Βαρύς, όπως και η ιστορία της πόλης που πραγματεύεται, είναι ο συλλογικός τόμος με τις 625 σελίδες του, υπό τον τίτλο “Lemesos. A History of Limassol in Cyprus from Antiquity to the Ottoman Conquest”, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον διεθνή εκδοτικό οίκο επιστημονικών εκδόσεων Cambridge Scholars Publishing. Επιμελητές του τόμου είναι οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Κύπρου δρ Άγγελ Νικολάου-Κονναρή και δρ Chris Schabel. Είναι το πρώτο στο είδος του βιβλίο, αφού τα έξι κεφάλαια, από τα οποία αποτελείται, είναι γραμμένα στην αγγλική γλώσσα από πανεπιστημιακούς ερευνητές.
Το βιβλίο αυτό παρουσιάστηκε πρόσφατα με ομιλητή τον αρχαιολόγο Γιάννη Βιολάρη σε εκδήλωση που διοργάνωσε το Ινστιτούτο Κύπρου. «Η έκδοση αυτή αποτελεί μιαν εντυπωσιακή διεύρυνση του γνωστικού πεδίου που αφορά στην ιστορία της Λεμεσού, κυρίως χάρη στην αναδίφηση σε πρωτογενείς πηγές, μια ευχέρεια που έχουν βέβαια οι ακαδημαϊκοί. Η σύνθεση, επίσης, των πληροφοριών που περιέχουν οι πρωτογενείς πηγές για τη Λεμεσό, με αυτές που περιέχονται στις δευτερογενείς, η οποία απαιτεί και μια γενική εποπτεία της βιβλιογραφίας, οδήγησε πιστεύω σε αυτό το άρτιο αποτέλεσμα που έχουμε πλέον στη διάθεσή μας», ανέφερε στην ομιλία του ο Γιάννης Βιολάρης και συνέχισε:
«Η διαχρονική παρουσίαση μιας παράλιας πόλης που διαθέτει μια πλούσια σε πλουτοπαραγωγικούς πόρους ενδοχώρα, είναι ένα σύνθετο εγχείρημα. Για την κατανόησή της απαιτείται μια ολιστική ματιά, και ένταξή της μέσα στο ευρύτερο μεσογειακό γεωπολιτικό περιβάλλον, το οποίο βέβαια καθόλου δεν υπήρξε, και δεν είναι, σταθερό. Οι παράμετροι μεταβάλλονται, και έτσι αλλάζει η σημασία και η θέση που κατέχει η πόλη σε αυτό το σύστημα. Αυτή η μεγάλη εικόνα παρουσιάζεται εν μέρει στο συγκεκριμένο βιβλίο».
Στη συνέχεια ο Γιάννης Βιολάρης ανέλυσε το περιεχόμενο του βιβλίου, το πρώτο κεφάλαιο του οποίου αναφέρεται στην Αμαθούντα. Αυτή ήταν η προκάτοχος πόλη της Λεμεσού. Το κεφάλαιο είναι γραμμένο από τον ομότιμο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Aix-en-Provence και τέως διευθυντή της Γαλλικής Αρχαιολογικής Αποστολής Αμαθούντας, καθηγητή Antoine Hermary. Στο κεφάλαιο αυτό, όπως επισήμανε ο Γιάννης Βιολάρης, παρουσιάζεται συνοπτικά η ιστορία, του πιο ενδιαφέροντος ίσως βασιλείου της αρχαίας Κύπρου, από τον 11ο π.Χ. αιώνα που έχουμε τις πρώτες αρχαιολογικές μαρτυρίες, μέχρι τον 7ο αι. μ.Χ., οπότε η πόλη σταματά να υπάρχει λόγω των αραβικών επιδρομών. Το κεφάλαιο καλύπτει τα σημαντικότερα μνημεία της Αμαθούντας, όπως είναι το ιερό της Αφροδίτης στην κορυφή της ακρόπολης, το ανάκτορο, οι νεκροπόλεις και η ελληνιστική και ρωμαϊκή αγορά. Ο Hermary παρακολουθεί μέσα από τα μνημεία την ιστορία της πόλης, είπε ο Γιάννης Βιολάρης.
Το δεύτερο κεφάλαιο, συνέχισε ο ομιλητής, αφορά την ίδια την πόλη της Λεμεσού, από την απώτερη αρχαιότητα μέχρι το τέλος της ρωμαϊκής περιόδου. Είναι γραμμένο από την ανεξάρτητη ερευνήτρια Laurance Alpe η οποία είχε εκπονήσει τη διατριβή της για τη Λεμεσό. «Οι παλαιότερες αρχαιολογικές μαρτυρίες για ύπαρξη οργανωμένων οικισμών στην περιοχή που καταλαμβάνει η σημερινή πόλη της Λεμεσού, προέρχονται από ανασκαφές τάφων που χρονολογούνται στα τέλη της πρώιμης εποχής του χαλκού, δηλαδή γύρω στο 2000 π.Χ. Σε διάφορα σημεία της πόλης έχουν ανασκαφεί επίσης τάφοι της μέσης και της ύστερης εποχής του χαλκού. Μέχρι και το τέλος της ρωμαϊκής περιόδου οι μαρτυρίες που έχουμε προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τάφους, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις που εντοπίστηκαν πολύ αποσπασματικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και δύο τουλάχιστον περιπτώσεις όπου εντοπίστηκαν ιερά. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση τις μαρτυρίες αυτές, κατά την ιστορική περίοδο, η περιοχή της Λεμεσού ήκμασε κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο, αλλά μόνον ως ένας ή και περισσότεροι μικροί οικισμοί που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής της Αμαθούντας», είπε ο Γιάννης Βιολάρης.
Στο τρίτο κεφάλαιο, ο Τάσος Παπακώστας, καθηγητής του βυζαντινού πολιτισμού στο King’s College του Λονδίνου, ασχολείται με τη Νεάπολη, τη Λεμεσό δηλαδή των πρώτων βυζαντινών χρόνων. «Η πόλη ονομάστηκε έτσι, προφανώς λόγω της μετατόπισής της μετά το τέλος της Αμαθούντας», είπε ο κ. Βιολάρης και πρόσθεσε: «Να σημειωθεί ότι για κάποιο διάστημα οι δύο πόλεις συνυπήρξαν. Το κεφάλαιο αυτό εκτείνεται μέχρι και το τέλος της μέσης βυζαντινής περιόδου, οπότε με την τρίτη σταυροφορία, στα τέλη του 12ου αιώνα, αρχίζει πλέον η περίοδος της φραγκοκρατίας για την Κύπρο. Ως συνήθως, ο Τάσος Παπακώστας προβαίνει σε μιαν ανεπανάληπτη αξιοποίηση και σύνθεση των γραπτών πηγών και των αρχαιολογικών μαρτυριών, και με τη γνωστή διεισδυτική επιστημονική του ματιά και σκέψη, ανοίγει νέους δρόμους για την κατανόηση της ιστορίας της Λεμεσού κατά τις περιόδους που ασχολείται. Μέσα από τις γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά δεδομένα, παρακολουθεί τις τελευταίες στιγμές της Αμαθούντας από τη μια, και από την άλλη, την εμφάνιση και άνοδο της Νεάπολης/Λεμεσού, περίπου την ίδια περίοδο. Το όνομα της πόλης μεταβάλλεται σιγά-σιγά σε Νεμεσός, και σε λατινικά κείμενα της εποχής της τρίτης σταυροφορίας το συναντούμε πλέον ως Limassol, για να καταλήξει στη γνωστή μας Λεμεσό. Σαν γενική εικόνα αναφέρουμε ότι η Λεμεσός της μέσης βυζαντινής περιόδου υπήρξε μια ακμάζουσα παραλιακή πόλη και ένα δραστήριο εμπορικό κέντρο, με ένα πολύβουο λιμάνι και μια ισχυρή κοινότητα βενετών εμπόρων».
Μεταξύ αυτού και του επόμενου κεφαλαίου για τη φραγκοκρατία, παρεμβάλλεται ένα σημείωμα της Άγγελ Κονναρή, στο οποίο ακριβώς μιλά για αυτό το τοπωνυμικό αίνιγμα: Νεμεσός, Limassol/Λεμεσός, παραθέτοντας τις διάφορες παραλλαγές και τύπους του ονόματος, όπως αυτές παρουσιάζονται στις πηγές. Το πιο ενδιαφέρον σημείο, σύμφωνα με τον Γιάννη Βιολάρη, είναι το γεγονός ότι, ήδη από το 1367 καταγράφεται πηγή που αναφέρεται στην Αμαθούντα ως “Viel Limesson” στα γαλλικά ή (αργότερα) στα ιταλικά ως “Limisso vecchia”. Είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι το ίδιο όνομα χρησιμοποιούν μέχρι σήμερα, εξήμισι αιώνες μετά, οι λεμεσιανοί για την Αμαθούντα: «Παλιά Λεμεσός»!
Είχε παροικίες εμπόρων από τη Βενετία και τη Γένουα
Η περίοδος της φραγκοκρατίας και τη βενετοκρατίας καταλαμβάνει σημαντικό μέρος του βιβλίου στο πέμπτο κεφάλαιο, συγγραφείς του οποίου είναι οι επιμελητές του τόμου, η Άγγελ Κονναρή και ο Chris Schabel. «Είναι μία περίοδος για την οποία υπάρχει βέβαια πληθώρα πρωτογενών πηγών, από έγγραφα και χρονικά, μέχρι νομικά και περιηγητικά κείμενα, και οι έμπειροι συγγραφείς προβαίνουν πράγματι σε μιαν υπεύθυνη επεξεργασία της βιβλιογραφίας, παραδίδοντάς μας, όχι ένα βαρετό επιστημονικό κείμενο, αλλά μια γλαφυρή και ταυτόχρονα εμπεριστατωμένη σύνοψη τρεισήμισι αιώνων ιστορίας, από την κατάκτηση του Ριχάρδου της Αγγλίας, μέχρι την οθωμανική κατάκτηση», είπε ο Γιάννης Βιολάρης.
Αφού επισήμανε ότι η Λεμεσός συνεχίζει από την προηγούμενη περίοδο να διαδραματίζει έναν σημαντικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή και να παρουσιάζει έντονη εμπορική δραστηριότητα, ο Γιάννης Βιολάρης πρόσθεσε: «Στην πόλη υπήρχαν παροικίες εμπόρων από τη Βενετία, τη Γένουα και από άλλες πόλεις, οι οποίες διέμεναν σε συνοικίες, είχαν ιδιόκτητα ακίνητα, εκκλησίες, κοινοτικά κτίρια, κ.ά. Ως τα τέλη του 13ου αιώνα η πόλη συνέχισε να έχει στρατηγική σημασία, τόσο τοπική όσο και περιφερειακή, ιδιαίτερα μέσα στα ευρύτερα γεωπολιτικά πλαίσια των σταυροφοριών. Κατά το δεύτερο πλέον μισό του 14ου αιώνα, το βάρος μετατοπίζεται στην Αμμόχωστο και η Λεμεσός, ερειπωμένη από τις επιδρομές των γενουατών, βρίσκεται πλέον σε παρακμή. Παρ’ όλα αυτά, η ενδοχώρα συνέχισε να δραστηριοποιείται, να ζει και να υπάρχει, παρά το γεγονός ότι το δραστήριο λιμάνι στο οποίο κατέληγαν τα αγροτικά προϊόντα που παρήγαγε, έχασε την παλιά του αίγλη».
Το κεφάλαιο αυτό, όπως υπογράμμισε ο Γιάννης Βιολάρης, δεν αποτελεί μιαν απλή καταγραφή των πολιτικών γεγονότων ή της επίσημης πολιτικής και εκκλησιαστικής ιστορίας, αλλά αναφέρεται επίσης στην καθημερινή ζωή, την πληθυσμιακή και κοινωνική σύνθεση της πόλης, την οικονομία και το εμπόριο: «Μέσα από παραδείγματα και καταγραφές οικοσκευών και ιδιοκτησιών, που προέρχονται για παράδειγμα από διαθήκες και άλλα νομικά έγγραφα, έχουμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τη ζωή στην πόλη μέσα από την καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής, και να διαπιστώσουμε ότι συχνά αυτή δεν διαφέρει και πολύ από τη σημερινή κυπριακή διάλεκτο».
Πρωτότυπο και πρωτοποριακό χαρακτήρισε ο Γιάννης Βιολάρης το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, το οποίο αφορά στην αρχιτεκτονική της μεσαιωνικής Λεμεσού. Εξήγησε γιατί: «Εδώ έχουμε τη φρέσκια και από διαφορετική γωνία ματιά ενός νέου ερευνητή και ακαδημαϊκού, του Μιχάλη Ολύμπιου. Ο τόμος για τη Λεμεσό δεν θα μπορούσε να κλείσει καλύτερα! Ο Μιχάλης Ολύμπιος ειδικεύεται στη μεσαιωνική αρχιτεκτονική και τέχνη, και εκτός από τις πηγές, έχει άμεση επαφή, λόγω των επιστημονικών του ενδιαφερόντων, με τα μνημεία και τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που αποκαλύπτονται στις ανασκαφές. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μας δώσει μιαν άποψη των κτιρίων και της εικόνας που παρουσίαζε η Λεμεσός κατά τον μεσαίωνα, συνθέτοντας τα σχετικά στοιχεία που υπάρχουν στις γραπτές πηγές, τις πληροφορίες από τα ορατά μνημεία, και τις αρχαιολογικές μαρτυρίες, και ειλικρινά αξίζουν συγχαρητήρια στους επιμελητές που του ανέθεσαν τη συγγραφή του κεφαλαίου αυτού, έστω και την υστάτη. Ο Μιχάλης Ολύμπιος, όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο, νομίζω ότι ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Δεν θα υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, αρκεί μόνο να αναφέρω ότι εντόπισε σε βιβλιοθήκη της Γερμανίας μιαν εικόνα της Λεμεσού του 1486, η οποία αποδίδεται σε μια μικρογραφία χειρογράφου κώδικα, που περιέχει περιηγητικό κείμενο της εποχής. Πρόκειται για μια μοναδική μέχρι στιγμής εναέρια άποψη της Λεμεσού, η οποία απεικονίζει την πόλη με αξιοθαύμαστη λεπτομέρεια, και είναι αυτή που βλέπουμε στο εξώφυλλο του βιβλίου. Όπως γνωρίζαμε και από τα ορατά μνημεία και τις ανασκαφές, το ιστορικό κέντρο της πόλης αναπτύσσεται γύρω από το κάστρο, και εκεί κοντά βρισκόταν και ο λατινικός καθεδρικός ναός. Στη μικρογραφία αυτή απεικονίζονται και άλλα μνημειακά, πιθανώς δημόσια κτίρια όπως εκκλησίες, κάποια από τα οποία είναι μισοκατεστραμμένα, μια εικόνα που συνάδει με τις περιγραφές των περιηγητών της εποχής», κατέληξε ο ομιλητής.
Χορηγία που γεννά ελπίδες εν μέσω σήψης
Ο συλλογικός τόμος για την ιστορία της Λεμεσού «χρωστά πολλά στη γνωστή πλέον πολιτιστική ευαισθησία του ιδρυτή και εκτελεστικού προέδρου της εταιρείας Medochemie Ltd, δρα Ανδρέα Πίττα», όπως επισήμανε στην ομιλία του ο αρχαιολόγος Γιάννης Βιολάρης. Πρόσθεσε δε ότι «εκτός των άλλων δραστηριοτήτων του στον τομέα του πολιτισμού, όπως είναι η χρηματοδότηση του προγράμματος ψηφιακής καταγραφής και ανάδειξης των κυπριακών αρχαιοτήτων σε ξένα μουσεία, σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων και το Ινστιτούτο Κύπρου, αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο για την ιστορία της Κύπρου που χρηματοδοτείται από τον δρα Πίττα και την εταιρεία Medochemie (Konnari, Schabel (eds.), Cyprus. Society and Culture, Brill 2005). Η έκδοση αυτή, μάλιστα, συμπίπτει με τα σαραντάχρονα της εταιρείας και αυτό κάτι μας λέει, τόσο για την εταιρική της κουλτούρα όσο και για τις τάσεις και κλίσεις του ανδρός που ηγείται: βιβλιόφιλος, φιλότεχνος, προπάντων όμως χορηγός».
Ο Γιάννης Βιολάρης εξήγησε τη διαφορά μεταξύ χορηγού και σπόνσορα: «Η έννοια της χορηγίας ανάγεται στην κλασική αρχαιότητα, οπότε ήταν ένας σημαντικός πολιτειακός και κοινωνικός θεσμός, που αφορούσε στην οικονομική υποστήριξη των τεχνών. Αρχικά ο χορηγός ήταν το πρόσωπο που κατέβαλλε τα έξοδα του χορού για το ανέβασμα του δράματος στην αρχαία Αθήνα, αργότερα όμως επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς και ξεπέρασε τα όρια της Αθήνας. Άρα, σε εποχές οικονομικής ένδειας και περισυλλογής, οπότε ο τομέας του πολιτισμού και των επιστημονικών εκδόσεων είναι δυστυχώς ο πρώτος που πλήττεται, η χρηματοδότηση τέτοιων δραστηριοτήτων, εκδοτικών ή άλλων, πρέπει και να επαινείται και να αναγνωρίζεται. Θα πρέπει, τέλος, να διαχωρίσουμε την έννοια του χορηγού από αυτή του σπόνσορα, διότι, ενώ ο πρώτος ενεργεί ανιδιοτελώς, ο δεύτερος αναμένει και αποσκοπεί σε κάποια ανταλλάγματα, όπως είναι η διαφήμιση, τα οποία οδηγούν τελικά στο οικονομικό όφελος. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι η χορηγία αποτελεί ένδειξη μιας υγιούς κοινωνίας που υποβόσκει, και θέλουμε να πιστεύουμε ότι, παρά την εκτεταμένη σήψη που παρατηρείται στις μέρες μας, υπάρχουν ακόμη υγιή σπέρματα, υπάρχει μαγιά, άρα υπάρχει ελπίδα…».
Απευθύνοντας χαιρετισμό στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου ο δρ Ανδρέας Πίττας παρέθεσε τους λόγους που τον ώθησαν να στηρίξει έμπρακτα την έκδοσή του:
«Πολύ συχνά με ρωτούσαν και με ρωτούν κυρίως ξένοι να τους πω κάτι για την ιστορία της πόλης. Έξω από μερικές πρόσφατες αναφορές, πολύ λίγα είναι γνωστά για τη Λεμεσό. Εγώ διηγούμαι συνήθως ό,τι ήξερα για τον μεσαίωνα της Λεμεσού ή για τον ξακουστό γάμο του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου με τη Βερεγγάρια στο παλαιότερο κάστρο ή και δύο τρία τοπωνύμια που δόθηκαν κατά καιρούς στη πόλη, όπως Νεάπολις, Θεοδοσιάς, Νέμεσος κ.λπ. Γι’ αυτό το λόγο και για το μεγάλο κενό που υπάρχει στις γνώσεις μας αποτάθηκα και πάλιν στην Άγγελ και τον Chris για να συγγράψουν και να φροντίσουν την έκδοση ενός ακαδημαϊκού έργου για τη Λεμεσό μας. Παρόλο που μας πήρε περισσότερο χρόνο για το βιβλίο αυτό από όσο χρειάστηκε ο Φειδίας να συμπληρώσει τα έργα στην Ακρόπολη του 5ου αιώνα π.Χ., πιστεύω πώς το βιβλίο τελικά είναι αρκετά σπουδαίο και μοναδικό στο είδος του. Τα αγγλικά είναι απότοκο της συλλογικής δουλειάς, μάλιστα ένα μέρος γράφτηκε πρώτα στα γαλλικά και μεταφράστηκε αργότερα.Με την ευκαιρία ευχαριστώ θερμά την Άγγελ Νικολάου και τον Chris Schabel και όλους τους ακαδημαϊκούς που συνέδραμαν στη συγγραφή και την έκδοση αυτού του πολύτιμου πρώτου τόμου, τον κ. Βιολάρη που βοήθησε και έχει την καλοσύνη να μας παρουσιάσει το βιβλίο ως επίσης και τον κ. Βαρνάβα των Cambridge Scholars για την προσεγμένη έκδοση. Ο πολιτισμός είναι το μόνο πράγμα που είναι για όλους μας κοινός. Και στη Κύπρο έχουμε πολιτισμό που δεν τον προβάλλουμε καν. Αλλά αυτό είναι μια άλλη μεγάλη ιστορία…».
Πηγή: Philenews