Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε αίτημα εταιρείας για ακύρωση διατάγματος κατακράτησης από την Αστυνομία 600.000 διαγνωστικών τεστ αντιγόνου, παραπέμποντας την αιτήτρια σε άλλα ένδικα μέσα που έχει στη διάθεσή της με βάση το νομοθετικό πλαίσιο.
Συγκεκριμένα, η εταιρεία αιτήθηκε από το Ανώτατο την έκδοση εντάλματος certiorari και /ή prohibition κατά εντάλματος που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 3 Ιουνίου, 2021, μετά από μονομερή αίτηση του Αρχηγού της Αστυνομίας, για κατακράτηση από την Αστυνομία 600.00 διαγνωστικών τεστ αντιγόνου, τα οποία είχαν κατασχεθεί δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας.
Στην απόφασή του το Ανώτατο Δικαστήριο, ημερομηνίας 25 Ιουνίου, σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει σε ένορκη δήλωσή του ο διευθυντής της εταιρείας αυτή υπέγραψε σύμβαση κατόπιν δημόσιου διαγωνισμού, για την προμήθεια στο Υπουργείο Υγείας 1.200.000 διαγνωστικών τεστ αντιγόνου (Rapid test) παραδοτέων εντός δύο μηνών από της υπογραφής της συμβάσεως δηλ. μέχρι την 25.6.2021 συνολικής αξίας €1.776.000. Στις 19.5.2021 αφίχθησαν στην Κύπρο 600.000 διαγνωστικά τεστ τα οποία αγόρασε η Αιτήτρια από Κινέζο προμηθευτή και αφού τα προπλήρωσε.
Την επομένη, προστίθεται, επιχειρήθηκε η παράδοση μέρους αυτών σε Υπηρεσία του Υπουργείου Υγείας, πλην όμως απερρίφθησαν λόγω ασυμφωνίας τους με τις προδιαγραφές της Σύμβασης. Το σύνολο της ποσότητας ευρίσκετο αποθηκευμένο σε αποθήκη της εταιρείας στη Λευκωσία. Ακολούθησε καταγγελία από το Υπουργείο Υγείας και άρχισε αστυνομική έρευνα.
«Η Αιτήτρια βρέθηκε προ εκπλήξεως και κατόπιν έρευνας διαπίστωσε ότι εξαπατήθηκε από τον Κινέζο προμηθευτή, ο οποίος απέστειλε διαγνωστικά τεστ κατασκευής άλλης εταιρείας από την συμφωνηθείσα», αναφέρεται. Προς τούτο, προστίθεται, έγινε αρχικά πληροφόρηση του Αρχηγού Αστυνομίας για πρόθεση υποβολής καταγγελίας εξαπάτησης και η εταιρεία προέβη σε γραπτή καταγγελία εναντίον του Κινέζου προμηθευτή.
Παράλληλα, σύμφωνα με τα όσα περιέχονται στην ένορκη δήλωση του διευθυντή της εταιρείας, δυνάμει δικαστικού εντάλματος έρευνας εναντίον του Διοικητικού Συμβούλου της εταιρείας κατασχέθηκαν στην αποθήκη της 600.000 διαγνωστικά τεστ. Τα τεστ αυτά θα πρέπει να φυλάγονται σε θερμοκρασίες που δεν ξεπερνούν τους 30οC και έχουν ημερομηνία λήξεως 2 έτη από την ημερομηνία κατασκευής τους.
Επίσης με την αναμενόμενη πρόοδο στην αντιμετώπιση της πανδημίας μέσω του εμβολιασμού, σύντομα δεν θα μπορούν να διατεθούν στην αγορά. Περαιτέρω, εξεδόθη και επιδόθηκε στην Αιτήτρια Ειδοποίηση Αναστολής Χρήσης με ημερ. 21.5.2021 από την Αρχή Ιατροτεχνολογικού Εξοπλισμού του Υπουργείου Υγείας συμφώνως της Νομοθεσίας, Ν.2002-2013 και συνεπώς δεν υπήρχε κίνδυνος διάθεσης τους είτε στην Κύπρο είτε στην ΕΕ, όπως ισχυρίζεται ο ομνύων στην Ένορκη Δήλωση προς υποστήριξη του προσβαλλόμενου διατάγματος.
«Στις 27.5.2021 η Αιτήτρια ειδοποίησε τον Αρχηγό της Αστυνομίας ότι σε περίπτωση που θα προχωρούσαν με αίτημα κατακράτησης των κατασχεθέντων διαγνωστικών τεστ είχε την επιθυμία και απαίτηση να εμφανιστεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Αντίγραφο της επιστολής παραδόθηκε στο Πρωτοκολλητείο του Ε.Δ. Λευκωσίας», αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου.
Παρά ταύτα, προστίθεται, «οι δικηγόροι της Αιτήτριας πληροφορήθηκαν στις 4.6.2021 ότι μονομερώς εξεδόθη το προσβαλλόμενο διάταγμα».
«Στην Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την άνω αίτηση δεν γίνεται αναφορά στην γραπτή καταγγελία της Αιτήτριας για εξαπάτηση αλλά ούτε στον απαιτούμενο χρόνο για ολοκλήρωση των ερευνών ώστε να συσχετιστεί με τον χρόνο ισχύος του προσβαλλόμενου Διατάγματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρόλο που γνώριζε την επιθυμία της Αιτήτριας να εμφανιστεί κατά την εξέταση της πιο πάνω Αίτησης και να υποβάλει τις θέσεις της, εντούτοις προχώρησε μονομερώς και εξέδωσε το Διάταγμα κατακράτησης καθορίζοντας αυθαίρετα τους 4 μήνες ως διάρκεια ισχύος του. Η αξία των κατασχεθέντων ανέρχεται σε €761.772», σημειώνεται.
Σύμφωνα με το Ανώτατο, «άδεια για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος παρέχεται μόνο όταν καταδεικνύεται από τον αιτητή ότι, στην ουσία, υπάρχει συζητήσιμο ζήτημα και, στην περίπτωση που προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ότι συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, οι οποίες καθιστούν συζητήσιμο το ότι πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον κανόνα ότι, εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο αιτητής δεν θεωρείται ότι απέδειξε συζητήσιμο ζήτημα».
Το Δικαστήριο εντοπίζει σε άλλο σημείο της απόφασης ότι «με όλο το σεβασμό προς τους υπεύθυνους της Αστυνομίας παρουσίασης τέτοιων αιτημάτων στο Δικαστήριο αλλά και στον Δικαστή που εξέτασε την Αίτηση, όλη η νομική της βάση είναι, όχι μόνο εσφαλμένη, αλλά και άσχετη με το αίτημα για κατακράτηση τεκμηρίων».
«Θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι το Άρθρο 32 δεν προβλέπει για επίδοση. Παρόλα ταύτα, τίποτε δεν εμποδίζει το Δικαστήριο στην κατάλληλη περίπτωση να διατάξει επίδοση της αίτησης ή μόνο του Διατάγματος. Στην προκειμένη περίπτωση ο πρωτόδικος Δικαστής είχε γνώση της επιθυμίας των δικηγόρων της Αιτήτριας να παραστούν στη διαδικασία προς διασφάλιση των δικαιωμάτων των πελατών τους συνεπώς καλό θα ήτο να διέτασσε την επίδοση της αίτηση και όχι να προχωρήσει μονομερώς», αναφέρεται.
Έχοντας υπόψιν τα πιο πάνω, συνεχίζει η απόφαση του Ανωτάτου, «είναι η κρίση μου ότι έχει καταδειχθεί από την Αιτήτρια συζητήσιμο ζήτημα. Παρόλα ταύτα, το θέμα δεν τελειώνει μέχρι εδώ. Στην διάθεση της Αιτήτριας υπάρχουν διαθέσιμα άλλα ένδικα μέσα. Αυτό της Αίτησης, βάσει του Εδαφίου 3 του Άρθρου 32 της Ποινικής Δικονομίας ΚΕΦ. 155 για επιστροφή των κατασχεθέντων και αυτό της Έφεσης βάσει του Άρθρου 32Α του ΚΕΦ. 155».
«Οι Αιτητές με την αίτηση τους δεν επικαλούνται την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων ώστε να καθιστούν συζητήσιμο ότι θα πρέπει να γίνει παρέκκλιση από τον Κανόνα ότι εφόσον προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή άλλη θεραπεία, ο Αιτητής θεωρείται ότι δεν απέδειξε συζητήσιμο θέμα. Οι αναφορές του συνηγόρου της Αιτήτριας σε ευαισθησία των κατασχεθέντων και ημερομηνία λήξεως τους από μόνα τους δεν είναι αρκετά», αποφαίνεται το Ανώτατο.
«Η αίτηση βάσει του Άρθρου 32(3) μπορεί να αντιμετωπίσει το θέμα», καταλήγει απορρίπτοντας την αίτηση της εταιρείας.
Πηγή: ΚΥΠΕ