Ένας στους τρεις Κυπρίους είναι υπέρβαρος σύμφωνα με έρευνα, αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Σύνδεσμος Διαιτολόγων και Διατροφολόγων Κύπρου ενόψει της 4ης Μαρτίου, που έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Παχυσαρκίας.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει ο Σύνδεσμος, σύμφωνα με τους τελευταίους υπολογισμούς, ποσοστό 29,6% των Κυπρίων ηλικίας από 20 – 80 χρόνων περιλαμβάνονται στην κατηγορία του κανονικού βάρους, 36,1% περιλαμβάνονται στην κατηγορία των υπέρβαρων και 27,8% στην κατηγορία των παχύσαρκων. Συγκεκριμένα, το 2,1% των αντρών είναι λιποβαρείς, 22,2% των αντρών έχουν φυσιολογικό βάρος, 10,5% των γυναικών είναι λιποβαρείς, 36,6% των γυναικών έχουν φυσιολογικό βάρος, ενώ το 46,9% των ανδρών είναι υπέρβαροι και το 26% των γυναικών είναι υπέρβαρες. Το 28,8% των αντρών είναι παχύσαρκοι και 26,9% των γυναικών είναι παχύσαρκες.
Στην Κύπρο, σημειώνεται, είναι υπό ανάπτυξη ένα σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας και της παχυσαρκίας των ενηλίκων με παρεμβάσεις που στοχεύουν σε ευρύτερες αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο, σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, οι οποίες θα δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό περιβάλλον που θα διευκολύνει την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ο Σύνδεσμος σημειώνει ότι η παχυσαρκία είναι μια παγκόσμια επιδημία. “Αναγνωρισμένη ως νόσος από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί μια πολυπαραγοντική κατάσταση, στενά συνδεδεμένη με τις ατομικές συμπεριφορές, τις οικογενειακές συνθήκες και συνήθειες, και τα κοινωνικά πρότυπα”, προσθέτει.
Η παχυσαρκία και το υπερβάλλον βάρος ορίζονται ως ανώμαλη ή υπερβολική συσσώρευση λίπους που απειλεί την υγεία, αναφέρει ο Σύνδεσμος, επισημαίνοντας ότι ένας δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) άνω του 25 θεωρείται υπερβάλλον βάρος, ενώ άνω του 30 είναι παχυσαρκία. “Το 2019, εκτιμάται ότι 5 εκατομμύρια θάνατοι από μη μεταδιδόμενα νοσήματα (ΜΜΝ) οφείλονταν σε ΔΜΣ υψηλότερο από το βέλτιστο”, λέει.
Ακόμη, ο Σύνδεσμος αναφέρει ότι από το 1990 έως το 2022, το ποσοστό των παιδιών και εφήβων ηλικίας 5-19 ετών που ζουν με παχυσαρκία αυξήθηκε κατά 4 φορές από 2% σε παγκόσμιο επίπεδο σε 8%, ενώ το ποσοστό των ενηλίκων άνω των 18 ετών που ζουν με παχυσαρκία διπλασιάστηκε από 7% σε 16%.
Με βάση δεδομένα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), σήμερα το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού στον δυτικό και αναπτυσσόμενο κόσμο είναι υπέρβαροι και το 25% παχύσαρκοι (OECD analyses on the WHO Global Health Observatory, 2018), υπογραμμίζει ο Σύνδεσμος, προσθέτοντας ότι οι εκτιμήσεις για το μέλλον είναι ότι το ποσοστό της παχυσαρκίας στην επόμενη δεκαετία θα φθάσει στο 50% με τους μισούς από τους παχύσαρκους να έχουν νοσογόνο παχυσαρκία.
“Η παχυσαρκία, ως νόσος αλλά και ως αιτιολογικός παράγοντας, επιβαρύνει σημαντικά το συνολικό φορτίο νοσηρότητας, καθώς συνδέεται με μια σειρά από νοσήματα όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, η δυσλιπιδαιμία, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο καρκίνος, η κατάθλιψη, τα προβλήματα του μυοσκελετικού κ.ά.”, λέει ο Σύνδεσμος, επισημαίνοντας ότι η παχυσαρκία επιβαρύνει σημαντικά και τα οικονομικά του συστήματος υγείας, ως αποτέλεσμα των αυξημένων αναγκών σε φροντίδα των πασχόντων από τα σχετιζόμενα με την παχυσαρκία νοσήματα.
Σύμφωνα με την επιδημιολογική έρευνα του Συνδέσμου Διαιτολόγων και Διατροφολόγων Κύπρου (2005-2006) για την παχυσαρκία, το πρόβλημα αυτό έχει προσλάβει επιδημικές πλέον διαστάσεις, ώστε να αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες κινδύνου για χρόνιες και μεταβολικές παθήσεις.
Κατά τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η παχυσαρκία ενοχοποιείται για τη μείωση του προσδόκιμου ζωής και μείωση του ΑΕΠ. Μόνο στην Ευρώπη, οι πρόωροι θάνατοι που οφείλονται στην παχυσαρκία και τις συνέπειές της ξεπερνούν τις 337.000 ετησίως, ενώ το κόστος ξεπερνά τα 70 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, αναφέρει ο Σύνδεσμος Διαιτολόγων και Διατροφολόγων Κύπρου.
Η αναγνώριση της παχυσαρκίας ως χρόνιου νοσήματος είναι επιβεβλημένη για την προτεραιοποίησή της στην πολιτική υγείας και την ενσωμάτωσή της στην ιατρική περίθαλψη. Τα προκύπτοντα οφέλη μπορεί να είναι σημαντικά και βεβαίως είναι ανάλογα της απώλειας του σωματικού βάρους, επισημαίνει ο Σύνδεσμος, τονίζοντας ότι “η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας απαιτεί κυρίως παρεμβάσεις κοινοτικής προσέγγισης με τη συνεργασία των υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας και δημόσιας υγείας στην οικογένεια, στο σχολείο, στους χώρους εργασίας και στους «θύλακες» ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού”.
Οι αρχές αντιμετώπισης της παχυσαρκίας
Για να διασφαλιστεί ότι η παχυσαρκία αντιμετωπίζεται με το ίδιο επίπεδο συμπόνιας και σεβασμού που δίνεται σε άλλες χρόνιες ασθένειες, πέντε βασικές αρχές έχουν αναπτυχθεί και συμφωνηθεί από τα 12 μέλη της Διεθνούς Συνεργασίας για την Παχυσαρκία.
Επισημαίνεται ότι η παχυσαρκία είναι μια χρόνια ασθένεια. Μπορεί να διαρκέσει για μια ζωή και απαιτεί συνεχή διαχείριση. Η παχυσαρκία θα πρέπει να διαγιγνώσκεται από ειδικευμένο επαγγελματία υγείας βάσει κατάλληλης ιατρικής αξιολόγησης. Η παχυσαρκία δεν μπορεί να θεραπευτεί, αλλά μπορεί να ελεγχθεί, όπως και άλλες χρόνιες ασθένειες όπως ο διαβήτης ή η υψηλή αρτηριακή πίεση. Η παχυσαρκία συνδέεται με περισσότερες από 200 καταστάσεις υγείας που σχετίζονται με το βάρος, συμπεριλαμβανομένων των καρδιακών παθήσεων, του διαβήτη τύπου ΙΙ και πολλών καρκίνων.
Προστίθεται ότι η παχυσαρκία είναι μια χρόνια ασθένεια που προκύπτει από τις πολύπλοκες αλληλεπιδράσεις μεταξύ γενετικών, περιβαλλοντικών, συμπεριφορικών και κοινωνικών παραγόντων.
Οι επιπλοκές στην υγεία που σχετίζονται με την παχυσαρκία μπορούν να ξεκινήσουν νωρίς στη ζωή και όσο περισσότερο η παχυσαρκία μένει χωρίς θεραπεία, τόσο μεγαλύτερος είναι ο πιθανός αντίκτυπος αυτών των αρνητικών επιπτώσεων, αναφέρεται.
Πολλαπλές τεκμηριωμένες θεραπείες είναι διαθέσιμες για τη θεραπεία της παχυσαρκίας, συμπεριλαμβανομένης της εντατικής συμπεριφορικής θεραπείας, των χειρουργικών επεμβάσεων και της φαρμακοθεραπείας. Όπως και άλλες χρόνιες ασθένειες, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση και ο διαβήτης τύπου ΙΙ, η αποτελεσματική διαχείριση της παχυσαρκίας απαιτεί συνεχή δια βίου διαχείριση. Η φροντίδα της παχυσαρκίας και η απώλεια βάρους δεν είναι το ίδιο. Η θεραπεία της παχυσαρκίας επικεντρώνεται στη γενική υγεία, όχι μόνο στη μείωση του βάρους, σημειώνεται.
Τα άτομα με παχυσαρκία συχνά αντιμετωπίζουν στίγμα και προκατάληψη, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί ως διάκριση. Οι διακρίσεις μπορούν να επηρεάσουν την αυτοεκτίμηση ή/και την πρόσβαση σε ποιοτική υγειονομική περίθαλψη. Κάθε άτομο αξίζει την κατάλληλη θεραπεία ανεξάρτητα από το μέγεθος του σώματος. Η απόφαση να αναζητηθεί θεραπεία για την παχυσαρκία είναι προσωπική και η επιλογή ενός ατόμου πρέπει να γίνεται σεβαστή, καταλήγει η ανακοίνωση.
(ΚΥΠΕ/ΠΧ/ΜΚ)