Γράφει: Ανθούλα Μενελάου
Λίγες στιγμές στη διαδρομή ενός πολιτικού προσώπου προσφέρουν την ευκαιρία να επιβεβαιώσει, στην πράξη, το επίπεδο της δημοκρατικής παιδείας που διαθέτει και το πλαίσιο δεοντολογίας που εφαρμόζει. Μια τέτοια σπάνια ευκαιρία είναι η στάση που καλείται να τηρήσει σε ζητήματα εκλογικών ενστάσεων, ιδιαίτερα αν βρίσκεται απέναντι από την πλευρά του αιτητή. Στις πρόσφατες Δημοτικές Εκλογές ο Νίκος Νικολαΐδης ανακηρύχθηκε Δήμαρχος Λεμεσού με διαφορά 9 ψήφων από τον Ανδρέα Χρίστου, από σύνολο περίπου 30,000 ατόμων που ψήφισαν. Στο αίτημα για επαναμέτρηση που υπέβαλε ο κ. Χρίστου, ο κ. Νικολαΐδης επέλεξε την αρνητική στάση και υπέβαλε ένσταση. Η στάση αυτή, που νομικά μπορεί να μην είναι επιλήψιμη, εγείρει ζητήματα σεβασμού της δημοκρατίας και ερωτηματικά ως προς το επίπεδο της διαφάνειας γύρω από το αποτέλεσμα της συγκεκριμένης εκλογής. Με αφορμή τη διαδικασία στο εκλογοδικείο, που θα συνεχιστεί εντός Σεπτεμβρίου, ανασκοπούμε και άλλες κινήσεις του κ. Νικολαΐδη. Διαπιστώνουμε έτσι ότι η διαφωνία στο αίτημα της επαναμέτρησης δεν είναι μια μεμονωμένη πράξη του Νίκου Νικολαΐδη αλλά εντάσσεται σε μια ευρύτερη πορεία αναξιοπιστίας και έλλειψης σεβασμού προς τους πολίτες.
Άνετα ο Ν. Νικολαΐδης μπορούσε να τηρήσει εντελώς διαφορετική στάση έναντι της εκλογικής αίτησης του Ανδρέα Χρίστου. Χωρίς να υιοθετήσει τη θέση του ανθυποψηφίου του, για παρατυπίες ή λάθη, είχε την ευχέρεια να μην φέρει ένσταση στο αίτημα της επαναμέτρησης, επιτρέποντας έτσι τη διενέργειά της χωρίς την καθυστέρηση που τώρα παρατηρείται. Ουσιαστικά, θα έδινε το μήνυμα ότι δεν έχει τίποτα να φοβηθεί ή να κρύψει από τον έλεγχο του εκλογικού αποτελέσματος και το θέμα θα είχε λήξει προ πολλού. Με δεδομένη την πολύ οριακή διαφορά, η επαναμέτρηση λειτουργεί προς το συμφέρον και του ίδιου του κ. Νικολαΐδη, αφού δίνει μια δυνατότητα να διαλυθούν οι οποιεσδήποτε αμφιβολίες για το πραγματικό αποτέλεσμα των εκλογών. Ένας από τους πυλώνες των καλών διεθνών πρακτικών σε εκλογικά ζητήματα είναι η αντιμετώπιση των εκλογικών ενστάσεων ως στοιχείο που επιβεβαιώνει τη σταθερότητα και την δύναμη ενός πολιτικού συστήματος, αντί ως στοιχείο που δείχνει κάποια αδυναμία του. Αυτή η προσέγγιση αποτελεί και αναφαίρετο στοιχείο της Ευρωπαϊκής εκλογικής κληρονομιάς και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε αντίθεση με αυτή την προσέγγιση, ο κ. Νικολαΐδης χαρακτήρισε το αίτημα για επαναμέτρηση ως «δυσάρεστη εξέλιξη» και επέλεξε να το αντιπαλέψει υποβάλλοντας ένσταση. Η στάση του αυτή τον κατέταξε έξω από εκείνο το πλαίσιο δεοντολογίας όπου η διαφάνεια αναγνωρίζεται ως βάση της δημοκρατίας.
Αλλοπρόσαλλη πολιτική συμπεριφορά όμως παρουσίασε και η προεκλογική εκστρατεία του Νίκου Νικολαΐδη. Ξεκίνησε με το σύνθημα «Παίρνουμε τη σκυτάλη για ακόμα καλύτερη Λεμεσό», εκθειάζοντας το έργο του Ανδρέα Χρίστου και την ευρεία συναίνεση στην οποία βασίστηκε η ανοδική πορεία της Λεμεσού τα αμέσως προηγούμενα χρόνια. Όμως μόλις ο Α. Χρίστου εξέφρασε την πρόθεση να επαναδιεκδικήσει τη Δημαρχία, ο κ. Νικολαΐδης έκανε στροφή 180 μοιρών πετώντας στα σκουπίδια το σύνθημα για «ακόμα καλύτερη Λεμεσό» και αντικαθιστώντας το με την ατάκα «10 χρόνια φτιάξαμε τη βιτρίνα, τώρα ας δούμε την ουσία». Βασικά ανήγαγε τον μηδενισμό ως την κυρίαρχη στάση έναντι του έργου που είχε επιτευχθεί από τον ανθυποψήφιο του. Σε καμία στιγμή δεν φάνηκε να απασχολεί τον Ν. Νικολαΐδη η αντίφαση μεταξύ των διαφορετικών συνθημάτων που χρησιμοποίησε, ούτε και εξέλαβε την ασυνέπεια στο περιεχόμενο του προεκλογικού του λόγου ως υποτίμηση της νοημοσύνης των πολιτών. Και αυτά, για να μην επεκταθούμε στην πρακτική των προσωπικών επιθέσεων και της συστηματικής διαβολής που ο κ. Νικολαΐδης εφάρμοσε με στόχο να πληγεί η ακεραιότητα και το ήθος του Α. Χρίστου, ρίχνοντας και το γενικότερο επίπεδο του προεκλογικού λόγου για το Δήμο Λεμεσού σε άνευ προηγουμένου χαμηλά επίπεδα.
Με το αίτημα του ανθυποψηφίου του για επαναμέτρηση, ειδικά μετά από ένα τόσο οριακό και διαφιλονικούμενο αποτέλεσμα, ο Ν. Νικολαΐδης βρέθηκε μπροστά σε μια πολύ σημαντική και σπάνια ευκαιρία, μια στιγμή που δίνει τη δυνατότητα να φανερωθεί το πολιτικό ανάστημα και η δημοκρατική παιδεία ενός πολιτικού και να επιβεβαιωθεί στην πράξη ο κώδικας δεοντολογίας που εφαρμόζει. Ενώπιον λοιπόν αυτής της συγκυρίας ο Νίκος Νικολαΐδης αποδείχτηκε κατώτερος των περιστάσεων, συνεχίζοντας με αυτό τον τρόπο μια διαδρομή που πάνω απ’ όλα αποσκοπεί στη δική του προσωπική εξυπηρέτηση. Δείχνει ανήμπορος να αντιληφθεί τη συνέπεια ως ένδειξη σεβασμού προς τους πολίτες και τη διαφάνεια ως βάση της δημοκρατίας. Αποκαλύπτεται έτσι ως αναξιόπιστος ως προς το πλαίσιο δεοντολογίας που τηρεί στην πράξη. Το τραγικότερο όμως με την πορεία και την όλη στάση του κ. Νικολαΐδη δεν είναι ότι απλώς έχασε το τρένο της Διαφάνειας, αλλά το ότι δεν δείχνει καμία απολύτως διάθεση να προσπαθήσει να το προλάβει.