Η Ελληνική Σχολή Λεμεσού,ιδρύθηκε το 1819 και αποτελεί ένα από τα εκπαιδευτήρια που εμφανίστηκαν κατά τις παραμονές της ελληνικής επανάστασης και μαρτυρούν την πνευματική άνοιξη που σημειώθηκε εκείνη την εποχή στην Κύπρο. Η εκπαιδευτική αναδημιουργία οφειλόταν εν πολλοίς στο ζήλο του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού, του εθνομάρτυρα της 9ης Ιουλίου 1821, ιδρυτή της Ελληνικής Σχολής Λευκωσίας (του κατοπινού Παγκυπρίου), το 1812, και της Ελληνικής Σχολής Λεμεσού (του σημερινού Λανιτείου), το 1819.
Η Ελληνική Σχολή ή Σχολαρχείο λειτούργησε αρχικά στα υποστατικά της παλιάς Μητρόπολης Λεμεσού στον παραλιακό δρόμο, εκεί που είναι μέχρι σήμερα η εκκλησία του Αγίου Ανδρονίκου. Λειτουργούσε σαν ένα αρχικό στάδιο Γυμνασίου όπου πρόσφερνε ανώτερη μόρφωση μετά το Δημοτικό
Όπως έγραφε ο Κυπριανός στους πολίτες της Λεμεσού, τον Αύγουστο του 1819, αναγγέλλοντας τη γενναιόδωρη χρηματική συνδρομή του προς την υπό ίδρυση Σχολή, σε ένα κείμενο που συνέδεε τα αγαθά της παιδείας με την καλλιέργεια του ήθους: «Πολύ χαίρομεν, τέκνα, και υπερχαίρομεν, δι’ ην εξελέξασθε αγαθήν μερίδα· και αντί παντός άλλου προετιμήσατε των υιών σας τον φωτισμόν και την παιδείαν, εξ ης πηγάζει αναμφιβόλως παν αγαθόν.»
Μια ομάδα φωτισμένων Λεμεσιανών (Δ. Χαραλαμπίδης, Ν. Φραγκούδης, Λ. Χατζηϊωάννου και ιερομόναχος Ιωαννίκιος) ανέλαβαν να συγκεντρώσουν τις συνδρομές των φιλόμουσων συμπολιτών τους, αλλά και Λευκωσιατών και Σκαλιωτών, ώστε να λειτουργήσει το σχολείο. Η Λεμεσός ευτύχησε, σε αντίθεση με τη Λευκωσία, στην επιλογή του διευθυντή της Ελληνικής Σχολής. Με τις ευλογίες του Κυπριανού, σχολάρχης Λεμεσού ορίστηκε ο Δημήτριος Θεμιστοκλής (Λεμεσός, 1792 – Λάρνακα, 1848), «φιλέλλην και φιλόπατρις», κατά τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, ο πιο μορφωμένος Κύπριος της εποχής, με σπουδές κοντά σε σπουδαίους δασκάλους στις σχολές των Κυδωνιών και της Σμύρνης, όπου ανέλαβε να διδάσκει τα μαθηματικά. Μια επιδημία πανώλους στην πρωτεύουσα της Ιωνίας τον ανάγκασε να επιστρέψει στη γενέτειρά του, για καλή τύχη των Λεμεσιανών. Στη Λεμεσό δίδαξε μέχρι το καλοκαίρι του 1821, όταν οι ιουλιανές σφαγές τον ανάγκασαν να καταφύγει στη Λάρνακα, όπου και εγκαταστάθηκε. Εκεί γεννήθηκαν και τα παιδιά του, από τον γάμο του με την περικαλλεστάτην, σύμφωνα με τις πηγές της εποχής, Μαρουδιά Α. Βοντιτσιάνου. Από τους μαθητές του Θεμιστοκλέους, ο επιφανέστερος ήταν ο Νικόλαος Ι. Σαρίπολος.
Μια από τις άμεσες συνέπειες της έλευσης του Δ. Θεμιστοκλέους στη Λεμεσό, το καλοκαίρι του 1819, και της ίδρυσης της Ελληνικής Σχολής, ήταν η εγγραφή στην ίδια πόλη δέκα συνδρομητών στον «Ερμή τον Λόγιο», στο κορυφαίο προεπαναστατικό περιοδικό, όργανο του νεοελληνικού διαφωτισμού. Όπως έχουμε ξαναπεί, είναι ένας αριθμός συνδρομών στην Κύπρο σε φιλολογικό περιοδικό, που στις μέρες μας είναι δύσκολο να επαναληφθεί… Στο περιοδικό, που εκδιδόταν στη Βιέννη από φίλους του Αδαμάντιου Κοραή, δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1820 μια επιστολή του «Ιλαρίωνος ιερ. του Κυπρίου» προς τον Νικόλαο Θησέα, που ανήγγελλε «εις το πανελλήνιον» την ίδρυση του σχολείου της Λεμεσού, «διά να μάθωσιν οι φίλοι της Ελλάδος ότι ουδέ οι Κύπριοι ηξίωσαν να μείνωσιν ασυντελείς εις τον καλόν περί παιδείας του ελληνικού γένους αγώνα». Και συνέχιζε ο Ιλαρίων:
«Η τάξις των μαθημάτων έγινε κατά μίμησιν του Φιλολογικού της Σμύρνης Σχολείου. Διδάσκαλος εκαλέσθη νέος πεπαιδευμένος και φιλάρετος, ο (…) Δημήτριος Θεμιστοκλής (…). Τώρα αγωνίζεται τον καλόν αγώνα εις καλλιέργησιν της εμπιστευθείσης εις αυτόν φυτείας, διά να δείξη γρήγορα τους αγαθούς της καρπούς προς τέρψιν των σοφών του διδασκάλων, και χαράν των ομογενών μας. (…) Οι φίλοι της παιδεύσεως του γένους κρίνουσιν αξίους κοινής ευγνωμοσύνης τους όσοι λόγω ή έργω βοηθούσι τον φωτισμόν της πατρίδος.»
Οι «αγαθοί καρποί» της Ελληνικής Σχολής της Λεμεσού φάνηκε να πνίγονται στο αίμα και στη φρίκη των σφαγών του Ιουλίου του 1821. Όμως ο σπόρος είχε ριχτεί. Παρά τη διακοπή της λειτουργίας της σχολής, από το 1821, η Σχολή της Λεμεσού επαναλειτούργησε στη δεκαετία του 1830, και το 1870 θα έμπαινε στην οδό της αναδημιουργίας και στην πιο χρυσή της εποχή, με διευθυντή τον Ανδρέα Θεμιστοκλέους, γιο του Δημητρίου, που συνέχισε το πατρικό έργο και αναδείχθηκε στην πιο εμβληματική φυσιογνωμία της κυπριακής εκπαίδευσης στα χρόνια της Αγγλοκρατίας και σε πρωταγωνιστή και σύμβολο του ενωτικού κινήματος. Ευτύχησε, πριν πεθάνει, να δει την Ελληνική Σχολή να αναγνωρίζεται σε πλήρες Γυμνάσιο, το 1915-1916, και ενώ είχε παραδώσει τη γυμνασιαρχία στον επί θυγατρί γαμπρό του, Αργυρό Δρουσιώτη (διηύθυνε το σχολείο μέχρι το 1940).
Η Ελληνική Σχολή συγκεκριμένα ξανάρχισε τη λειτουργία της το 1834 στα κτήρια που βρίσκονταν γύρω από την εκκλησία της Αγίας Νάπας. Ήταν μία τριτάξια σχολή ημιγυμνασιακού επιπέδου. Το 1843 κτίστηκαν πάνω από τα υφιστάμενα κτήρια, γύρω από την Αγία Νάπα, νέοι χώροι όπου σ’ αυτούς μεταφέρθηκε η Ελληνική Σχολή, ενώ στο ισόγειο παρέμεινε το Δημοτικό Σχολείο που λειτουργούσε ως Αλληλοδιδακτικό (σ’ αυτή τη μέθοδο διδασκαλίας δίδασκαν τους νεώτερους μαθητές οι καλύτεροι παλαιότεροι).
Μετά από τους σεισμούς, το Φεβρουάριο του 1896, τα δύο κτήρια των σχολείων της Αγίας Νάπας κρίθηκαν ακατάλληλα και εγκαταλείφτηκαν. Μετακινήθηκαν σε διάφορους ιδιωτικούς χώρους όπως στα σπίτια του Κουρτελλαρίδη και του Θεοχάρη Σχίζα έναντι ενοικίου.
Μετά την αλλαγή της κατοχής από τους Τούρκους Οθωμανούς στους Βρετανούς, το 1878 άρχισαν να ευαισθητοποιούνται οι Ελληνικές Κυβερνήσεις, στο να βοηθήσουν την Ελληνική παιδεία της Κύπρου. Έτσι γύρω στη δεκαετία του 1890 πάρθηκε απόφαση να αναλάβει η Ελληνική Κυβέρνηση την εξολοκλήρου οικοδόμηση του κτηρίου του Ελληνικού Γυμνασίου Λεμεσού προσφέροντας το σημαντικό ποσό για τότε των 30.000 δραχμών.
Ταυτόχρονα ανάλαβε και τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό αναθέτοντας την εργασία αυτή στον νομομηχανικό Αττικής Καλλία. Η όλη εργασία της οικοδόμησης του κτηρίου του Ελληνικού Γυμνασίου, ολοκληρώθηκε το 1900 όπου και έγιναν τα εγκαίνια του. Δίπλα από το κτήριο του Ελληνικού Γυμνασίου στην ανατολική του πλευρά, βρισκόταν ήδη κτισμένη η Α’ Αστική Σχολή που είχε κτιστεί το 1899 κατόπιν δωρεάς του Χατζηλοϊζή Μιχαηλίδη.
Μέρος της δωρεάς προήλθε από τη πώληση του ξενοδοχείου του «Ευρώπη», που βρισκόταν στο χώρο στάθμευσης του Εναερίου, στο Δήμο Λεμεσού έναντι του ποσού των £900. Το συνολικό κόστος οικοδόμησης του σχολείου ήταν £1200. Και τα δύο κτήρια κτίστηκαν στον γνωστό μεγάλο χώρο στάθμευσης της οδού Ανδρέα Θεμιστοκλέους ανατολικά της Α’ Δημοτικής Αγοράς. Περιβάλλονταν από έναν ωραίο πετρόκτιστο τοίχο, όπου πάνω απ’ αυτόν υπήρχαν σιδερένια κάγκελα.
Το Ελληνικό Γυμνάσιο Λεμεσού λειτούργησε μέχρι το 1953, διακόπτοντας τη λειτουργία του αφού άρχισε να λειτουργεί το Λανίτειο Ελληνικό Γυμνάσιο. Η Α’ Αστική Σχολή λειτουργούσε παράλληλα με τη Β’ Αστική Σχολή στην οδό Γλάδστωνος μέχρι και το 1954 όπου κατεδαφίστηκαν, δυστυχώς, μαζί με το Ελληνικό Γυμνάσιο.
Πηγές:
- polignosi.com
- Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια
- Πέτρος Παπαπολυβίου. Το κειμενο δημοσιεύθηκε στην εφημ. “Ο Φιλελεύθερος” στις 14 Σεπτεμβρίου 2019