και οργανισμών ερευνών που προσπάθησαν στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα να εντοπίσουν πετρέλαιο στην Κύπρο, έχει καταγράψει και την περίπτωση κάποιων Λεμεσιανών, οι οποίοι επένδυσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν αλλά η προσπάθειά τους, δυστυχώς, απέτυχε και οδηγήθηκαν σε οικονομική καταστροφή και πτώχευση. Η ιστορία, όπως αναφέρει ο Τίτος Κολώτας, ξεκίνησε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’30 και τέλειωσε άδοξα στα τέλη της δεκαετίας του ’40. Κύριος ήρωάς της, ο ραβδοσκόπος Πολύβιος Κυριακίδης, ένας επιφανής αλλά ξεχασμένος Λεμεσιανός που το έργο του, αλλά κυρίως οι απόψεις του, παραμένουν σχεδόν άγνωστες, ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές.
Οπως μας διευκρινίζει ο Τίτος Κολώτας, οι έρευνες που άρχισε εκείνες τις μέρες ο μακαρίτης Πολύβιος Κυριακίδης για ανακάλυψη πετρελαίου ήταν στην περιοχή της Μονής και συγκεκριμένα εκεί που βρίσκονται σήμερα τα ξενοδοχεία «Meridien» και «Saint Raphael».
Εκείνες οι πρώτες προσπάθειες δεν διήρκεσαν για πολύ, αφού τα λίγα οικονομικά μέσα που διέθετε ο Κυριακίδης εξαντλήθηκαν γρήγορα.
«Δεν απογοητεύεται όμως, επιμένει, και στη συνέχεια πείθει δύο Λεμεσιανούς μεγαλοεπιχειρηματίες της εποχής του, τον Δημητράκη Χατζηπαύλου, της γνωστής οικογενείας των οινοβιομηχάνων (πατέρας του πρώην Δημάρχου Λεμεσού Αντώνη Χατζηπαύλου) και τον επίσης οινοβιομήχανο και επιχειρηματία Κλεάνθη Χριστοφόρου (πατέρα της ιδέας για δημιουργία της Γιορτής του Κρασιού το 1961) να επενδύσουν κεφάλαια για επανέναρξη των ερευνών του».
Πράγματι οι έρευνες συνεχίζονται, το πηγάδι μυρίζει πετρέλαιο, βγαίνουν από αυτό μαύρες λάσπες και πέτρες που… ανάβουν, όμως το πετρέλαιο δεν βρίσκεται. «Οι αρίδες διάνοιξης της γεώτρησης σπάζουν από τη σκληρότητα των πετρωμάτων και οι Αγγλοι κατακτητές δεν επιτρέπουν να έρθουν έγκαιρα άλλες ισχυρότερες από την Ελλάδα, προβάλλοντας ένα σωρό εμπόδια και κωλυσιεργίες. Τα δικά τους συμφέροντα είναι προφανώς ισχυρά και συγκρουόμενα με αυτά του μακαρίτη Πολύβιου Κυριακίδη και των ριψοκίνδυνων Λεμεσιανών επιχειρηματιών που τον πίστεψαν».
Εβγαζαν πέτρες που… άναβαν,
αλλά τελικά πτώχευσαν, αφού
στέρεψαν οι επενδύσεις και έβαλαν
εμπόδια οι Αγγλοι αποικιοκράτες…
Αυτό οδήγησε και στην πλήρη εγκατάλειψη κάθε περαιτέρω προσπάθειας, αφού, πέραν από τα οικονομικά του ίδιου του Κυριακίδη που είχαν εξαντληθεί, είχαν στερέψει και οι οικονομικοί πόροι των επιχειρηματιών-επενδυτών «κάτω από τον βαρύ τους δανεισμό από σκληρούς τοκογλύφους, αφού εν τω μεταξύ πούλησαν μετοχές και άλλες περιουσίες που διέθεταν…». Λέγεται ότι το όλο εγχείρημα είχε κοστίσει γύρω στις 250.000 λίρες, ποσό αστρονομικό για την εποχή.
Και καταλήγοντας ο Τίτος Κολώτας επισημαίνει, χαριτολογώντας, ότι «ογδόντα σχεδόν χρόνια μετά, το όραμα αυτό αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά… όχι όμως από τους ονειροπόλους και ρηξικέλευθους αυτούς Λεμεσιανούς, αλλά από Αμερικανούς, Ρώσους, Ισραηλίτες… Αγγλους, Γάλλους, Πορτογάλους που λένε…».
Πρώτο θέμα στον Τύπο της εποχής
Τα γεγονότα της πρώτης εκείνης προσπάθειας του Πολύβιου Κυριακίδη έχουν καταγραφεί και στον Τύπο της εποχής, όπως η εφημερίδα «ΧΡΟΝΟΣ» της Λεμεσού, η οποία στις 19 Ιουνίου 1931 κάτω από τον τίτλο «Υπάρχει πετρέλαιο εν Κύπρω;» ανέφερε τα ακόλουθα:
«Κανείς δεν αγνοεί βεβαίως τον Κύπριον ραβδοσκόπον κ. Πολύβιον Σ. Κυριακίδην, του οποίου η οργανική ιδιώτης της ραβδοσκοπήσεως μάς έδωσε ήδη αρκετά επιτυχή πειράματα. Ο κ. Κυριακίδης καταγινόμενος εις πειράματα ραβδοσκοπήσεως από πολλού, κατέληξεν εις την πεποίθησιν ότι υπάρχουν πράγματι πηγαί πετρελαίου εις Κύπρον, τας οποίας θα ηδύναντο να φέρη εις την επιφάνειαν. Η γνώμη του -καθά μας επληροφόρησεν ο ίδιος- είνε ότι υπάρχει υπόγειος φλέβα πετρελαίου ήτις διέρχεται εκ της νήσου μας με διεύθυνσιν εκ της Παλαιάς Λεμεσού προς την Κυρήνειαν.
Επί τη βάσει ταύτη απεφάσισε να πειραματισθή, εταξίδευσε τελευταίως εις Ρουμανίαν, εμελέτησε επί τόπου τας εκεί πηγάς πετρελαίου και επρομηθέυθη τα αναγκαία διατρητικά μηχανήματα, τα οποία εκόμισεν ήδη εις Κύπρον και ήρχισε τις διατρήσεις του. Μέχρι στιγμής αι διατρήσεις δεν έδωσαν αποτέλεσμα τι καθότι μετά δυσκολίας προχωρούν εις τα σκληρά στρώματα τα οποία συνήντησε. Ας ίδωμεν πού θα καταλήξουν τα ενδιαφέροντα ταύτα πειράματα τα οποία θα στοιχίσουν βεβαίως ουκ ολίγα».