Αρχική ΤΕΠΑΚ Μακροχρόνιο πρόβλημα κωλοβακτηριδίων στο νερό σε κοινότητες της Λεμεσού σύμφωνα με μελέτη...

Μακροχρόνιο πρόβλημα κωλοβακτηριδίων στο νερό σε κοινότητες της Λεμεσού σύμφωνα με μελέτη του ΤΕΠΑΚ

Σημαντικά ευρήματα κατέδειξε μελέτη του ΤΕΠΑΚ σχετικά με την ποιότητα νερού στις αγροτικές περιοχές της Κύπρου. Η μελέτη με τίτλο «Κίνδυνοι ποιότητας πόσιμου νερού που ελλοχεύουν σε κοινότητες της Κύπρου» παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της Ημερίδας με γενικότερο θέμα, «Εμφιαλωμένο και πόσιμο νερό: ποιότητα και διαχείριση», που διοργάνωσε πριν από μερικές μέρες στις εγκαταστάσεις του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, στη Λευκωσία, το Διεθνές Ινστιτούτο Κύπρου για την Περιβαλλοντική και Δημόσια Υγεία (CII) σε συνεργασία με τη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστήμιου του Χάρβαρντ, υπό την αιγίδα του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου και του Αναπτυξιακού Οργανισμού ΤΑΛΩΣ.

Τη μελέτη παρουσίασε ο επίκουρος καθηγητής στο Διεθνές Ινστιτούτο για την Περιβαλλοντική και Δημόσια Υγεία του ΤΕΠΑΚ Κωνσταντίνος Μακρής, όπου αναλύθηκαν τα προβλήματα και οι κίνδυνοι ποιότητας του νερού στην Κύπρο. Περιοχή μελέτης ήταν οι κοινότητες στην επαρχία Λεμεσού. Στο πλαίσιο της μελέτης επιλέχθηκαν 20 κοινότητες με χαμηλή μέση τιμή αριθμού κωλοβακτηριδίων και 20 με υψηλή τιμή, βάσει παλαιών δεδομένων των Υγειονομικών Υπηρεσιών 2010-2014.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης:

Οι κοινότητες με μακροχρόνιο πρόβλημα κωλοβακτηριδίων είχαν συστηματικά έλλειψη συστήματος χλωρίωσής τους ή το πεπαλαιωμένο σύστημα.

Σημαντική διαφορά στα επίπεδα κωλοβακτηριδίων επιβεβαιώθηκε μεταξύ των δύο ομάδων/κοινοτήτων, όπως ίσχυε και με βάση τα ιστορικά δεδομένα των Υγειονομικών Υπηρεσιών.

Ο μη συχνός καθαρισμός της δεξαμένης νερού συσχετίσθηκε με αυξημένο ρίσκο εμφάνισης E.coli (είδος κωλοβακτηριδίου).Η ποιότητα νερού της διάτρησης που εξυπηρετεί τις ανάγκες πόσιμου νερού νοικοκυριών σε κοινότητες ενδέχεται να είναι υποβαθμισμένη λόγω γειτνίασης με φάρμες ζώων ή και με ελλιπώς συντηρημένους ή υπερχειλισμένους βόθρους.

Παράλληλα, όπως αναφέρθηκε στα συμπεράσματα της μελέτης, η μειωμένη ποσότητα χλωρίωσης μπορεί να μην επαρκεί για να καταστρέψει τα μικρόβια του νερού που τυχόν δημιουργούνται, λόγω περιβαλλοντικών παραγόντων που ευνοούν τη δημιουργία τους ή και την ύπαρξη βιοφίλμ στις δεξαμενές.

Επίσης, ο ελάχιστος ετήσιος αριθμός δειγμάτων που η Νομοθεσία 98/83 επιβάλλει για μια κοινότητα π.χ. κατοίκων είναι 4 δείγματα τον χρόνο, ή 2 δείγματα ανά εξάμηνο λαμβάνοντας ως μέσο όρο χρήσης νερού ανά άτομο τα 200 λίτρα την ημέρα.

Σημειώνεται τέλος στα συμπεράσματα, ότι «νοείται όμως πως οι παραπάνω διαχειριστικές επεμβάσεις για την προστασία της ποιότητας πόσιμου νερού προϋποθέτουν τη συνεχή επιμόρφωση των τεχνικών ατόμων των κοινοτήτων που επωμίζονται τη σχετική ευθύνη».

Οι δειγματοληψίες, όπως αναφέρθηκε, πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι του 2015. «Διπλά δείγματα νερού συλλέχθηκαν από την κύρια δεξαμενή νερού της κοινότητας. Έγινε επιτόπου μέτρηση υπολλειματικού χλωρίου και πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον υπεύθυνο λειτουργίας της δεξαμενής νερού της κάθε κοινότητας με δομημένο ερωτηματολόγιο».

Ιστορική αναδρομή

Κατά την εισαγωγή της μελέτης έγινε ιστορική αναδρομή στην υδροδότηση αστικών και αγροτικών περιοχών. Όπως αναφέρθηκε, το πόσιμο νερό των αστικών περιοχών είναι καλής ποιότητας, ενώ αντίθετα η ποιότητα νερού σε αρκετές αγροτικές περιοχές-κοινότητες είναι βεβαρημένη λόγω μικροβιακής μόλυνσης. Διατρήσεις νερού στον υπόγειο υδροφορέα αποτελούν την κατεξοχήν πηγή πόσιμου νερού σε αγροτικές περιοχές. Ο πληθυσμός αγροτικών περιοχών της Κύπρου είναι σχετικά μεγάλος (274.000, 33% του συνόλου του πληθυσμού της Κύπρου). Το πιο μεγάλο ποσοστό του συνόλου των ανιχνευθέντων μικροοργανισμών στο πόσιμο νερό αγροτικών περιοχών ήταν θετικό για κωλοβακτηρίδια, εντερόκοκκοι, E.COLI. Παράλληλα, όπως αναφέρθηκε, στις αστικές περιοχές, λιγότερο από το 3% του συνόλου δειγμάτων ανά εξάμηνο (λιγότερα από 200 δείγματα ανά πόλη), του πόσιμου νερού αστικών περιοχών ήταν εκτός ορίων για μικροβιολογικούς δείκτες.

Όσον αφορά στις κοινότητες, σε 26 δειγματοληπτικές περιοχές της Επαρχίας Λεμεσού ανιχνεύθηκαν κωλοβακτηρίδια εκτός ορίου για >50% του συνόλου των δειγμάτων. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην παρουσίαση, νομικά, η παρουσία κωλοβακτηριδίων χωρίς την ταυτόχρονη ύπαρξη E.coli δεν ενεργοποιεί τον ελεγκτικό μηχανισμό για διορθωτική παρέμβαση. Εντούτοις, η παρουσία μη-E.coli κωλοβακτηριδίων στο πόσιμο νερό αποτελεί προειδοποίηση για την πιθανή εισροή E.coli και άλλων βακτηρίων της τάξης Enterobacteriaceae στην πηγή νερού ή στο δίκτυο διανομής.

ΠΗΓΗ: philenews…